iStock

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗ ΓΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Το τελευταίο βιβλίο της σειράς της Λούσι Χόκινγκ «Ο Τζορτζ και το Ταξίδι στον Χρόνο» μάς ταξιδεύει σε μια δυστοπική Γη, μετά την κλιματική καταστροφή. Η μεταφράστριά του Εβίτα Λύκου μιλά για το μέλλον, την επιστήμη, την παιδεία και τη συλλογική ευθύνη των νέων γενιών.

Έτος 2081, πλανήτης Γη: ένα αγόρι επιστρέφει από το διάστημα και βρίσκει τον κόσμο του αλλαγμένο. Μπροστά στα μάτια του εκτείνεται ένα αχανές ρημαδιό, για το οποίο χρειάστηκαν δυόμισι μόλις λεπτά· τόσο διήρκησε ο πόλεμος με αφορμή την κλιματική κρίση, κατά τον οποίο «εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν, σπίτια καταστράφηκαν, ολόκληροι βιότοποι αφανίστηκαν. Ο πολιτισμός πήγε χιλιάδες χρόνια πίσω. Τα όπλα σκόρπισαν την καταστροφή στον πλανήτη. Τοξικά αέρια ξεχύθηκαν στην ατμόσφαιρα. Οι ωκεανοί έβρασαν, τα δάση κάηκαν και οι πάγοι έλιωσαν. Μεγάλο μέρος της υφηλίου είναι πλέον μη κατοικήσιμο». 

Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο Ο Τζορτζ και το Ταξίδι στον Χρόνο, το τελευταίο μέρος της επιτυχημένης σειράς από τη Λούσι Χόκινγκ και τον πατέρα της, εμβληματικό επιστήμονα Στίβεν Χόκινγκ, που έφεραν ολοκληρωμένη στην Ελλάδα οι εκδόσεις Anubis. Με αφορμή την κυκλοφορία του στην Ελλάδα πριν κάποιους μήνες, συζήτησα με τη μεταφράστρια του έργου, Εβίτα Λύκου, για όσα δυστοπικά παρουσιάζονται στις σελίδες του και πόσο απέχουν από την επικείμενη πραγματικότητα, για τη θέση του βιβλίου στη ζωή των σημερινών παιδιών και εφήβων, καθώς και για τα εφόδια που χρειάζονται οι νέες γενιές για να χτίσουν ένα καλύτερο αύριο. 

Διαβάζοντας αστροφυσική στην εποχή της εικόνας

«Η Λούσι Χόκινγκ μαζί με τον πατέρα της, Στίβεν, ξεκίνησαν τη σειρά με στόχο να φέρουν την επιστήμη της αστροφυσικής στον κόσμο των παιδιών. Βασικό όχημα αποτελεί ένας υπερ-υπολογιστής ικανός για τεχνολογικά θαύματα, όπως το να επιτρέπει στους ήρωες να ταξιδέψουν στο διάστημα. Ταυτόχρονα, στα βιβλία συμμετέχουν με άρθρα τους επιστήμονες που δίνουν απλές εξηγήσεις για μεγάλες έννοιες τις οποίες τα παιδιά θα συναντήσουν στο σχολείο ή αργότερα στο πανεπιστήμιο, εφόσον ακολουθήσουν μια τέτοια κατεύθυνση», λέει η Εβίτα, προσθέτοντας ότι το τελευταίο βιβλίο, που έγραψε μόνη της η Λούσι μετά τον θάνατο του πατέρα της, ξεφεύγει από τη λογική των προηγούμενων, «μοιάζει, ίσως, με μια προσωπική της απελευθέρωση». 

Μέχρι το τέταρτο βιβλίο, μας εξηγεί, η ιστορία εξελίσσεται με τον κλασικό τρόπο: έρχεται ο «κακός» και οι ήρωες τον νικούν. «Στο πέμπτο βιβλίο, ο ήρωας εκτοξεύεται στο διάστημα και το “μετά” μένει μετέωρο. Στο τελευταίο βιβλίο, που βλέπουμε ότι επιστρέφει στη Γη, η πραγματικότητα που περιγράφεται φτάνει σε μια λύση στο τέλος, όχι όμως με την έννοια του κλασικού “happy end”· είναι η επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος της πλοκής και μετά μένουμε με την ελπίδα για κάτι καλύτερο, χωρίς να υπαγορεύεται ξεκάθαρα αυτό το “καλύτερο”». 

Η μεταφράστρια Εβίτα Λύκου Χριστίνα Καλλιγιάννη
Η μεταφράστρια Εβίτα Λύκου

Όσο η Εβίτα μιλά για την τελευταία περιπέτεια του Τζορτζ και τη διαστολή του χρόνου –πώς, δηλαδή, ο ήρωας απογειώθηκε από ένα κατάφυτο αγγλικό χωριό και επέστρεψε, 60 χρόνια αργότερα, σε μια έρημο γεμάτη ρομπότ, παρότι βρισκόταν στο διάστημα για μερικούς μόλις μήνες– σκέφτομαι ότι το ταξίδι του δεν είναι ολότελα φανταστικό. Το πρώτο βιβλίο της σειράς, Ο Τζορτζ και το Μυστικό Κλειδί για το Σύμπαν, βρίσκεται ήδη από το 2008 μέσα στο “Immortality Drive”, τη χρονοκάψουλα που φιλοξενείται στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, μεταφέροντας γενετικό υλικό και μηνύματα από τη Γη για τις επόμενες γενιές, σε περίπτωση καταστροφής του πλανήτη.

Παράλληλα, χαζεύω την εξαιρετική εικονογράφηση του Γκάρι Πάρσονς και θυμάμαι ότι η ίδια η μεταφράστρια, στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής στο πεδίο της Αγγλικής Λογοτεχνίας και Συναφών Σπουδών, είχε μελετήσει τη σύνδεση της ψυχανάλυσης με την οπτική γλώσσα των graphic novels. Με αφορμή αυτό, τη ρωτώ για τον ρόλο της εικόνας στο παιδικό βιβλίο. Μου απαντά: 

«Κάθε μέσο έχει τους δικούς του κώδικες και ενεργοποιεί διαφορετικά κέντρα στον εγκέφαλο του αναγνώστη ή του θεατή. Στα παιδικά εικονογραφημένα βιβλία, η εικόνα είναι συνδεδεμένη με την ιστορία, αλλά όχι όπως γίνεται στα κόμικ. Το παιδί, που βρίσκεται στο στάδιο της προανάγνωσης, βιώνει την αφήγηση ακουστικά μέσω του ανθρώπου που του διαβάζει το βιβλίο, και η εικόνα δημιουργεί το σκηνικό στο οποίο τοποθετεί την ιστορία. Στα παιδιά προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας, ωστόσο, ο τρόπος ανάγνωσης έχει αλλάξει και η εικόνα δεν επιτελεί την ίδια λειτουργία. 

»Στην εποχή μου δε θυμάμαι να υπήρχε έντονη εικονογράφηση για βιβλία που απευθύνονταν σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας. Ίσως τα παιδιά εκείνης της εποχής μπορούσαν να πλάσουν ευκολότερα ένα σύμπαν στο μυαλό τους. Όχι ότι σήμερα δεν είναι ικανά –πρόκειται για αυτόματη λειτουργία του ανθρώπου–, αλλά είναι τόσο μαθημένα στην εικόνα που ενδεχομένως αυτή να είναι απαραίτητη ακόμα και σαν “δόλωμα” όταν πας στο βιβλιοπωλείο».

ΑΝ Ο ΓΟΝΙΟΣ ΔΕΝ ΕΜΦΥΣΗΣΕΙ ΑΠΟ ΝΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ, ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΔΥΣΚΟΛΑ ΘΑ ΠΙΑΣΕΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΝΟ ΤΟΥ ΑΡΓΟΤΕΡΑ.

Ο Τρέλις Νταμπ και η ελεγχόμενη παιδική συνείδηση

Στο τελευταίο βιβλίο της σειράς περιγράφεται η Μεγάλη Αναταραχή, μια πολεμική σύρραξη που προέκυψε από την κλιματική αλλαγή. «Ο κόσμος χωρίστηκε σε δύο μέρη, το καθένα με τον δικό του αυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης. [Στο ένα από αυτά, την Εδέμ, κυβερνήτης είναι ο Τρέλις Νταμπ, μια σαφής αναφορά στον Ντόναλντ Τραμπ.] Παράλληλα, υπήρχε μια νήσος όπου ζούσαν κάποιοι πεφωτισμένοι άνθρωποι, όπως επιστήμονες, που είχαν κηρυχθεί παράνομοι. Όποιος γνώριζε και μπορούσε να μιλήσει για την αντικειμενική πραγματικότητα, όπως ότι είμαστε στη Γη, που έχει έναν δορυφόρο, το φεγγάρι, ήταν εξοβελιστέος από το σύστημα». 

Οι φυσικοί πόροι έχουν κατασπαταληθεί και οι πάγοι έχουν λιώσει, οι πολίτες εντούτοις μαθαίνουν ότι όσα έγιναν ήταν για το συμφέρον τους –τους επιβάλλεται να το πιστεύουν. «Το πιο τρομακτικό είναι μια τεχνολογική δικτατορία, βασισμένη όχι σε κάποια επαναστατική καινοτομία αλλά στα μέσα που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, “τραβηγμένα” στα άκρα 50 χρόνια μετά» αναφέρει η Εβίτα. «Ο πληθυσμός ελέγχεται, περιορίζεται, καθορίζεται, και η ζωή του πλαισιώνεται από κάτι αφύσικο, μη ανθρώπινο. Η ελεύθερη βούληση εξαφανίζεται. Όλοι παρακολουθούνται πάντα και παντού – κάτι που σχεδόν βλέπουμε να έρχεται», προσθέτει διευκρινίζοντας ότι «το πρόβλημα δεν το δημιουργεί η προηγμένη τεχνολογία, αλλά οι προθέσεις των ανθρώπων». 

Στη Γη που επιστρέφει ο Τζορτζ, τα παιδιά υφίστανται πλύση εγκεφάλου και κάποια εκλεκτά, «ο ανθός της Εδέμ», προορίζονται για επόμενοι ηγέτες. «Στην πραγματικότητα, ο κυβερνήτης δεν έχει σκοπό να αφήσει κανένα παιδί να πάρει τη θέση του. Τα παιδιά προγραμματίζονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του συστήματος που, όταν ανακαλύπτει ότι θα μπορούσαν να γίνουν πνευματικοί άνθρωποι, προσπαθεί να τα ζαλίσει για να μη βρεθούν ποτέ απέναντί του. Τα περιορίζει σε μια πλασματική πραγματικότητα και φροντίζει να μην έρθουν σε επαφή με εργαλεία που ανοίγουν το μυαλό, που σε κάνουν να αμφισβητήσεις το κατεστημένο και να αναζητήσεις την επιστήμη – γιατί η επιστήμη είναι μια αναζήτηση της αλήθειας», λέει η μεταφράστρια του βιβλίου. 

Στο κέντρο ο Στίβεν και η Λούσι Χόγκιν (Βραβεία BAFTA 2015) Jonathan Short/Invision/AP Photos

«Η συλλογική ταυτότητα το στοίχημά μας για τη νέα γενιά»

Από τη μία, έχουμε το υπαρκτό πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής· από την άλλη, το σενάριο ενός διόλου απίθανου πολέμου – «τον βλέπουμε να έρχεται και στην πραγματικότητα», σχολιάζει η Εβίτα για τη Μεγάλη Αναταραχή. Ωστόσο, το βιβλίο δεν παρουσιάζει απλώς την τρέχουσα και μια μάλλον επερχόμενη κατάσταση με τρόπο εύληπτο και γοητευτικό για το παιδί· θέλει να του δείξει ότι είναι μέρος της λύσης. Εν προκειμένω, υπάρχουν δύο μεγάλες προκλήσεις. 

Η πρώτη, είναι να έρθει το παιδί κοντά στην ανάγνωση. «Δεν είναι εύκολο να διαβάσουν τα παιδιά σήμερα. Πολλά δεν γνωρίζουν το βιβλίο, το κέρδος του, την ηρεμία του, που σου επιτρέπει να κλείσεις λίγο τα μάτια να σκεφτείς. Αυτό δεν προλαβαίνεις να το κάνεις όταν βλέπεις τηλεόραση, πόσο μάλλον όταν παίζεις παιχνίδια στο κινητό και δη διαδραστικά – η σκέψη έχει τελειώσει, έχεις μόνο αντανακλαστικά» παρατηρεί η Εβίτα και συνεχίζει: 

«Χρειάζεται συνειδητή προσπάθεια από τον γονιό ώστε να εμφυσήσει στο παιδί την αγάπη για το διάβασμα από την προαναγνωστική ηλικία, διαφορετικά θα είναι πολύ δύσκολο να πιάσει το βιβλίο μόνο του αργότερα. Μέχρι το στάδιο της ανάγνωσης, θα έχει ανακαλύψει τόσους άλλους τρόπους για να περνά την ώρα του, ευκολότερους και –εκ πρώτης όψεως– πιο ενδιαφέροντες, συνεπώς γιατί να μπει στον κόπο αφού έχει λυμένο το πρόβλημα της διασκέδασής του; Εγώ, στη δεκαετία του 1980, που δεν το είχα λυμένο, έπρεπε να βρω πώς θα ψυχαγωγηθώ – και έβρισκα τον τρόπο μέσα από τα βιβλία». 

Η δεύτερη, είναι να κάνει το παιδί κοινωνό της λύσης, όχι υπαίτιο του προβλήματος. «Υπάρχει ο κίνδυνος εδώ να παραφορτώσουμε τα παιδιά με μία ευθύνη και να πέσει ένα βάρος πολύ δυσανάλογο στους ώμους τους. Πρέπει να αποκομίσουν μια συνείδηση ότι “είμαστε μέρος της λύσης”, όχι “εγώ ευθύνομαι να λύσω το πρόβλημα”. Αυτό είναι βαρύ και θρησκευτικό, αν θέλεις, και παλιομοδίτικο. Δεν ευθύνεται κανείς μας και από μόνος του κανείς δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα», υπογραμμίζει. 

ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΕΙΣΟΥΜΕ ΤΗ ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΟΤΙ Η ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΕΧΕΙ ΔΥΝΑΜΗ.

Τα παραπάνω μας γυρίζουν στη δεκαετία του 1980, στις συνθήκες που διαμόρφωσαν την οικολογική συνείδηση της ανήλικης Εβίτας. Τις μεγάλες λειψυδρίες και «τα εφιαλτικά καλοκαίρια στην Αθήνα, πριν τα έργα στον Μαραθώνα, με μια μαμά να επισημαίνει ότι το νερό είναι πολύτιμο, κλείνουμε τη βρύση, μαζεύουμε όσο μπορούμε», και ένα παιδικό βιβλίο για το πώς μπορούμε να σώσουμε τον κόσμο από προβλήματα όπως το φαινόμενο του θερμοκηπίου, που της είχε δώσει την αίσθηση «εγώ θα σώσω τον κόσμο». Σήμερα, πιστεύει ότι η ιδέα που προωθούσε το βιβλίο ήταν μάλλον λάθος. 

«Το να πεις “εσύ πρέπει να ανακυκλώσεις για να σώσεις τον κόσμο” είναι αστείο, δεν υπάρχει περίπτωση να το καταφέρεις. Δεν λέω ότι δεν πρέπει να κάνεις ανακύκλωση, αλλά ότι εσύ και εγώ μόνοι δε θα τον σώσουμε. Αυτό που πρέπει να κάνει ένα τέτοιο βιβλίο –και θεωρώ ότι το κάνει το έργο της Λούσι– είναι να δημιουργήσει μια συλλογική, μια κοινωνική ταυτότητα, κάτι πολύ δύσκολο στις μέρες μας γιατί εξατομικεύονται τα πάντα. Δεν υπάρχει συλλογικότητα, δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχει ένα Εγώ περίλαμπρο. Και νομίζω ότι εκεί θα έπρεπε να προσανατολίζεται και η εκπαίδευση. 

»Αυτό είναι το μεγαλύτερο στοίχημα που έχουμε να κερδίσουμε αυτήν τη στιγμή για τη νέα γενιά: να της εμφυσήσουμε την ιδέα ότι όλοι μαζί μπορούμε, ο καθένας μέσα από τις δυνατότητές του να σώσουμε τον κόσμο, που κυριολεκτικά πάει για φούντο. Βέβαια, και σε άλλες εποχές το έβλεπαν και δεν έγινε, αλλά πλέον η κλιματική αλλαγή μάς οδηγεί εκεί. Όσο και αν υπάρχουν μέτωπα που το αμφισβητούν, είναι πολύ τεκμηριωμένο ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα και έχει προκαλέσει το πρόβλημα και είναι η μόνη που μπορεί να το περιορίσει. 

»Σε μεγάλο πολιτικό επίπεδο δεν γίνεται τίποτα. Γι’ αυτό χρειάζεται μια συλλογικότητα, που θα αποκτήσει δύναμη ώστε να ασκήσει πίεση σε αυτούς που παίρνουν αποφάσεις για αυτού του είδους τα ζητήματα». 

«Τα παιδιά είναι το μέλλον»

Η συζήτηση πηγαίνει από το ειδικό στο γενικό και από την οικολογία στο ευρύτερο μέλλον των παιδιών. Η Εβίτα μιλά και με την ιδιότητα της μητέρας: «Τα παιδιά αυτή τη στιγμή τα βλέπεις τεσσάρων και πέντε χρονών και λες “αυτά είναι μωρά”. Όχι, δεν είναι μωρά. Είναι οι ενήλικες του μέλλοντος και διαπλάθονται ήδη. Στα τέσσερα, όμως, τα παίρνει στα χέρια του το κράτος και αναλαμβάνει την ευθύνη του να πλάσει αυτό το μέλλον, το δικό μας επίσης, αυτούς οι οποίοι θα είναι ενεργοί όταν θα πάψουμε να είμαστε εμείς. Κι αυτό μοιάζει σήμερα, όσο και διαχρονικά, να μην βρίσκεται καθόλου στη σκέψη και στη φιλοσοφία του Υπουργείου Παιδείας. Δεν υπάρχει μέριμνα για τους πολίτες του μέλλοντος.

»Υπάρχει μία εκτελεστική, πρακτική διαχείριση του προβλήματος. Δηλαδή, λες και η πολιτεία θεωρεί ότι αρκεί να έχουμε κάποια κτίρια να βάλουμε μέσα τα παιδιά και ας κάνουν ό,τι θέλουν. Υπάρχουν, σαφέστατα, εξαιρετικοί παιδαγωγοί οι οποίοι κάνουν πραγματικά ό,τι μπορούν, όμως βρίσκονται μέσα στον ωκεανό σχεδόν χωρίς σανίδα σωτηρίας. Δεν μπορείς να έχεις 25 τετράχρονα και πεντάχρονα με έναν άνθρωπο. Είναι εφιάλτης. Δεν μπορεί να μην έχεις εγκαταστάσεις στις οποίες τα παιδιά θα είναι ασφαλή για να δημιουργήσουν. Δεν μπορεί να θεωρείς ότι επειδή είναι νήπια, το μόνο που χρειάζεται είναι κάποιος να τα κρατήσει μέχρι το μεσημέρι ή το απόγευμα, αν δουλεύουν οι γονείς τους. Δεν είναι αυτό. Πλάθεις το μέλλον, ούτε καν τους πολίτες του μέλλοντος. Το μέλλον!».

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.