ΠΟΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΔΙΑΒΑΣΑΝ ΟΙ ΣΥΝΤΑΚΤΕΣ ΤΟΥ OW ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ;
Όχι τι θα διαβάσουμε, αλλά όλα αυτά που διαβάσαμε, μας ενθουσίασαν και σου προτείνουμε να διαβάσεις κι εσύ το συντομότερο.
Επιστρέφοντας από τις άδειες, ένα πράγμα στο οποίο συμφωνήσαμε όλοι οι συντάκτες του OW ήταν ότι το καλοκαίρι που μας πέρασε καταφέραμε επιτέλους να διαβάσουμε. Να σήμαινε αυτό ότι οι διακοπές μας κινήθηκαν σε πιο χαλαρούς ρυθμούς από προηγούμενες χρονιές; Ότι τα παιδιά μας μεγάλωσαν πλέον αρκετά, ώστε να μη χρειάζεται να τα παρακολουθούμε κάθε τόσο καθώς κολυμπάνε; Μήπως απλά πετύχαμε βιβλία που μας κέντρισαν τόσο πολύ το ενδιαφέρον, που δεν μπορούσαμε να τα αφήσουμε από τα χέρια μας;
Σίγουρα κάπως ευθυγραμμίστηκαν κάποια από –ή όλα– τα παραπάνω, έτσι μία από τις πρώτες συζητήσεις που ανοίξαμε όταν μαζευτήκαμε όλοι στο γραφείο είχε κεντρικό θέμα: Εσύ τι διάβασες;
Αυτόν τον ενθουσιασμό και τη λάμψη στο βλέμμα μας κατά την περιγραφή του κάθε βιβλίου δεν μπορούσα να μην τα μοιραστώ μαζί σου, οπότε ζήτησα από όλους να μου γράψουν δυο λόγια για το βιβλίο που ξεχώρισαν και που πραγματικά θεωρούν ότι αξίζει να το διαβάσουν κι άλλοι. Στο τέλος θα βρεις και τη δική μου πρόταση.
9 βιβλία που διάβασαν και προτείνουν οι συντάκτες του OW
Μυρτώ Αντωνοπούλου: «Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό», του Colm Tóibín, εκδόσεις Gutenberg
Η ιστορία έχει ως εξής: Τρεις γενιές γυναικών (μητέρα, κόρη και εγγονή) καλούνται να συμβιώσουν μετά από πολλά χρόνια αποστασιοποίησης μεταξύ τους. Πρωταγωνίστρια η Έλεν, η κόρη της οικογένειας. Ο λόγος της ανακωχής μεταξύ τους είναι η ασθένεια του πολυαγαπημένου αδερφού της Έλεν, του Ντέκλαν. Ο Ντέκλαν πεθαίνει και θέλει και τις τρεις κοντά του.
Στο «Καραβοφάναρο στο Μαύρο Νερό» η δράση είναι εξαιρετικά περιορισμένη (σχεδόν όλη η πλοκή διαδραματίζεται στο σπίτι της γιαγιάς), επειδή ο συγγραφέας έχει επιλέξει να πέσει το βάρος στις σχέσεις των προσώπων – και το καταφέρνει, διατηρώντας παράλληλα αμείωτο το ενδιαφέρον του/της αναγνώστη/στριας μέχρι το τέλος.
Ο Tóibín, μέσα στην εκπληκτική ατμόσφαιρα που φτιάχνει από την αρχή, «χτίζει» μία πειστική, ανθρώπινη εικόνα της καθημερινότητας. Στη διήγησή του δεν υπάρχουν εξάρσεις, δεν ποντάρει στον εντυπωσιασμό και στις αιφνιδιαστικές ανατροπές – οι ανατροπές του είναι σιωπηρές, όπως ακριβώς συμβαίνει στη ζωή. Αυτό που σε κερδίζει είναι το ανθρώπινο στοιχείο – καταλαβαίνεις όλους τους χαρακτήρες, δεν υπάρχει καλός και κακός, ο λόγος της διαμάχης ανάμεσα στις τρεις γυναίκες δεν είναι ένα καλά κρυμμένο μυστικό, αλλά η ίδια η ζωή, μοτίβα συμπεριφοράς, συναισθήματα, σκέψεις που κουβαλάμε όλοι μας. Και αυτό είναι πιο συνταρακτικό από οτιδήποτε άλλο, ακριβώς επειδή μας αγγίζει όλους και όλες.
Πάρης Κορμαρής: «Ειδεχθής χιονάνθρωπος», του Nicholas Blake, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, και «Μυστήριο των εφτά ρολογιών», της Agatha Christie, εκδόσεις Ψυχογιός
Όποτε ετοιμάζομαι για καλοκαιρινές διακοπές, θεωρώ δεδομένο ότι πρέπει να πάρω μαζί μου βιβλία. Τα διαβάζω πάντα; Η αλήθεια είναι πως όχι. Επίσης αλήθεια είναι ότι μπορεί να κρατάω στα χέρια μου το σούπερ πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα, αλλά οι πρώτες σελίδες του να μην κολλάνε καθόλου στη διάθεσή μου τη δεδομένη στιγμή και να το αφήνω για αργότερα. Αντίθετα, μπορώ να διαβάσω πάντα κάτι αστυνομικό, μη σου πω ότι καλοκαίρι χωρίς ένα αστυνομικό τουλάχιστον δεν έχει περάσει. Φέτος διάβασα τρία. Το πρώτο, ένα της σκανδιναβικής αστυνομικής «σχολής» δεν θα το πρότεινα και δεν το αναφέρω, ωστόσο ακολούθησαν δύο κλασικά «whodunit» που ήταν ό,τι έπρεπε.
Το ένα ήταν ο «Ειδεχθής χιονάνθρωπος» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια), που γράφτηκε το 1941 από τον Nicholas Blake. Το αστυνομικό δαιμόνιο της υπόθεσης είναι ο ποιητής-ντετέκτιβ Νάιτζελ Στρέιντζγουεϊζ, που «σκοντάφτει» πάνω σε μια αυτοκτονία η οποία καταλαβαίνει ότι μπορεί να είναι φόνος και προσπαθεί να το διαπιστώσει. Πιστό στα χαρακτηριστικά του είδους, το βιβλίο έχει πολλούς πιθανούς υπόπτους, διάφορες παραπλανητικές αφηγηματικές γραμμές και ένα τέλος που λύνει τελικά το μυστήριο με ικανοποιητικό –και ως έναν βαθμό απρόσμενο– τρόπο. Στα συν, η ατμόσφαιρα εποχής που αποτυπώνεται και στο στυλ της αφήγησης.
Το επόμενο ήταν το «Μυστήριο των εφτά ρολογιών» (εκδόσεις Ψυχογιός) της κλασικά αγαπημένης μου Αγκάθα Κρίστι, που νόμιζα ότι έχω εξαντλήσει. Έχοντας δείξει στο παρελθόν μια προτίμηση αρχικά στις ιστορίες με τον Ηρακλή Πουαρό, μετά με τη Μις Μαρπλ και εσχάτως με τους Τόμι και Τάπενς, το συγκεκριμένο το είχα παραβλέψει. Έπεσε στα χέρια μου με νέο εξώφυλλο, που διαφημίζει τη μεταφορά του σε τηλεοπτική σειρά από το Netflix και ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για το χιούμορ του, που δείχνει ότι η Κρίστι ήταν τόσο καλή σε αυτό που έκανε, ώστε να μπορεί κατά μία έννοια και να το διακωμωδήσει.
Κέλλυ Σώκου: «Αγαπητέ Θεέ», του Eric - Emmanuel Schmitt, εκδόσεις Opera, και «Στους 44° υπό σκιάν», της Μελίσσας Στοΐλη, εκδόσεις Κίχλη
Μερικές φορές περνάς τόσο άσχημα ψυχολογικά, ώστε το τελευταίο που χρειάζεσαι είναι μια στενόχωρη ιστορία. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις. Γιατί ορισμένες στενόχωρες ιστορίες μπορούν τελικά να σε οδηγήσουν στον πάτο της θλίψης σου κι από εκεί να σηκωθείς πιο δυνατός και αισιόδοξος.
Κάτι τέτοιο συνέβη με μένα και το βιβλίο «Αγαπητέ Θεέ», του θεατρικού συγγραφέα Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ. Tο πρώτο βιβλίο που κατάφερα να διαβάσω συγκεντρωμένη μετά από καιρό και το πρώτο σε όλη μου τη ζωή που μου δημιούργησε έντονα την επιθυμία να το διαβάσω ξανά και ξανά, για να μπορέσω να σταθώ στα σημεία που έλεγαν περισσότερα από αυτά που μπορούσα να διακρίνω, όταν το κατάπινα λαίμαργα.
Ο 10χρονος ήρωας, Όσκαρ, που γράφει επιστολές στον θεό σε μια πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής του, καταφέρνει να δει τον κόσμο με χιούμορ, περιέργεια, αγάπη, γενναιότητα και τελικά ωριμότητα, όλα όσα δηλαδή χρειάζεται κανείς για να μην μετανιώσει για τη δική του ζωή.
Special credits στην ψυχοθεραπεύτριά μου που μου το σύστησε, δίνοντάς μου έναν ακόμη λόγο να την εμπιστεύομαι.
Θα ξεκαθαρίσω ότι η Λογοτεχνία του Φανταστικού κι εγώ δεν έχουμε καμία σχέση. Η νουβέλα «Στους 44° υπό σκιάν» (εκδόσεις Κίχλη), όμως, με έπιασε από τα μαλλιά και δεν με άφησε να την αφήσω. Όχι, δεν ανήκει στο παραπάνω λογοτεχνικό είδος. Ακροβατεί όμως αριστοτεχνικά ανάμεσα σε φανταστικά και αληθινά γεγονότα –εν προκειμένω τον καύσωνα του 1987– τόσο που σε κάνει να αμφισβητείς την πραγματικότητα και να αγαπάς τις στρεβλώσεις του ανθρώπινου νου.
Καθώς η Θεσσαλονίκη του 1987 φλέγεται από τις πρωτόγνωρα υψηλές θερμοκρασίες, οι θάνατοι αυξάνονται και μαζί με αυτούς οι υποψίες για μια σειρά δολοφονιών, ενώ ο μοναχικός ήρωας παραληρεί ανάμεσα σε μεταφυσικό και καθημερινό, προσπαθώντας να οικοδομήσει μια ανεκτή πραγματικότητα.
Ώσπου να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν υπάρχει –μαζί με αυτόν κι εμείς οι αναγνώστες– παρελαύνει από μπροστά του (μας) μια αδιανόητη αλληλουχία αλλόκοτων εικόνων και πλασμάτων: μάγοι ταχυδακτυλουργοί, προφήτες τσαρλατάνοι, ένας περιοδεύων θίασος και ένας μυστηριώδης αιωνόβιος άντρας που παρατηρεί τα πάντα από απόσταση όπως θα έκανε κι ένας συγγραφέας.
Ρούλη Καρασιλιώτη: «Σουέλ», της Ιωάννας Καρυστιάνη, εκδόσεις Καστανιώτη
Ξαναδιάβασα το «Σουέλ» έπειτα από χρόνια, γιατί ήθελα να ανακαλέσω την έντονη αίσθηση που μου είχε προκαλέσει την πρώτη φορά η ιστορία του καπετάνιου Μήτσου Αυγουστή.
Ο ίδιος, πάνω από μισό αιώνα στα καράβια, είχε να δει το σπίτι του 12 χρόνια, ταξιδεύοντας με το ATHOS III. Η ζωή του, που κυλάει ανάμεσα στο ταξίδι και την αίσθηση της μοναξιάς, με την καθημερινότητά να σημαδεύεται από μνήμες, μυστικά και εσωτερικές συγκρούσεις, με συγκίνησε για δεύτερη φορά. Ο ήχος του ωκεανού, το σουέλ, που «έβαλε μπελά στο μυαλό» του Αυγουστή, παίρνει τον ρόλο της ανθρώπινης επιθυμίας για σύνδεση, αποδοχή και την επιστροφή στα αγαπημένα πρόσωπα, τα οποία εκείνος αποφεύγει πεισματικά.
Η Καρυστιάνη, με λυρικές περιγραφές και συγχρόνως ρεαλιστική διάθεση (χρησιμοποιεί σε όλο το βιβλίο πολύ συχνά ναυτικούς όρους), μεταφέρει γλαφυρά την αίσθηση του ωκεανού και την ατμόσφαιρα ενός πλοίου, στο οποίο δεν έχεις παρά να επιβιβαστείς.
Μάριος Οικονόμου: «Ένας πολύ γλυκός θάνατος», της Simone de Beauvoir, εκδόσεις Μεταίχμιο, και «Οι μέρες στο Βιβλιοπωλείο Μορισάκι», του Satoshi Yagisawa, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Τον τελευταίο καιρό και για διάφορους λόγους δυσκολεύομαι με τα βιβλία. Ωστόσο, κατάφερα να ολοκληρώσω δύο μέσα στο καλοκαίρι, διαμετρικά αντίθετα εκ πρώτης όψεως, όμως πολύ κοντά στο μυαλό μου.
Το πρώτο που διάβασα ήταν το «Ένας πολύ γλυκός θάνατος» της Simone de Beauvoir (εκδ. Μεταίχμιο, μτφ. Γιώργος Ξενάριος), μια καταγραφή των τελευταίων ημερών της μητέρας της, που έφυγε από επιθετικό σάρκωμα. Η de Beauvoir αγγίζει θέματα που με απασχολούν τα τελευταία χρόνια, χάρη σε μια ζόρικη υπαρξιακή κρίση και πολλές απώλειες ανθρώπων από τον στενό ή ευρύτερο κύκλο, ανάμεσα στις οποίες η αιφνίδια του πατέρα μου («το πουλόβερ αρχίζει να ξηλώνει», έλεγε μια παλιά αρχισυντάκτριά μου). Η συγγραφέας περιγράφει τη μοναξιά του θανάτου, τη φθορά όπως αποτυπωνόταν στο κορμί της μητέρας της, που «δε διέφερε από ένα πτώμα», ήταν σαν «ανυπεράσπιστος άθλιος σκελετός», σαν πείραμα στα χέρια των γιατρών που προσπαθούσαν να την κρατήσουν στη ζωή με το ζόρι.
Το δεύτερο βιβλίο, «Οι μέρες στο Βιβλιοπωλείο Μορισάκι», του Satoshi Yagisawa (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, μτφ. Άρης Σφακιανάκης), είναι η γλυκόπικρη ιστορία της 25χρονης Τακάκο, που μένει παγωτό όταν ο έρωτάς της τής ανακοινώνει πως είχε σχέση και παντρεύεται. Εδώ δεν έχει αποσπάσματα· το βιβλίο είναι ελαφρύ και έχει ένα όμορφο εξώφυλλο, ο πόνος όμως της ερωτικής απογοήτευσης –η αφορμή να αγαπήσει τα βιβλία–, όπως και του θείου της, που δεν ξεπέρασε για χρόνια ότι η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, χτυπά βαθιά. Ο χωρισμός είναι ένα μικρό πένθος ικανό να σε αλλάξει στον πυρήνα σου.
«Μάριε, αυτά είναι γκομενικά, όχι υπαρξιακά», μου είπε κάποτε ένας διαδικτυακός φίλος, μάλλον εξυπνακίστικα καίτοι διαβασμένος. Ο φόβος της μοναξιάς, όπως και εκείνος του θανάτου, είναι δύο αγωνίες που καθορίζουν τη ζωή μας. Ο θάνατος, λέει η de Beauvoir, δεν είναι ορθολογικός· ούτε κι ο έρωτας είναι παιδί της λογικής (όπως έχει τραγουδήσει κι ο Πλούταρχος). «Πεθαίνουμε για κάποιο λόγο», αναφέρει η φιλόσοφος· και για κάποιον λόγο μένουμε μόνοι. Μα, αν ο θάνατος είναι αναπόδραστος, η μοναξιά –τουλάχιστον όπως την έχουμε στο κεφάλι μας– δεν είναι. Κι αυτό της προσθέτει ένα βάρος δυσβάσταχτο.
Έλενα Μπούλια: «Η Τελειότητα», του Βιντσέντζο Λατρόνικο, εκδόσεις Loggia (και όχι μόνο)
Αρχές Ιουλίου και στο κομοδίνο μου η σειρά από κάτω προς τα πάνω έχει ως εξής: «Ο Αχός και το Πάθος» του Faulkner, «Πατρίδα» του Αραμπούρου, «Η ζωή είναι Αλλού» του Κούντερα (που έβγαλα από τη βιβλιοθήκη για να ξαναδιαβάσω όταν μια μέρα θυμήθηκα πόσο μου είχε αρέσει 20 χρόνια πριν), το «Καλοκαίρι» του Καμύ, «Πώς το μπάσκετ μπορεί να σώσει τον κόσμο» του David Hollander και η «Τελειότητα» του Λατρόνικο, την οποία μας πρότεινε πρόσφατα ένας εξαιρετικά ψαγμένος βιβλιοπώλης, λέγοντάς μου «θα σου προτείνω αυτά που θα συνιστούσα στους φίλους μου».
Και τα πέντε πρώτα βιβλία που αναφέρω τα είχα από καιρό ξεκινήσει και φτάσει σχεδόν στη μέση. (Είναι πρόβλημα να διαβάζεις πολλά βιβλία ταυτόχρονα, το ξέρω – θα ασχοληθούμε με αυτό άλλη φορά). Οπότε, όταν ήρθε η στιγμή να επιλέξω ποια από αυτά θα έβαζα στη βαλίτσα μου έπρεπε να είμαι αυστηρή. Αποφάσισα να τελειώσω την «Πατρίδα» που την τραβολογάω έναν χρόνο τώρα και που πράγματι από τη μέση και μετά αποκτά τρομερό ενδιαφέρον (έχει γίνει και σειρά). Το «μπάσκετ» το έριξα στην τσάντα της παραλίας – ήταν ό,τι έπρεπε, γιατί κάθε τόσο σταματούσα σε ένα σημείο και ρωτούσα τον άντρα μου πράγματα όπως «εσύ ήξερες ποια είναι η χώρα με τα περισσότερα κατά κεφαλήν γήπεδα μπάσκετ στον κόσμο;» (θα εκπλαγείς: είναι οι Φιλιππίνες). Το «Καλοκαίρι» του Καμύ το τελείωσα σε τρεις μέρες – κυρίως επειδή ήταν μικρό. Οπότε αμέσως μετά έπιασα την «Τελειότητα», για την οποία μιλούσαν πλέον ήδη όλα τα ελληνικά social media.
Αν μου άρεσε; Η ιστορία με άφησε οριακά αδιάφορη: Ένα ζευγάρι μάλλον της γενιάς μου εγκαταλείπει τη γενέτειρά του (κάπου στη νότια Ευρώπη) για να ζήσει μια εναλλακτική και πιο ενδιαφέρουσα ζωή στο Βερολίνο – δουλεύουν (από το σπίτι) στον χώρο του digital marketing, δεν έχουν παιδιά, λατρεύουν τη νέα τους πόλη. Δεν βρήκα καμία ταύτιση: Με κουράζει το να δουλεύω από το σπίτι –ένα σπίτι που λόγω των παιδιών μου απέχει μίλια από το τέλειο διαμέρισμα των πρωταγωνιστών– και τη μοναδική φορά που πήγα στο Βερολίνο η διαρκής βαριά συννεφιά με έκανε να αναρωτιέμαι πώς ζει κανείς μόνιμα εδώ. Άσε που δεν πίνω ποτέ μπύρα.
Γιατί, όμως, μου κέντρισε το ενδιαφέρον το βιβλίο αυτό; Τι το αξιόλογο βρήκα; Απαντώντας στο πρώτο, θα πω ότι παρακολουθώντας μια περίπτωση «ζωής που δεν έζησα» (αν και προ 20ετίας που έτυχε να ζω στο Λονδίνο είχα αυτή τη δυνατότητα), συνειδητοποίησα για ακόμα μία φορά ότι το χορτάρι δεν είναι πάντα πιο πράσινο στην άλλη μεριά του φράχτη (ΟΚ, στο Βερολίνο είναι σίγουρα πιο πράσινο, ίσως έπρεπε να χρησιμοποιήσω μια αναλογία με τη φωτεινότητα του ουρανού, πάντως καταλαβαίνεις τι θέλω να πω).
Ως προς το αξιόλογο του πράγματος, όμως, δεν μπορώ να μην παραδεχτώ στον Λατρόνικο κάτι που δεν θυμάμαι να έχω ξανασυναντήσει: Το κείμενό του περιέγραφε μια ζωή φαινομενικά τέλεια, καταρχάς ως προς την ελευθερία που απολάμβαναν οι δύο πρωταγωνιστές και έπειτα ως προς την αισθητική, τη μεταξύ τους σχέση που –πέρα από τις αναμενόμενες κοιλιές κάθε μακροχρόνιας σχέσης– μοιάζει να διέπεται τουλάχιστον από καλή επικοινωνία. Τα βρίσκουν, συνεννοούνται. Κι όμως, η γεύση που τελικά σου μένει στο τέλος κάθε κεφαλαίου είναι πικρή. Η «τέλεια» ζωή τους εμένα μου έβγαλε μια θλίψη. Και δεν μπορώ να μη βγάλω το καπέλο στον συγγραφέα γι’ αυτή τη σύγκρουση σκέψεων και συναισθημάτων που μου προκάλεσε. Την ειρωνεύεται θαρρώ την τελειότητα, χωρίς όμως καμία του λέξη να μαρτυρά κάτι τέτοιο. Ή μήπως απλά αυτό προκύπτει σαν αίσθηση στον στοχευμένα millennial αναγνώστη που ξέρει πλέον πολύ καλά πως η τελειότητα είναι τόσο φευγαλέα και εφήμερη όσο το κυματάκι που έσκαγε στα πόδια μου καθώς γύριζα χαμογελώντας την τελευταία σελίδα του βιβλίου;