ΦΡΟΝΤΙΖΟΝΤΑΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ: ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ «ΗΡΩΙΔΕΣ»
Από την Αθήνα μέχρι τη Μελβούρνη, οι γυναίκες κουβαλούν το αόρατο βάρος της φροντίδας των ηλικιωμένων γονιών. Ανάμεσα στην αγάπη, την ενοχή και την οικονομική πίεση, οι ιστορίες τους αποκαλύπτουν έναν κοινό αγώνα που ξεπερνά σύνορα και κουλτούρες.
«Αγάπη μου, πώς είσαι; Κοιμάσαι αρκετά;» Στο τηλέφωνο της Katrina Ince, η οικεία φωνή της μητέρας της ακούγεται ταλαιπωρημένη και εύθραυστη. Έχει καλέσει από την Αυστραλία στην Αθήνα, όπου η Katrina διεξάγει επιτόπια έρευνα για τη φροντίδα ηλικιωμένων.
Οι τύψεις της κόρης που «εγκατέλειψε» τη μάνα ξεπερνούν ξανά τα σύνορα και την ακολουθούν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, όπως όταν μετεγκαταστάθηκε στο Τορόντο: «Δεν ξέρω πώς να προσδιορίσω την ενοχή μου, που έφυγα μακριά από τη μητέρα μου στη Μελβούρνη, ενώ χρειάζεται τη φροντίδα μου».
Το 2023, ορμώμενη από την εσωτερική της πάλη, η Ince βρέθηκε στην Αθήνα ως φοιτήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, για να ανακαλύψει ότι τα βάρη της φροντίδας των ηλικιωμένων γονιών συνδέουν τις γυναίκες από όλο τον κόσμο, από κάθε ήπειρο και κουλτούρα. Πριν λίγο καιρό, έχοντας αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο του York, δημοσίευσε τις εντυπώσεις της στο Anthropology & Aging.
«Ήταν η μητέρα μου»
Στο σπίτι της Εστίας, μιας ηθοποιού που έχει σχεδόν εγκαταλείψει την υποκριτική, μυρίζει καφές και κουραμπιέδες. Στο ηλιόλουστο σαλόνι της, η Katrina Ince την ακούει να μιλά για την απόφασή της να φροντίσει τη μητέρα της αντί να τη στείλει σε οίκο ευγηρίας. «Ήταν η μητέρα μου», της λέει σηκώνοντας ελαφρά τους ώμους, σαν να της δείχνει τα αόρατα βάρη της αγάπης και της υποχρέωσης.
Η Εστία μιλά για τα μπερδεμένα συναισθήματά της, για το πώς θυσίασε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής της παρότι «δεν ήθελε να γεράσει με τη μητέρα της». Βλέπει τη ζωή να την προσπερνά και η Ince το αποτυπώνει ως «ένα περίπλοκο μείγμα αγάπης, ενοχής, αγανάκτησης και μιας πιο προσωπικής σχέσης με τη φροντίδα», που συναντάς σε κάθε γωνιά του πλανήτη, στις λέξεις που επέλεξε η ερευνήτρια από το Τρίτο Στεφάνι του Ταχτσή: «Η μάνα, ό,τι κι αν λένε μερικά παιδιά, είναι μάνα, το αίμα νερό δε γίνεται».
Είναι σαν κάποιο αόρατο νήμα να συνδέει τις δύο ηπείρους. Η Ήρα, μια 53χρονη οικονομολόγος που έχει αναλάβει τη μητέρα και την πεθερά της, αμφότερες με νόσο Αλτσχάιμερ, υπογραμμίζει ότι «ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός επηρέασε βαθιά τις σύγχρονες ελληνικές αξίες. Είμαστε παραδοσιακοί. Μας αρέσει να μαζευόμαστε, να κάνουμε μεγάλα οικογενειακά τραπέζια». Κανείς στην Ελλάδα δεν επιθυμεί ιδρύματα και οίκους ευγηρίας γιατί, όπως λέει, «ο κόσμος θέλει να πεθαίνει στο σπίτι του». Στην Αυστραλία, ένας ηλικιωμένος σε κρατική δομή φροντίδας είναι απόδειξη ότι η οικογένεια απέτυχε.
ΕΧΑΣΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΟΥ. ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ, ΓΙΑΤΙ ΤΟΥΣ ΘΥΜΙΖΑΝ ΠΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ.
Το κόστος της φροντίδας
Το κόστος της φροντίδας των ηλικιωμένων είναι δυσβάσταχτο σε Αθήνα και Μελβούρνη. Η Ήρα περιγράφει τις δυσκολίες: «Προσλαμβάνουμε μια κοπέλα, συνήθως από την Ουκρανία, που μένει μαζί μας. Κοστίζει πολύ, μπορεί 1.500 ή 2.000 ευρώ το μήνα».
Όσοι δεν έχουν να πληρώσουν για βοήθεια στο σπίτι, ελπίζουν μόνο σε κάποιο θαύμα. Για το υπερχρεωμένο σύστημα υγείας της Ελλάδας, γράφει η Icnes, η αξία της ζωής υπολογίζεται με την ηλικία. Η Εστία το διαπίστωσε όταν χρειάστηκε ασθενοφόρο αλλά «δεν έρχεται αν το άτομο είναι ηλικιωμένο». Κάπως έτσι, η ιδιωτική περίθαλψη γίνεται μονόδρομος. «Σκέφτομαι το κόστος των πτήσεων και τις μέρες άδειας από τη δουλειά», γράφει σε κάποιο σημείο η Icnes για την περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση από την επιδεινούμενη υγεία της μητέρας της.
Άγρυπνες νύχτες και χαμένοι φίλοι
Η φροντίδα κοστίζει σε χρήμα όσο και υγεία. Η Εστία περιγράφει πώς κοιμόταν «με το ένα αυτί ορθάνοιχτο» σε περίπτωση που η μητέρα της τη χρειαζόταν τη νύχτα. Η αδελφή της Icnes, που έχει επωμιστεί τη βασική καθημερινή φροντίδα της μητέρας τους, έχει «μόνιμα μαύρους κύκλους» και δεν κάνει σχέδια για τη ζωή· η προσοχή της πρέπει να είναι συνεχώς στραμμένη εκεί.
«Katrina, πρέπει να σηκωθώ», θυμάται η ίδια να της λέει η μητέρα της στη μέση της νύχτας, και εκείνη να την πιάνει από τα δύο χέρια, να τη σηκώνει καθιστή στο κρεβάτι, να της φορά παντόφλες με αντιολισθητικές σόλες για να μη γλιστρήσει στα πλακάκια του μπάνιου, μέχρι που ο ύπνος χανόταν για πάντα, με τον ίδιο τρόπο που χάνεται και η κοινωνική ζωή. «Έχασα τους φίλους μου», της εξομολογείται η Εστία. Κάποιοι «δεν άντεχαν την παρουσία ηλικιωμένων, γιατί τους θύμιζαν πως και οι ίδιοι κάποτε θα πεθάνουν», μα υπήρχαν κι άλλοι, όπως οι μαθητές της στο θέατρο που «χαίρονταν να βρίσκονται δίπλα της». Αφότου αναλάβουν τον ρόλο της φροντίστριας, μαθαίνουν πως οι σχέσεις στη ζωή τους θα έρχονται και θα φεύγουν.
Υποχρέωση γένους θηλυκού
Η Icnes στέκεται σε όσους προσπαθούν ανεπιτυχώς να πείσουν ότι η φροντίδα των ηλικιωμένων δεν έχει φύλο. Παραθέτει τα λόγια του καθηγητή Ανθρωπολογίας Όθωνα Αλεξανδράκη: «Οι γυναίκες και τα κορίτσια που γνωρίζω στην Αθήνα σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος του νοικοκυριού, για να το κρατήσουν όρθιο κόντρα σε κάθε δυσκολία».
Η ίδια η οικογένεια θα σου χτυπήσει την έμφυλη ανισότητα στα μούτρα. Η ίδια θυμάται τη «βαθιά απογοήτευση» που ένιωσαν με την αδελφή της όταν ο «πιο δυνατός σωματικά αδελφός μας, που ζει κοντά στο πατρικό, δεν ενδιαφέρεται να βοηθήσει», αλλά την «ευγνωμοσύνη για φίλους και γείτονες που ρωτούν πώς μπορούν να συνδράμουν».
Ξεχασμένες ηρωίδες και κοινοί αγώνες
Η πανδημία COVID-19 φώτισε προσωρινά τη σημασία της φροντίδας, αναδεικνύοντας τις γυναίκες φροντίστριες ως «ηρωίδες», μέσα από αυτό που οι ερευνητές Michael Fine και Joan Tronto περιγράφουν ως «τεράστια θυσία απλήρωτων και κατά βάση γυναικών φροντιστριών, στην πλειονότητά τους μελών της οικογένειας». Όμως, όπως παρατηρεί η Icnes, «στο μετα-πανδημικό τοπίο, το ζήτημα της φροντίδα φαίνεται να έχει και πάλι ξεχαστεί».
Η έρευνα της δεν παρουσιάζει εύκολες λύσεις, μα προσφέρει κάτι εξίσου πολύτιμο: την αναγνώριση ενός κοινού αγώνα. «Οι μεσήλικες γυναίκες σηκώνουν το μεγάλο φορτίο φροντίδας των ηλικιωμένων συγγενών τους, αναγκασμένες συχνά να ανακαλύπτουν δικά τους συστήματα υποστήριξης και να τα βγάζουν πέρα όπως μπορούν». Ο γεωγραφικός χάρτης της αγάπης, του καθήκοντος και της θυσίας είναι άνευ διαχωριστικών γραμμών. Η αναγνώριση αυτών των κοινών εμπειριών, θα μας έλεγε Katrina Icnes, είναι το πρώτο βήμα για να δούμε τη φροντίδα όχι ως ατομικό βάρος, αλλά ως συλλογική ευθύνη που απαιτεί κοινωνική στήριξη και θεσμική αναγνώριση.