Εικονογράφηση: Χριστίνα Αβδίκου

ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΕΥΚΟΛΟ ΝΑ «ΔΩΣΟΥΜΕ» ΤΟΝ ΑΛΛΟ;

«Ρουφιανιά» ή καθήκον απέναντι στην κοινωνία; «Ηρωισμός» ή εκδίκηση; Η τάση να καταγγέλλουμε τους άλλους δεν είναι καινούργια, ούτε απλή. Μπορεί να εκφράζει τόσο πίστη στους κανόνες, όσο και διάθεση για τιμωρία, κέρδος ή εκδίκηση. Γιατί το κάνουμε;

Καταγγέλλω, αναφέρω, ρουφιανεύω, μαρτυράω: πολλές λέξεις για την ίδια φαινομενικά πράξη. Θα σου έχουν περάσει από το μυαλό ή θα τις συνάντησες σε τίτλους και μεσότιτλους άρθρων για τις εφαρμογές MyCoast app και MyStreet app, παλαιότερα για τον αντικαπνιστικό νόμο, με άλλα λόγια για κάθε κυβερνητική πρωτοβουλία που επιχειρεί να «σώσει» τη χώρα από κάτι με τη συνδρομή των πολιτών – ή, καλύτερα, βάζοντας τους πολίτες σε ρόλο χωροφύλακα: Ποιος έβαλε παραπάνω τραπεζοκαθίσματα; Ποιος το παράκανε με τις ξαπλώστρες; Ποιοι το φούντωσαν μέσα στο μαγαζί και άρχισε να τρέχει το ρούμι από τα μάτια; Και πάει λέγοντας.

Πριν λίγο καιρό, η κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ ενθάρρυνε τους πολίτες να καλούν στη γραμμή καταγγελιών της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE), για να αναφέρουν άλλους πολίτες αν κάτι δεν τους καθόταν καλά, ακόμα και επί υποψίας ότι βρίσκονται παράνομα στη χώρα. Πρακτικές που παραπέμπουν στον Μακαρθισμό του ’50.

Προφανώς δεν μιλάμε για ίδια πράγματα, ούτε και βρίσκω απαραιτήτως κακό να μπορείς να καταγγείλεις κάπου αυτόν που επί ώρα αγνοεί τις υποδείξεις σου ότι με τη γαϊδουρινή, παράνομη συμπεριφορά του, κάνει τη ζωή σου και των άλλων μαρτύριο. Αλλά δεν είναι δουλειά δική μου ή δική σου να προλαβαίνεις τους αχρείους πριν παρκάρουν σε θέσεις για ΑΜΕΑ ή πριν κλείσουν με τραπέζια τους οδηγούς όδευσης τυφλών (είναι οι λωρίδες με διαφορετικό χρώμα και ανάγλυφα μοτίβα στα πεζοδρόμια).

Κι αφού ξεθύμανα, ας περάσω στο ζουμί: Παρεναίσεις και μέτρα όπως τα παραπάνω βασίζονται σε μια τάση βαθιά ριζωμένη στον ανθρώπινο ψυχισμό: να επισημαίνουμε τις παραβάσεις των άλλων. Το εξηγεί ο Patrick Bergemann, κοινωνιολόγος στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων Paul Merage του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Έρβιν, σε συνέντευξή του στο Knowable Magazine. Ο ίδιος επιλέγει τη λέξη «αναφέρω» ως ουδέτερη και πλέον κατάλληλη, καθώς εξηγεί ότι το «μαρτυρώ» υπονοεί πως κάνεις κάτι κακό, πως προδίδεις, ενώ το «καταγγέλλω» υπονοεί κάποια ηρωϊκή πράξη με κοινωνικό πρόσημο.

Γιατί λοιπόν τόσο συχνά «αναφέρουμε» τους συνανθρώπους μας; Τι είναι αυτό που μετατρέπει μια φαινομενικά παιδική συμπεριφορά είτε σε ισχυρό μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου είτε, όπως έχει δείξει η ιστορία, σε εργαλείο καταστολής;

Γιατί μας είναι εύκολο να «δώσουμε» τον άλλον;
Εικονογράφηση: Χριστίνα Αβδίκου

Το κάνουμε από την παιδική ηλικία

Η τάση να λέμε στους ενήλικες τι κάνουν «λάθος» οι άλλοι ξεκινά πολύ νωρίς (αρκεί να θυμηθείς το «θα πω ότι δεν έφαγες το φαγητό σου»). Έρευνες σε παιδιά προσχολικής ηλικίας έχουν δείξει ότι πάνω από το 90% όσων λένε στους μεγάλους αφορούν συμπεριφορές άλλων παιδιών που θεωρούν προβληματικές. Τα παιδιά 2 έως 4 ετών, όταν μιλούν στους γονείς ή στους δασκάλους τους, δεν αναφέρονται τόσο σε όμορφες στιγμές στην παιδική χαρά, αλλά τα απασχολεί περισσότερο ποιος δεν έπαιξε σωστά, ποιος έσπρωξε ποιον, ποιος πήρε κάτι που δεν έπρεπε.

Η ανάγκη να επισημάνουμε μια «παραβίαση» των κανόνων μάς συνοδεύει και στην ενήλικη ζωή, μόνο που τότε αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα. Ο Bergemann, που έχει μελετήσει την επίμαχη συμπεριφορά για πάνω από 15 χρόνια σε διαφορετικές χώρες και ιστορικές περιόδους, υπογραμμίζει ότι τέτοιες αποφάσεις είναι πολύ πιο περίπλοκες από μια απλή διάκριση ανάμεσα στο σωστό και το λάθος. «Είναι βαθιά κοινωνική απόφαση», λέει. «Ακόμη κι αν κάποιου του αξίζει να λογοδοτήσει, το να τον αναφέρεις στις Αρχές είναι κάτι πολύ βαρύ. Δεν γίνεται χωρίς κόστος».

ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΓΥΡΩ ΜΑΣ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΟΔΗΓΟΥΝ ΝΑ ΣΤΡΕΦΟΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ.

Πώς φτάνουμε στην αναφορά

Για να κατανοήσουμε πότε και γιατί επιλέγουμε να μιλήσουμε για τη συμπεριφορά κάποιου, πρέπει να δούμε τη διαδικασία σε δύο στάδια:

  • Το πρώτο είναι η ίδια η συνειδητοποίηση ότι κάτι έχει συμβεί και δεν είναι «σωστό».
  • Το δεύτερο είναι η απόφαση να το πούμε και σε ποιον.

Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμη και η πρώτη φάση επηρεάζεται έντονα από το κοινωνικό περιβάλλον. Αν, για παράδειγμα, ακουστεί ένα προσβλητικό ή σεξιστικό σχόλιο σε μια παρέα αλλά κανείς δεν αντιδράσει, είναι πολύ πιθανό ο άνθρωπος που ενοχλήθηκε να αρχίσει να αμφιβάλλει για το πώς ερμήνευσε την κατάσταση.

Πρόκειται για το «φαινόμενο» ή την «επίδραση των παρευρισκομένων» (bystander effect): σε κοινωνικές περιστάσεις, παρατηρούμε συνεχώς τη στάση των άλλων για να επιβεβαιώσουμε τις δικές μας εντυπώσεις. «Αν όλοι φέρονται σαν να μην έγινε τίποτα, είναι εύκολο να σκεφτείς “ίσως υπερβάλλω”», λέει ο Bergemann.

ΑΚΟΜΗ ΚΙ ΑΝ ΚΑΠΟΙΟΥ ΤΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΛΟΓΟΔΟΤΗΣΕΙ, ΤΟ ΝΑ ΤΟΝ ΑΝΑΦΕΡΕΙΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΛΥ ΒΑΡΥ. ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΚΟΣΤΟΣ.

Πιο εύκολα αν υπάρχει αντάλλαγμα

Η απόφαση να αναφέρεις κάποιον εξαρτάται από πολλούς παράγοντες:

  • πόσο κοντά είσαι με το άτομο,
  • αν πιστεύεις ότι θα ακολουθήσει ανταμοιβή ή τιμωρία,
  • πώς θα το κρίνει ο κοινωνικός σου κύκλος.

Είτε πρόκειται για τη Ρωσία του 17ου αιώνα ή τη Ναζιστική Γερμανία, λέει ο Bergemann, είτε για μια σύγχρονη δημόσια υπηρεσία,  είναι οι ίδιες παράμετροι που επηρεάζουν τις αποφάσεις των ανθρώπων. Όταν μάλιστα έχουν κάτι να κερδίσουν, γίνονται ακόμα πιο «στρατηγικοί». Οι ιεροεξεταστές στην Ισπανία προσέφεραν αρχικά προστασία σε όσους τους έδιναν πληροφορίες. Όταν τους κόπηκε το προνόμιο, οι καταγγελίες μειώθηκαν ραγδαία. Το ίδιο συνέβη και στη Ρωσία των Ρομανώφ, λέει ο κοινωνιολόγος, όπου φυλακισμένοι που πίστευαν πως θα ελευθερωθούν αν καταδώσουν, επέλεγαν να κατονομάσουν όσους πίστευαν πως θα «ενδιέφεραν» τις αρχές.

Ωστόσο, οι άνθρωποι καταφεύγουν σε τέτοιες συμπεριφορές με ή χωρίς αντάλλαγμα, για να πλήξουν αντιπάλους, να ξεκαθαρίσουν προσωπικές διαφορές ή να πάρουν εκδίκηση.

Ο ρόλος της ομάδας

Έρευνες σε εργασιακά περιβάλλοντα δείχνουν ότι η δυναμική της ομάδας διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Όταν μια ομάδα είναι «δεμένη», είναι πολύ λιγότερες οι πιθανότητες να μιλήσει κάποιος για κάτι που έκανε συνάδελφος. Οι δεσμοί, η αλληλεγγύη και η αίσθηση προστασίας υπερισχύουν. Αν όμως κάποιος «ξένος» διαπράξει το ίδιο παράπτωμα, τα μέλη της ίδιας ομάδας είναι πιο πρόθυμα να τον αναφέρουν. «Μάλλον επειδή ξέρεις ότι οι δικοί σου θα σε στηρίξουν, δεν φοβάσαι τα αντίποινα», εξηγεί ο Bergemann.

Κίνδυνοι από τη διαστρεβλωμένη αλήθεια

Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο, το πιο ανησυχητικό είναι οι πλαστές καταγγελίες, όπως συμβαίνει με τις Αρχές που τιμωρούν τους «κατηγορούμενους» χωρίς να έχει προηγηθεί έρευνα. Ο Bergemann σημειώνει: «Οι ευκαιρίες για ψευδείς κατηγορίες πολλαπλασιάζονται μόλις η διαδικασία απόδειξης ενοχής ή αθωότητας αποδυναμωθεί». Ιστορικά παραδείγματα, όπως η Ιερά Εξέταση ή το καθεστώς των Ναζί, δείχνουν πώς τέτοια συστήματα γίνονται δεξαμενή για μικροκατηγορίες, ψέματα και προσωπικές βεντέτες.

Ο ίδιος ο Χίτλερ είχε παραπονεθεί ότι ζούσε «σε μια θάλασσα καταγγελιών και ανθρώπινης μικροψυχίας». Κι όμως, αυτά τα καθεστώτα συνέχισαν να σιγοντάρουν τέτοιες πρακτικές, γιατί εξυπηρετούσαν σκοπούς: ενεργοποιούσαν τους πολίτες, συγκέντρωναν πληροφορίες πέρα από τις δυνατότητες της επίσημης αστυνομίας και, κυρίως, καλλιεργούσαν τον φόβο.

«Όταν αρχίζεις να φοβάσαι ότι κάποιος θα σε "δώσει" και δεν ξέρεις ποιος, παύεις να εμπιστεύεσαι ακόμη και τους γείτονές σου», λέει ο Bergemann. Έρευνες στην Ανατολική Γερμανία λίγο πριν την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος έδειξαν ότι οι άνθρωποι είχαν ελάχιστους ανθρώπους εμπιστοσύνης, ως επί το πλείστον συγγενείς, ενώ απέφευγαν περαιτέρω συναναστροφές. Στη Δυτική Γερμανία, αντιθέτως, οι κοινωνικοί κύκλοι ήταν πιο διευρυμένοι και ανοιχτοί.

Ένα διαχρονικό «κακό»

Σήμερα, από τους νόμους στο Τέξας που προσφέρουν χρηματική αμοιβή για αναφορές επικείμενων αμβλώσεων μέχρι εντολές σε ομοσπονδιακούς υπαλλήλους να "εκθέτουν" συναδέλφους που προωθούν πολιτικές για τη διαφορετικότητα, η λογική παραμένει η ίδια: Αν δεις κάτι, πες κάτι. Στην πανδημία του κορονοϊού, χιλιάδες Νεοϋορκέζοι ανέφεραν γείτονες για παραβιάσεις μέτρων όπως η χρήση μάσκας.

Αν κάτι ανησυχεί τον Bergemann, δεν είναι μόνο η πράξη καθαυτή αλλά το πώς αυτή η κουλτούρα κανονικοποιείται. «Όσο περισσότερο εργαλειοποιούνται τέτοιες συμπεριφορές, τόσο περισσότερο πιστεύουμε ότι καταστάσεις όπως οι προαναφερθείσες πρέπει να λύνονται από τις Αρχές και όχι μέσα από τη συνεννόηση μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων ή ακόμα και την αδιαφορία», τονίζει.

Για να καταλάβουμε τον κόσμο γύρω μας, καταλήγει, πρέπει να καταλάβουμε και τους μηχανισμούς που μας οδηγούν να στρεφόμαστε ο ένας στον άλλον. Γιατί αυτό το τόσο ανθρώπινο ένστικτο μπορεί να υπηρετήσει τη δικαιοσύνη ή να γίνει μοχλός καταπίεσης.

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.