«ΦΙΛΕΜΑ»: H ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Μέσα από αληθινές μαρτυρίες, το «Φίλεμα» ζωντανεύει στο Θέατρο Άβατον μια ιστορία φιλοξενίας, συγχώρεσης και συλλογικής μνήμης, που συγκινεί.
«Εδώ υπήρχε η Κάνδανος. Κατεστράφη προς εξιλασμόν της δολοφονίας 25 Γερμανών στρατιωτικών». Η συλλογική μνήμη έχει βαθιές ρίζες. Μπορεί να μην βίωσα τη γερμανική κατοχή και τον πόλεμο, αλλά η πρόσφατη επίσκεψή μου στην Κάντανο ξύπνησε στο μυαλό περιγραφές της προγιαγιάς που με μεγάλωσε, κομμάτια της ιστορίας που ξεχάσαμε και μεγάλο θυμό.
Η Κάντανος είναι ένα από τα χωριά της Κρήτης που καταστράφηκαν συθέμελα από τους Γερμανούς εισβολείς. Στο Μνημείο που βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του χωριού θα βρεις αντίγραφα των επιγραφών που τοποθέτησαν οι Γερμανοί κατακτητές μετά την καταστροφή. Δύο προτάσεις έρχονται να σου υπενθυμίσουν πού μπορεί να φτάσει η βαναυσότητα των ανθρώπων, αλλά και την αναγκαιότητα να διατηρηθεί ζωντανή η ιστορική μνήμη.
Το ξύπνημα της συλλογικής αυτής μνήμης ήταν η αφορμή για να παρακολουθήσω την παράσταση «Φίλεμα», το βραβευμένο έργο του Μάνου Κουνουγάκη, σε σκηνοθεσία της Λίνας Αλτιπαρμάκη. Το κείμενο έχει ως αφετηρία προφορικές μαρτυρίες για τη ναζιστική κατοχή στην Κρήτη, συγκεκριμένα για την εκτέλεση 25 αμάχων στο χωριό Γέργερη Ηρακλείου και το γεύμα που παρέθεσε ένας καφετζής-παντοπώλης στους ναζί την παραμονή της εκτέλεσης.
Μάνος Κουνουγάκης: Όταν η προσωπική μνήμη γίνεται τέχνη
– Το έργο ξεκινά από μια προσωπική μνήμη: την αφήγηση του παππού σου για την Κατοχή. Πώς είναι να μετατρέπεις οικογενειακές πληγές σε τέχνη;
Για μένα ήταν σημαντικό να διατηρηθεί η ατομική και η συλλογική μνήμη. Η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει σαν μέσο που θα πολλαπλασιάσει την επιδραστικότητα μιας αφήγησης, καθώς συνήθως δίνει τη δυνατότητα σε μια ομάδα ανθρώπων να γίνουν κοινωνοί της ιστορίας, να συγκινηθούν και να στοχαστούν πάνω σε αυτή. Ταυτόχρονα, μέσα από την τέχνη μπορείς να μιλήσεις ευκολότερα για ιστορίες και γεγονότα με τόσο βαρύ φορτίο. Γεγονότα που αφορούν ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους, αλλά και ανθρώπους που πενθούν και παλεύουν με την πληγή και το τραύμα. Είναι δύσκολη απόφαση και μεγάλη ευθύνη να γράψεις για τέτοιες πληγές. Συνάμα, όμως, είναι και λυτρωτική.
– Στην παράσταση, η φιλοξενία αντιπαρατίθεται στο απόλυτο κακό. Πιστεύεις πως σήμερα, σε μια κοινωνία που συχνά φοβάται τον «άλλο», η φιλοξενία παραμένει επαναστατική πράξη;
Ζούμε, πράγματι, σε μια κοινωνία όπου τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο υπάρχει ο φόβος του «άλλου». Από παιδιά, μαθαίνουμε να φοβόμαστε ή να υποτιμούμε το διαφορετικό και κατά συνέπεια μαθαίνουμε να το μισούμε. Υπό αυτό το πρίσμα η φιλοξενία, ναι, μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια μορφή επαναστατικής πράξης, μια προσπάθεια αλλαγής των βαθιά ριζωμένων αντιλήψεων. Είναι παράλληλα μια πράξη υπέρβασης από εκείνον που αποφασίζει να είναι φιλόξενος, δηλαδή να γίνει φίλος του «ξένου», αυτού που θεωρείται κατώτερος και μισητός λόγω της διαφορετικότητάς του. Είναι, λοιπόν, μια πράξη που στον πυρήνα της έχει την κατάργηση κάθε είδος διαχωρισμού.
– Μίσος, εκδίκηση, συγχώρεση. Ποιο από τα θέματα αυτά ήταν το πιο δύσκολο να αγγίξεις ως συγγραφέας;
Η συγχώρεση. Είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης να μισούμε αυτόν που μας κάνει κακό. Το να αδρανοποιήσουμε αυτό το μίσος, πόσο μάλλον το να συγχωρέσουμε, είναι μια υπέρβαση. Θυμάμαι τον παππού μου, έναν άνθρωπο γεμάτο καλοσύνη, να μην μπορεί να αποβάλει τα αρνητικά συναισθήματα για εκείνους που ευθύνονταν για την εκτέλεση του αδερφού του, όπως ο μεγάλος δωσίλογος της Κρήτης, ο Νικόλαος Μαγιάσης.
Ωστόσο, θέλησα συγγραφικά να εξερευνήσω αν η συγχώρεση θα μπορούσε να είναι εφικτή σε ένα τέτοιο πλαίσιο, επηρεασμένος και από την ιστορία της Εύα Μόζες, ενός από τα δίδυμα στα οποία έκανε πειράματα ο Γιόζεφ Μένγκελε. Η Μόζες, λοιπόν, λίγο πριν πεθάνει δήλωσε πως πρέπει κανείς να αφήνει ό,τι κακό έχει περάσει στο παρελθόν και συγχώρεσε τους βασανιστές της και τον Μένγκελε. Η ιστορία της με συγκλόνισε, με προβλημάτισε και θέλησα να εξερευνήσω αυτήν την οπτική μέσα από το «Φίλεμα».
«Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΡΑΞΗ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ "ΞΕΝΟΥ", ΑΥΤΟΥ ΠΟΥ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΚΑΤΩΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΜΙΣΗΤΟΣ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ».
Λίνα Αλτιπαρμάκη: Η ανθρώπινη εσωτερική σύγκρουση
– Το έργο αγγίζει σκοτεινές πτυχές της ιστορίας και της ανθρώπινης φύσης. Τι έχει να προσφέρει στον σημερινό θεατή;
Το έργο μάς υπενθυμίζει μέσα από την άχρονη και δυστοπική του φύση πως οι κτηνώδεις πτυχές της ανθρωπότητας δεν ανήκουν μόνο στην ιστορία. Το «Φίλεμα» γεννήθηκε από μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν τη φρίκη της ναζιστικής κατοχής στην Κρήτη, κι όμως η ιστορία που αφηγείται στον σημερινό θεατή δεν έχει τόπο και ημερομηνία. Ο εχθρός δεν έχει συγκεκριμένη καταγωγή. Οι κατακτητές θεωρούν πως μόνο εκείνοι είναι κανονικοί άνθρωποι ή «πιο άνθρωποι» από τους «άλλους». Το στοιχείο που φέρνει το «Φίλεμα» κοντά στους θεατές, πέρα από την ιστορική του αξία, είναι αυτό ακριβώς: η προτροπή να μην υποκύψουμε σε αυτό που ο Διοικητής του έργου ονομάζει «συλλογική αμνησία», η ανάδειξη της ανάγκης να αντιληφθούμε πως και η σημερινή εποχή υποφέρει από τα σκοτεινότερα σημεία της ιστορίας, η οποία επαναλαμβάνεται, όσο κι αν οι θύτες και τα θύματα εναλλάσσονται.
– Ο Γιόζεφ, η Άννα, οι κατακτητές, ο δωσίλογος. Ποιον χαρακτήρα ένιωσες πιο κοντά σου και ποιον πιο «ξένο»;
Σαν πρώτη εντύπωση, θεωρώ πως οι δύο γυναίκες, η Άννα και η λοχαγός Μάουερ, αντιμετωπίζουν την πιο ρεαλιστικά ανθρώπινη εσωτερική σύγκρουση: Το καθήκον απέναντι στο ήθος, την αβεβαιότητα για το τι είναι σωστό και τι λάθος. Ωστόσο, μπαίνοντας πιο βαθιά στον κόσμο του έργου, ο καθένας μπορεί να βρει γνώριμα και «ξένα» στοιχεία σε όλους τους χαρακτήρες. Το «Φίλεμα» δεν με άφησε να αγαπήσω, να μισήσω ή να συγχωρήσω απόλυτα κανέναν από τους χαρακτήρες. Το ίδιο το κείμενο μάς παρότρυνε να τους ξεγυμνώσουμε επί σκηνής, να προβάλλουμε τα διλήμματα, τις σκέψεις, τα τραύματά τους, και να αφήσουμε τον θεατή να βιώσει το συναίσθημα που το έργο του προκάλεσε.
Από την πλευρά των ερμηνευτών
– Το έργο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και σε μια βαθιά τραυματική ιστορία. Πόσο εύκολο ήταν να μπείτε στον κόσμο των ηρώων;
Ευγενία Μαραγκού: Ο ρόλος μου ως λοχαγού Μάουερ ήταν εξαρχής μια πρόκληση, καθώς τον θεωρούσα κόντρα ρόλο. Μου ήταν δύσκολο να μπω στην ψυχολογία μιας συνυπεύθυνου εγκλημάτων πολέμου. Στις πρόβες, ωστόσο, είχα στο νου μου το βιβλίο της Χάννα Άρεντ «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ», που υποστηρίζει ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος υπό συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να μετατραπεί σε ένα γρανάζι εγκληματικής μηχανής. Οπότε, αντί να ανιχνεύσω το «τέρας» μέσα στον ρόλο-άνθρωπο, αποφάσισα να αναζητήσω τον άνθρωπο μέσα στο «τέρας». Αυτή η διαδικασία ήταν λυτρωτική και με βοήθησε να προσεγγίσω τον κόσμο του ρόλου μου χωρίς να τον φοβάμαι.
Βέβαια, όσο κι αν υπάρχει μια μετατόπιση στον τέλος του έργου, ο χαρακτήρας μου δεν παύει να είναι ένας αισχρός θύτης. Πώς να δικαιολογήσεις έναν άνθρωπο με ψυχολογία και πρακτική ναζιστικού τύπου; Εκ των πραγμάτων στέκεσαι απέναντί του καταδικαστικά. Όμως, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να έχει σχέση με τη διαδικασία χτισίματος ενός ρόλου. Η μαγεία της δουλειάς μας είναι να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε το αποτρόπαιο, οφείλουμε να το αγκαλιάσουμε, να το αποδεχτούμε, να το αιτιολογήσουμε, προκειμένου να το υποστηρίξουμε πάνω στη σκηνή.
Γιάννης Χαρμπάτσης: Όταν ξέρεις ότι ένα έργο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, η ευθύνη μεγαλώνει. Για να μπω στον κόσμο του Γιόζεφ, ξεκίνησα από την έρευνα: μαρτυρίες, ιστορικά κείμενα, εικόνες από εκείνη την εποχή, μελέτη του ίδιου του έργου. Το πιο σημαντικό ήταν να αναζητήσω τον άνθρωπο πίσω από την Ιστορία: τους φόβους, τις ενοχές, την αξιοπρέπεια, την αγωνία να μείνεις άνθρωπος όταν όλα γύρω σε καλούν να γίνεις απάνθρωπος. Έτσι, με σεβασμό τόσο στις μαρτυρίες όσο και στον ψυχισμό του, ο Γιόζεφ άρχισε να ζωντανεύει μέσα μου. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο αλλά και το πιο πολύτιμο κομμάτι της προετοιμασίας.
«ΚΑΘΕ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΣΠΑΕΙ ΜΑΣ ΟΔΗΓΕΙ ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΞΑΓΝΙΣΜΟ, ΨΥΧΙΚΟ ΚΑΙ ΗΘΙΚΟ».
Ντόρα Μάτσικα: Από την πρώτη ανάγνωση ήταν ξεκάθαρο μέσα μου ένα σκίρτημα προβληματισμού, πρώτα σαν άνθρωπος, έπειτα σαν καλλιτέχνης. Η ιστορία που διαδραματίζεται στο καφενείο ήταν κάποτε η ζωή των προγόνων μας, εικόνες, καταστάσεις, λόγια, συναισθήματα που τους έφτασαν στα όρια του εαυτού τους, στα όρια της πίστης των επιλογών τους! Το βάρος της αλήθειας που φέρει αυτό έργο θέτει ένα κοινό ερώτημα: Τι γίνεται όταν πρέπει να κάνω πράξη την ιδεολογία μου; Όταν αποφασίσω να δράσω σύμφωνα με ένα βαθύ, καθαρό συναίσθημα που θα προκαλέσει αντιδράσεις σε μια σύγχρονη λογική, όπου η μάχη, η εκδίκηση και η επιβολή πάνε να γίνουν σχεδόν αυτονόητα; Η προσέγγισή μας έπρεπε να φέρει τη γνησιότητα και την αλήθεια των ανθρώπων που προσπάθησαν να εκφράσουν την ανθρωπιά!
– Τι ελπίζετε ότι θα πάρει μαζί του ο θεατής όταν κλείσει η αυλαία;
Αντώνης Βούλτσος-Δαμουλάκης: Μια καινούργια προοπτική στην σκέψη του, που ίσως αλλάξει την πράξη του. Στο τέλος του έργου τίθενται ένα μεγάλο ζήτημα, αυτό των πεποιθήσεων και κυρίως των αντιστάσεων που σπάνε. Αυτό ελπίζω να πάρει ο θεατής όταν πέσει η αυλαία. Κάθε αντίσταση που σπάει μας οδηγεί σε έναν εξαγνισμό, ψυχικό και ηθικό.
Αντί επιλόγου
Θέλω να κλείσω με κάτι που μοιράστηκε μαζί μας η Ευγενία. Με εκείνη τη στιγμή στις πρόβες που τη συγκλόνισε.
«Ένας φίλος, πριν πολλά χρόνια, μου είχε αφηγηθεί την στιγμή που ο πατέρας του, ο οποίος στην Κατοχή είχε συλληφθεί, είχε βασανιστεί και από τύχη είχε σωθεί από εκτέλεση από έναν Αυστριακό αξιωματικό, συνάντησε δεκαετίες αργότερα τον άνθρωπο αυτό τυχαία, ως τουρίστα στο Ναύπλιο. Προς έκπληξη όλων, οι δυο τους, θύτης και θύμα, αναγνωρίστηκαν, αγκαλιάστηκαν και άρχισαν να κλαίνε. Σε εμένα (και σε πολύ κόσμο) αυτή η αντίδραση φαινόταν αδιανόητη, ανεξήγητη και παράλογη. Στην πρώτη πρόβα που "συνάντησα" το "θύμα" μου σε καιρό ειρήνης, νομίζω ένιωσα τι σήμαινε εκείνη η αγκαλιά. Ήταν μια αγκαλιά συγνώμης και συγχώρεσης. Ακόμα δεν μπορώ να την κατανοήσω πλήρως, αλλά μπορώ κάπως να την αιτιολογήσω».
Το «Φίλεμα» παίζεται στο Θέατρο Άβατον. Κλείσε θέσεις online.