ΠΟΛΕΜΗΣΑ ΜΕ ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΚΑΙ ΒΓΗΚΑ ΣΧΕΔΟΝ ΑΛΩΒΗΤΗ)
Πώς ξεπέρασα τη φοβία μου με τη γραφειοκρατία και τι δώρο μου πρόσφερε η καταναγκαστική ενασχόλησή μου με ζητήματα που μέχρι πρότινος με καθήλωναν από τον πανικό.
Έχετε δει το Gattaca; Το Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς; Κάθε φορά που θυμάμαι τον εαυτό μου να περνά το κατώφλι της Εφορίας Ψυχικού, αισθάνομαι την ίδια παγωμάρα ενός δυστοπικού σύμπαντος, όπου κάθε βαθύ, μεταλλικό συρτάρι απειλεί την ίδια μου τη ζωή, ενώ κάθε μικρός, σαδιστής υπάλληλος είναι εκεί για να με βασανίσει φρικτά με πρόστιμα και καθυστερημένες πληρωμές, μέχρι να παρακαλάω να με κλείσουν επιτέλους στη φυλακή για όλα τα παραστρατήματα και τα ατοπήματα που έχω και δεν έχω κάνει.
Ο παππούς μου, που μπαινόβγαινε σε εφορίες και υπηρεσίες με άνεση, απολάμβανε συχνά να περιγράφει ένα περιστατικό από τη ζωή του. Είχε μπει σε κάποια δημόσια υπηρεσία, προσπαθώντας να εκδώσει μία άδεια:
Πήγα στο πρώτο γκισέ, η κυρία έπλεκε.
– Τι θέλετε, κύριε;
– Μία άδεια οικοδομής.
– Θα πάτε δίπλα.
Πήγα στο δεύτερο, κι εδώ τα ίδια. Η κυρία έπλεκε.
– Θα πάτε δίπλα.Φτάνοντας στο τρίτο γκισέ και στην τρίτη κυρία που έπλεκε έχασα την υπομονή μου.
– Τι θέλετε;
Δεν άντεξα, της απάντησα: Τι θέλω; Ένα πουλόβερ!
Κάθε φορά απολάμβανα το ηχόχρωμα της φωνής του παππού μου, καθώς παιχνιδιάρικα ζωγράφιζε μπροστά στα μάτια μου μία γλαφυρή εικόνα για το τι σήμαινε να επισκέπτεσαι μια δημόσια υπηρεσία στα 70s.
Γιατί αποφεύγω τις δημόσιες υπηρεσίες
Μεγαλώνοντας όμως, απέφευγα τράπεζες και υπηρεσίες σαν τον διάολο. Το στρες μου κάθε φορά που έπρεπε να υποβάλω περιοδική δήλωση ΦΠΑ με εξουθένωνε, ενώ τα ψαρωτικά βλέμματα των υπαλλήλων με έκαναν να θέλω να βρω ένα λαγούμι για να κρυφτώ.
Αν με ρωτούσε κανείς, θα έλεγα ότι προτιμώ να πληρώνω διπλάσια, παρά να πρέπει να αντιμετωπίζω κάθε φορά τον ίδιο πανικό. Μέσα στα χρόνια, άνοιξα κι έκλεισα βιβλία επιτηδεύματος, πήρα δάνεια, έβγαλα δύο φορές ταυτότητα και άλλες δύο διαβατήριο (καλά, στα αστυνομικά τμήματα από τον πανικό μου φλερτάρω με την ιδέα να μου πουν: «Α, ήρθες από μόνη σου; Το κελί σου είναι έτοιμο και σε περιμένει».)
Τι έχω κάνει; Τίποτα. Κι όμως, πάντα πιστεύω ότι θα με πιάσουν επ’ αυτοφώρω, αδιάβαστη, να χρωστάω, να έχω παρανομήσει. Τόσο πολύ, που, όταν έμαθα κάποια στιγμή ότι η εφορία στην οποία ανήκα πριν από πολλά πολλά χρόνια κάηκε, ένιωσα ένα περίεργο αίσθημα γαλήνης.
Η τύχη μου με εγκατέλειψε στη... γραφειοκρατία
Ένα από τα πρώτα πράγματα που με τράβηξαν στον σύντροφό μου είναι ότι μπορώ να στηριχτώ πάνω του 100%. Όταν λέει ότι θα κάνει κάτι, το κάνει, ο κόσμος να χαλάσει. Ως υπερ-υπεύθυνο πρωτότοκο παιδί κι έχοντας αναλάβει ευθύνες και αρμοδιότητες στο πατρικό του από μικρή ηλικία, για εκείνον οι τράπεζες και οι δημόσιες υπηρεσίες είναι παιδική χαρά, η γραφειοκρατία ένα ευχάριστο sudoku.
Για χρόνια ευλογούσα την τύχη μου που τον έφερε στο διάβα μου, ενώ παλιότερα του έλεγα συχνά ότι αν πάθει κάτι ή χωρίσουμε, δεν θα ξέρω τι μου γίνεται και θα με κλείσουν μέσα (ναι, η φοβία της φυλάκισης, σταθερή) για αμέλεια εκπλήρωσης υποχρεώσεων.
«ΟΣΟ ΠΙΟ ΒΑΘΙΑ ΒΟΥΤΟΥΣΑ, ΤΟΣΟ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΓΙΝΟΤΑΝ ΝΑ ΕΞΗΓΗΣΩ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟ ΤΙ ΕΙΧΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΤΙ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΠΙΣΤΑ».
Μία στο τόσο με ενημερώνει, «κάναμε φορολογική δήλωση» ή «μόλις εξοφλήσαμε τον ΕΝΦΙΑ», και σαν πριγκίπισσα τον επικροτώ με ένα πεταχτό φιλί. Ήρθε όμως αυτή η στιγμή που έπρεπε να σηκώσω μανίκια μόνη μου, για μένα. Δεν υπήρχε αποκούμπι.
Πριν από δύο χρόνια πέθανε ο πατέρας μου. Όσο καλά και να είχαν οργανώσει τα πάντα μαζί με τη μητέρα μου, όσο και να είχαν προβεί σε κινήσεις ώστε να απαλλάξουν εμάς, τα παιδιά τους, από διαδικασίες κι εκκρεμότητες, υπήρξαν –και προέκυψαν, τα περισσότερα από το πουθενά– ζητήματα που έπρεπε να διευθετηθούν.
Από τη ληξιαρχική πράξη θανάτου και την ενημέρωση των τραπεζών, του ασφαλιστή, της εφορίας, μέχρι την αποδοχή κληρονομιάς και τις αλλαγές σε συμβόλαια και Ε9, αυτή ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου.
Αντιμέτωπη με τη γραφειοκρατία των Η.Π.Α.
Στην αρχή μπήκα στα βαθιά, μιας κι έβρισκα ότι η ενασχόληση με τη χαρτούρα με κρατούσε ακόμα σε σύνδεση με τον μπαμπά μου. Όταν όμως βρέθηκα μπροστά στη γραφειοκρατία των Η.Π.Α. για κάποια χαρτιά, προκειμένου να αποδείξουμε τη θητεία του στον πόλεμο του Βιετνάμ, λύγισα.
Εκεί μπήκε ως από μηχανής θεά η μεγάλη μου αδελφή κι έβγαλε το φίδι με τα δέκα κεφάλια από την τρύπα, με σύστημα, ψυχραιμία και μεθοδικότητα. Αναγνώρισα εκ νέου τη μεγάλη μου τύχη για την αδελφή και τον σύντροφο που έχω στη ζωή μου, ξανά φιλιά ευγνωμοσύνης, και πίσω στο συννεφάκι μου.
Ένα δάνειο που είχε πάρει ο μπαμπάς μου με εμένα εγγυήτρια, καθώς κι ένα κατάστημα το οποίο βρέθηκε στο όνομά μου, με έφεραν όμως στην πρώτη γραμμή. Ούτε ο σύντροφός μου, ούτε η αδελφή μου, κανένας δεν μπορούσε να με βοηθήσει, να γίνει ο «αντ’ αυτής», να με ξελασπώσει. Έπρεπε να μιλάω η ίδια για μένα και να ψάχνω από μόνη μου τι πρέπει να κάνω, πότε και γιατί.
Η γραφειοκρατία σήμερα έχει (και) άλλη μορφή
Μεγαλύτερος και πιο σκληρός μου δάσκαλος, μία υπηρεσία που πλέον λειτουργεί μόνο διά τηλεφώνου και ψηφιακής πλατφόρμας, αλλά και η τράπεζα: Ενώ ήθελα να αποπληρώσω το δάνειο, επέμενε να με βάλει να περάσω από στενά διαδρομάκια αιτήσεων, εξουσιοδοτήσεων, αποδείξεων και διεκδικήσεων, σαν να επρόκειτο να πάρω και όχι να δώσω χρήματα.
«ΠΑΝΤΑ ΠΙΣΤΕΥΑ ΟΤΙ ΘΑ ΜΕ ΠΙΑΣΟΥΝ ΕΠ' ΑΥΤΟΦΩΡΩ, ΑΔΙΑΒΑΣΤΗ, ΝΑ ΧΡΩΣΤΑΩ, ΝΑ ΕΧΩ ΠΑΡΑΝΟΜΗΣΕΙ».
Η υπηρεσία, με την οποία ακόμη δεν έχω ξεμπερδέψει, με μετέτρεψε από ανίδεη πριγκίπισσα σε αμαζόνα, μέσα σε 4 επώδυνους και μακρόσυρτους μήνες. Θυμάμαι τον πρώτο καιρό να καλώ σε έναν τηλεφωνικό αριθμό εξυπηρέτησης και να μιλάω με τρόμο και ασάφεια, σαν μικρό παιδί που περιμένει να το καταλάβεις από τα συμφραζόμενα.
Κάθε φορά που συνδεόμουν με έναν αόρατο εκπρόσωπο, καινούργιοι λαγοί έβγαιναν από το καπέλο της γραφειοκρατίας:
- «Χρειάζεστε το τάδε πιστοποιητικό, να κάνετε αίτηση στο κτηματολόγιο, μετά να απευθυνθείτε στο Δήμο Αθηναίων για το ΤΑΠ και μετά να μας καλέσετε, ξανά».
- «Όχι, πρέπει πρώτα να γίνει αυτοψία στο χώρο και ύστερα να καλέσετε στο Δήμο».
- «Όχι, η αυτοψία δεν μπορεί να γίνει χωρίς πιστοποιητικό».
- «Δεν σας έχουν ενημερώσει οι συνάδελφοι ότι χρειάζεται να μας στείλετε μία υπεύθυνη δήλωση συναίνεσης πρώτα;»
Τα πουλόβερ στην αφήγηση του παππού μου είχαν πάρει ζωή και μου μιλούσαν από το υπερπέραν. Τα έχανα. Κανείς όμως δεν μπορούσε να με σώσει, ήταν κάτι που μόνο εγώ έπρεπε να κάνω. Εγώ. Με το ΑΦΜ μου, την ταυτότητά μου, το τηλέφωνό μου. Ο παππούς μου, τουλάχιστον, είχε τετ-α-τετ επαφή με τον κάθε υπάλληλο, ενώ εγώ καλούμαι να επικοινωνήσω με την ΥΠΗΡΕΣΙΑ μέσω μιας πλατφόρμας που συχνά πυκνά «πέφτει» και τηλεφωνικών κέντρων επανδρωμένων με πιτσιρίκια που η μόνη αρμοδιότητα την οποία έχουν είναι να ενημερώνουν για το τι βλέπουν σε ένα κεντρικό σύστημα.
Πώς εκπαιδεύτηκα στα δύσκολα
Εξάλλου, όσο πιο βαθιά βουτούσα, τόσο πιο δύσκολο γινόταν να εξηγήσω σε κάποιον άλλο τι είχα κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή και τι θα έπρεπε να γίνει, για να πάω στην επόμενη πίστα. Προτιμούσα να μη σπαταλάω το χρόνο μου εξηγώντας, αλλά πράττοντας. Έτσι, ξύπνησα ένα πρωί και δήλωσα στον σύντροφό μου: «Τώρα μπορώ να κάνω τα πάντα». Ένα διακοπτάκι είχε γυρίσει μέσα μου.
«ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΠΟΙΩ ΤΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΣ ΜΟΥ. ΕΓΙΝΑ ΜΕΘΟΔΙΚΗ. ΔΙΕΚΔΙΚΩ. ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΣΗΜΕΙΩΝΩ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΚΑΙ ΤΙ ΕΓΙΝΕ, ΠΟΙΟΣ ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΤΙ».
Κανένας δεν θα έρθει να με σώσει από το βαρύ, μεταλλικό συρτάρι, και η σύνδεση με κάθε επόμενο αόρατο εκπρόσωπο δεν θα με κλήρωνε στην καλή νεράιδα της γραφειοκρατίας που θα μου έλεγε: «Άστο πάνω μου, κατάλαβα».
Άρχισα λοιπόν να συστηματοποιώ τις ενέργειές μου. Έγινα μεθοδική, άρχισα να διεκδικώ. Κάθε μέρα, σημειώνω, πέρα από το τι πρέπει να κάνω, και το τι έγινε στο 158ό τηλεφώνημα προς την υπηρεσία, με ποιον μίλησα και τι μου είπε. Κάθε φορά που «συνδέομαι», επιταχύνω τη διαδικασία δηλώνοντας αμέσως μετά το «καλημέρα σας» όνομα, ΑΦΜ, ιδιότητα, αριθμό ταυτότητας και εστιάζω στο διά ταύτα: «Έχω κάνει ήδη αυτό κι αυτό, έχω συμπληρώσει τη φόρμα τάδε, μετά από οδηγία σας έχω αναρτήσει το πιστοποιητικό τάδε και θέλω να μάθω το τάδε. Μην μπαίνετε στον κόπο να με ρωτήσετε αν έχω κάνει και το τάδε, δείτε τον φάκελό μου, είναι όλα εκεί, μπροστά σας». Είμαι πια... παλιά.
Με ποια εργαλεία (έμαθα να) αντιμετωπίζω αναβολές και απρόοπτα
Μάλιστα, έχω φτάσει στο σημείο να διορθώνω τους αόρατους εκπροσώπους. Όταν μου λένε «Δεν έχουν δει το αίτημά σας από το τμήμα, γιατί είναι ακόμα σε εκκρεμότητα», λέω και ατάκες του στιλ «Όχι, είναι σε εκκρεμότητα, επειδή δεν το έχει δει κανένας από το τμήμα. Παρακαλώ κάντε ένα εσωτερικό σημείωμα και δώστε μου τον αριθμό αιτήματος, όπως έκανε η συνάδελφός σας κυρία τάδε στις τάδε του μηνός».
Όχι ότι θα γίνει κάτι ή ότι θα προχωρήσει η δουλειά μου, αλλά τουλάχιστον νιώθω ότι πλέον ξέρω τι μου γίνεται. Μπορεί να μην έχω τον έλεγχο της κατάστασης, αλλά την αντιμετωπίζω. Και δεν φοβάμαι. Όπου να ’ναι κοντεύω, σκέφτομαι συχνά. Και αυτό το κοντεύω όλο και μακραίνει. Όμως ξέρω.
Αμέσως μετά σημειώνω την ημέρα που θα κάνω follow up και θα τους πιέσω, και συνεχίζω τη ζωή μου. Βέβαια, υπάρχουν μέρες που το βάρος είναι ασήκωτο. Ξυπνάω το πρωί και δεν ξέρω τι θα προκύψει μέσα στη μέρα. Όπως σήμερα, που ήρθε ξαφνικά ένα μήνυμα στο κινητό μου να πληρώσω την ασφάλεια ζωής του μπαμπά μου. Δύο χρόνια αφότου έχει πεθάνει.
Θα το φτιάξω κι αυτό. Είμαι πλέον μεθοδική και οργανωμένη, με φακέλους και υποφακέλους στον υπολογιστή μου, και τις σημειώσεις μου στο τετράδιό μου. Είμαι πια ένας άνθρωπος που τα έβαλε με το τέρας και κέρδισε. Όχι, δεν κέρδισα το τέρας, αλλά τουλάχιστον κατέκτησα με έναν διαφορετικό τρόπο την καθυστερημένη ενηλικίωσή μου.