Eurokinissi Σωτήρης Δημητρόπουλος

ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΕΝΕΙΣ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟ ΛΟΓΩ ΧΙΟΝΙΟΥ

Τι κρατάει κάποιον αισιόδοξο και δυνατό, όταν βρίσκεται εγκλωβισμένος –χωρίς να ξέρει για πόσο– σε έναν δρόμο όπως η Αττική οδός, σε συνθήκες χιονοθύελλας; Ένας ψύχραιμος άνθρωπος διηγείται τα όσα βίωσε.

Ο Δημήτρης Πεφάνης ξεκίνησε το πρωί της Δευτέρας να πάει από τον Διόνυσο, όπου βρίσκεται το σπίτι του, στην περιοχή του αεροδρομίου, όπου δουλεύει. Επιλέγει σπανίως την Αττική οδό για να φτάσει στην εργασία του, την προτιμάει σε έκτακτες περιπτώσεις για να φτάσει γρηγορότερα. 

Η προχθεσινή μέρα όμως δεν ήταν μία από αυτές που έφτασε τελικά γρηγορότερα. Ήταν η μέρα που δεν έφτασε ποτέ στη δουλειά. Ο Δημήτρης έμεινε εγκλωβισμένος από το πρωί στις 11:15 μέχρι το βράδυ στις 12:30

Ήταν από τους τυχερούς που είχαν πίσω τους το δαχτυλίδι της Κηφισίας. Όταν τα γκρέιντερ άνοιξαν τον δρόμο, έφυγε με την όπισθεν, περνώντας στο απέναντι ρεύμα της Αττικής οδού, για να επιστρέψει στο σπίτι του. 

Πώς αισθάνεται όμως ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος σε ένα αυτοκίνητο, σε τέτοιες συνθήκες, για παραπάνω από 12 ώρες; 

Οι πρώτες ώρες στην Αττική οδό, τα πρώτα συναισθήματα

Το πρώτο έντονο συναίσθημα ήταν ο εκνευρισμός. «Ύστερα από 2,5 ώρες ακινητοποιημένος μέσα στο αυτοκίνητο, με τη μηχανή αναμμένη, άρχισα να θυμώνω. Κανείς δεν είχε φανεί να μας ενημερώσει ή να μας βοηθήσει. Δεν ξέραμε, αν και φανταζόμασταν, τι ακριβώς είχε συμβεί». 

Στην Αττική οδό
Eurokinissi Σωτήρης Δημητρόπουλος

Ο Δημήτρης ήταν μόνος στο αυτοκίνητο και είχε μαζί του μια μπάρα δημητριακών που θα έτρωγε στη δουλειά. «Καθώς οι ώρες περνούσαν, άρχισα να πεινάω, να θέλω τουαλέτα και να ανησυχώ για τα καύσιμα. Αν έσβηνα τη μηχανή, θα πάγωνα. Αν την άφηνα αναμμένη, πόσο θα με έβγαζε η βενζίνη; Δοκίμασα να τη σβήσω. Άντεξα για 1 ώρα. Παραπάνω δεν μπορούσα. Και είμαι άνθρωπος μαθημένος και στο κρύο και στο χιόνι, μένω χρόνια στον Διόνυσο». 

Από την υπομονή στην αγανάκτηση

Το ραδιόφωνο κλειστό για να μην πέσει η μπαταρία κι εκείνος στο κινητό να μαθαίνει νέα από το διαδίκτυο και να επικοινωνεί –ευτυχώς– με τους δικούς του. «Μου έλεγαν να κάνω υπομονή. Άκουγαν στις ειδήσεις ότι θα μας απεγκλώβιζαν. Η λέξη υπομονή, μου δημιουργούσε ακόμη εντονότερο εκνευρισμό και αγανάκτηση. Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο στην εποχή μας, σε έναν τόσο σύγχρονο δρόμο, όπως η Αττική Οδός;». 

«Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ SMARTPHONE ΜΕ ΤΟΝ ΕΞΩ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΑΠΑΣΧΟΛΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΤΡΙΑΖΕ ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟΥ» 

Τι με ανησυχούσε και τι με κρατούσε δυνατό στην Αττική οδό

Κάποια στιγμή, το απόγευμα, ένας οδηγός φορτηγού μοίρασε στα αυτοκίνητα τα γάλατα που μετέφερε στο ψυγείο του. «Τον εκνευρισμό διαδέχτηκε η ανησυχία για την επάρκεια των καυσίμων. Εφόσον κανείς δεν εμφανιζόταν, κανείς δεν μπορούσε να είναι βέβαιος πότε θα τελειώσει όλο αυτό. Μιλούσαμε πού και πού μεταξύ μας οι οδηγοί, ανοίγοντας τα παράθυρα και βγαίνοντας λίγο έξω, αλλά πόσο να μιλήσεις με τέτοια χιονοθύελλα;

»Άρχισα να ανησυχώ για τα δύο σκυλιά μου που ήταν μόνα τους στο σπίτι μου. Για τον πατέρα μου που είναι ΑΜΕΑ και πρέπει να έχει θέρμανση συνεχώς. Αν κοβόταν το ρεύμα; Επικοινωνούσα συνεχώς με τους γονείς μου και διάβαζα τα νέα του δήμου στα social media. Ευτυχώς που είχα φορτισμένο το smartphone μου. Η επικοινωνία αυτή με κρατούσε απασχολημένο και ενημερωμένο. Κυρίως όμως μετρίαζε το αίσθημα του εγκλωβισμού. Είχα επαφή με τον έξω κόσμο, ακόμη κι αν δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν πρακτικά». 

Η νύχτα, η απελπισία και η αποδοχή

Άρχισε να βραδιάζει και κανείς δεν είχε εμφανιστεί. «Την ανησυχία ακολούθησε απελπισία. Φοβόμουν. Όχι μην πάθω κάτι πολύ κακό. Φοβόμουν για το πώς θα βγάλω τη νύχτα μέσα στο κρύο. Τα καύσιμα δεν θα μου έφταναν. Κάποια στιγμή, όταν πια είχε νυχτώσει, εμφανίστηκαν από τον στρατό και μας μοίρασαν νερό και κράκερ.

»Πέρασα στη συνειδητοποίηση. Αποδέχτηκα ότι θα έβγαζα το βράδυ παγωμένος μέσα στο αυτοκίνητο, τουλάχιστον επικοινωνώντας με τους αγαπημένους μου. Αυτό είναι, είπα, θα μείνουμε εδώ. Θα τα καταφέρουμε. Ξέρετε, κάποια στιγμή επικράτησε το αίσθημα της επιβίωσης». 

Γύρω στις 12:30 το βράδυ, ο δρόμος πίσω από την ουρά, στην οποία βρισκόταν σταματημένος, άρχισε να ανοίγει. Έκανε όπισθεν και έφυγε. «Με το πού έφυγα ηρέμησα αμέσως. Ένιωσα σα να μπήκα στο σπίτι μου. Υπήρχε κι ένας άλλος συνάδελφος, κολλημένος στο αντίθετο ρεύμα, ο οποίος βγήκε το άλλο μεσημέρι». 

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.