ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ ΚΑΙ ΣΚΑΝΔΑΛΟ WATERGATE: ΠΩΣ Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΛΛΑΞΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Το σκάνδαλο Watergate ανέτρεψε τον Νίξον και άλλαξε τη δημοσιογραφία και την αμερικανική πολιτική. Και ήταν ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ που φρόντισε η ιστορία να φτάσει από το ρεπορτάζ στη μεγάλη οθόνη.
«Σκέφτηκα “πόσο ανύπαρκτος! Τι ψεύτικος τύπος!» Ο χρόνος δε θα άλλαζε την πρώτη εντύπωση που σχημάτισε ο 13χρονος Ρόμπερτ Ρέντφορντ καθώς ο γερουσιαστής Ρίτσαρντ Νίξον του απένειμε το κύπελλο για τη νίκη του σε τουρνουά τένις. Στα 40 του, ο ηθοποιός θα πρωταγωνιστούσε στο «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου» (All the President’s Men), την πιο εμβληματική ταινία για την υπόθεση Watergate, γνωστή και ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο που άλλαξε τη δημοσιογραφία και την αμερικανική πολιτική. Τον Απρίλιο toy 2026, θα γιόρταζε τα 50 χρόνια από την πρεμιέρα της στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ωστόσο, η ζωή είχε άλλα σχέδια.
Ο Robert Redford πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου 2025 σε ηλικία 89 ετών, αφήνοντας το αποτύπωμά του στην ιστορία του κινηματογράφου και σημαντικό ακτιβιστικό έργο. «Υπήρξε μια δύναμη με ευγένεια και ήθος στην υπηρεσία το καλού», έγραψε για τον φίλο του ο δημοσιογράφος Μπομπ Γούντγουορντ, που μαζί με τον Καρλ Μπέρνσταϊν ξεσκέπασαν τις υποκλοπές της κυβέρνησης Νίξον εις βάρος του Δημοκρατικού Κόμματος. Ήταν ο Redford που τους παρότρυνε να διηγηθούν τα γεγονότα όπως τα έζησαν κατά την έρευνά τους, φτάνοντας στη δημοσίευση του βιβλίου All the President’s Men και από εκεί στην ταινία.
Το σκάνδαλο που άλλαξε τη δημοσιογραφία και την αμερικανική πολιτική
Στις 17 Ιουνίου 1972, πέντε άνδρες εισέβαλαν στα κεντρικά γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος στο κτίριο Watergate στην Ουάσινγκτον και «πιάστηκαν» να φωτογραφίζουν αρχεία και να τοποθετούν κοριούς. Στην πορεία, αυτό που αρχικά θεωρήθηκε απλή διάρρηξη αποδείχθηκε σχέδιο παρακολούθησης και πολιτικής κατασκοπείας, άμεσα συνδεδεμένο με την εκλογική εκστρατεία του Νίξον.
Οι Γούντγουορντ και Μπέρνσταϊν, σχετικά νέοι δημοσιογράφοι της Washington Post τότε, είδαν την υπόθεση σαν ένα καλά ενορχηστρωμένο έγκλημα. Οι έρευνές τους αποκάλυψαν ότι ανώτεροι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου είχαν προσπαθήσει να κουκουλώσουν την υπόθεση, οδηγώντας σε μεγάλη πολιτική κρίση. Η συνεχής πίεση από τα ΜΜΕ και τις επιτροπές του Κογκρέσου ανάγκασαν τελικά τον Νίξον να γίνει ο πρώτος και μοναδικός Πρόεδρος των ΗΠΑ που υπέβαλε παραίτηση. Στις 8 Αυγούστου 1974, ο Νίξον είχε επισήμως ηττηθεί από μια δύναμη που πολέμησε περισσότερο απ' όλα: τον Τύπο.
Η στάση του Ρίτσαρντ Νίξον απέναντι στα μέσα ενημέρωσης ήταν πρωτοφανής. Ήταν ο πρώτος πρόεδρος που χαρακτήρισε δημοσίως τους δημοσιογράφους εχθρούς του αμερικανικού λαού, παρουσιάζοντας τον Τύπο ως τον «χρήσιμο εχθρό» ενάντια στον οποίο θα έπρεπε να συσπειρωθούν όλοι οι πολιτικοί. Χρησιμοποίησε τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες –την Υπηρεσία Εσωτερικών Εσόδων, το FBI και την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών– για να εκφοβίζει τους ρεπόρτερ με ελέγχους, παρακολουθήσεις και απόπειρες εκβιασμού. Ήταν (και) για αυτούς τους λόγους που το σκάνδαλο αποτέλεσε τομή στην ιστορία της αμερικανικής πολιτικής αλλά και της δημοσιογραφίας.
«Οι αποδείξεις για την επίδραση που είχε το Watergate εντοπίζονται σε μια λιγότερο αλαζονική Προεδρία, ένα πιο αυστηρό Κογκρέσο, ένα Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών (FBI) και μια Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA) με μεγαλύτερη υπευθυνότητα, μια πιο ανοιχτή γραφειοκρατία και ένα πιο αυστηρά ελεγχόμενο σύστημα ομοσπονδιακών εκλογών», αναφέρει άρθρο του 1984, λέγοντας πως «η μεγαλύτερη αλλαγή ήταν πως το κοινό δεν έβλεπε πλέον τον Πρόεδρο ως μια σχεδόν μυθική μορφή που δεν γινόταν να κάνει λάθος». Τα μυθικά πρόσωπα είχαν αλλάξει. Το σκάνδαλο του Watergate κατέστησε τους δημοσιογράφους «ήρωες» στα μάτια του κόσμου και ενέπνευσε πολλούς νέους να γίνουν οι επόμενοι Γούντγουορντ και Μπέρνσταϊν.
Από την πολιτική στην ποπ κουλτούρα
Η μετατροπή του Watergate από πολιτικό σκάνδαλο σε μύθο κορυφώθηκε με την ταινία του «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου», που έκανε πάνω από 70 εκατ. δολάρια εισπράξεις και απέσπασε τέσσερα βραβεία Όσκαρ. Κυρίως, όμως, παγίωσε το σκάνδαλο Watergate στο συλλογικό φαντασιακό ως την υπόθεση που ανέτρεψε τον Πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ο σεναριογράφος Ουίλιαμ Γκόλντμαν έκαναν περισσότερα από απλή προσαρμογή του ομότιτλου βιβλίου των Γούντγουορντ και Μπέρνσταϊν. Έχτισαν μέσα από το έργο τον μύθο του δημοσιογράφου-ήρωα, δείχνοντας πώς δύο επίμονοι ρεπόρτερ μπορούν να ρίξουν μια ολόκληρη κυβέρνηση, παραδίδοντας ένα διαχρονικό μάθημα για τη δύναμη του Τύπου έναντι της διεφθαρμένης δημοκρατίας (ακόμη κι αν δεν ακολούθησαν πάντα τα γεγονότα κατά γράμμα).
Έπειτα, σύμφωνα με αναλύσεις του έργου, η κινηματογράφηση του Άλαν Πακούλα ήταν καταλύτης. Η επιβλητική αρχιτεκτονική και οι εικόνες παρακολούθησης, η εμβληματική σκηνή στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και τους δημοσιογράφους «μυρμήγκια» υπό τη συνεχή επιτήρηση ενός Πανοπτικού, οι φωτισμένες με λάμπες φθορίου αίθουσες σύνταξης που συμβόλιζαν τη διαφάνεια και τα απειλητικά κυβερνητικά κτίρια που αντικατόπτριζαν τη γραφειοκρατική εξουσία έθεσαν ένα πρότυπο για τον πολιτικό κινηματογράφο.
Ωστόσο, κατ' άλλους, η ηρωική αφήγηση της ταινίας απλοποίησε την πραγματικότητα. Ο Γούντγουορντ και ο Μπέρνσταϊν δεν ανέτρεψαν μόνοι τους τον Νίξον· η δουλειά τους ώθησε σε περισσότερες έρευνες και κράτησε στην επιφάνεια το σκάνδαλο. Η απεικόνισή τους ως ηθικών κυνηγών της αλήθειας, γράφει ο Gerry Lanosga, Καθηγητής media στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, άφησε κατά μέρος τον ανταγωνισμό και τη συχνά αμφίβολη φύση της πραγματικής ερευνητικής δημοσιογραφίας, με τους όχι και τόσο αθώους, φιλόδοξους δημοσιογράφους που, εντούτοις, ήταν εκπρόσωποι της ευρύτερης απογοήτευσης της δεκαετίας του '70 απέναντι στην εξουσία.
Φαντάζομαι ο διάλογος θα ανοίξει εκ νέου στην 50ή επέτειο της ταινίας, οπότε θα υπάρξουν άρθρα, αφιερώματα και αναφορές. Και τότε θα (ξανα)δούμε πόσο έχει αλλάξει από τότε η δημοσιογραφία, όπως και η αντίληψη του κοινού γι' αυτήν.