ΓΙΑΤΙ Η «ΚΟΙΝΗ ΛΟΓΙΚΗ» ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΚΟΙΝΗ
Η κοινή λογική υφίσταται ως έννοια από την αρχαιότητα. Σε έναν κόσμο όμως με τόσες διαφορές, είναι δυνατόν να επικαλούμαστε κάτι τέτοιο;
Σε έναν κόσμο που αρνείται να συμφωνήσει ακόμα και επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ποια είναι και γιατί θα ήταν χρήσιμο να τα υπερασπιζόμαστε όλοι), μπορείς να καταλάβεις ότι είναι λίγο άτοπο (έως αστείο) να μιλάμε για κοινή λογική.
Τι σημαίνει «κοινή» (το ίδιο σε πολλά μέρη ή για πολλούς ανθρώπους, σύμφωνα με το Cambridge); Και τι σημαίνει «λογική» (ικανότητα κατανόησης, αναγνώρισης, εκτίμησης ή αντίδρασης σε κάτι, ειδικά σε οποιαδήποτε από τις πέντε φυσικές ικανότητες να βλέπεις, να ακούς, να μυρίζεις, να γεύεσαι και να αισθάνεσαι), όταν εξ όσων βλέπουμε να συμβαίνουν δίπλα μας πολλά χαρακτηρίζονται αντικειμενικά ως παράλογα;
Αν υπήρχε κοινή λογική, για αρχή δεν θα κάναμε αγορές για ποσά που δεν μπορούμε να αντέξουμε, δεν θα υπήρχαν κακές συνήθειες και, γενικά, δεν θα κάναμε πράγματα που ξεκάθαρα δεν είναι καλά για εμάς ή άλλους.
O Άλμπερτ Αϊνστάιν είχε υποστηρίξει πως «η κοινή λογική είναι μια συλλογή προκαταλήψεων που αποκτά κανείς μέχρι τα δεκαοχτώ του». Λεξικά αναφέρουν ότι πρόκειται «για σωστή κρίση που προέρχεται από την εμπειρία και όχι από τη μελέτη.
Το κεφάλαιο «κοινή λογική» περιλαμβάνει πράγματα που γνωρίζουμε όλοι οι άνθρωποι, χωρίς να έχουν γραφτεί κάπου ή να μας έχει πει κάποιος. Τα αποκτούμε από την ημέρα που γεννιόμαστε και για όσο ζούμε ανεπαίσθητα, μέσω της εμπειρίας ή της περιέργειας. Συνήθως αφορούν ρουτίνες που ακολουθούμε. Εδώ να θυμίσω πως δεν έχουμε όλοι τις ίδιες ρουτίνες. Όπως δεν έχουμε την ίδια γνώση, τα ίδια «πιστεύω» και τις ίδιες εμπειρίες. Άρα θα έλεγες πως δεν υπάρχει μια λογική για όλους.
Το αυτό υποστήριξε από τον 18ο αιώνα ο François-Marie Arouet, Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός και φιλόσοφος, ευρύτερα γνωστός με το όνομα Βολταίρος. Ήταν αυτός που είπε –μεταξύ πολλών άλλων– ότι «η κοινή λογική δεν είναι και τόσο κοινή». Προφανώς και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Μάλλον γιατί είχε δίκιο.
Πώς προέκυψε η κοινή λογική
Το φαινόμενο που κάνει καριέρα εδώ και αιώνες ως «κοινή λογική» δημιουργήθηκε από τους αρχαίους ημών προγόνους. Παρεμπιπτόντως, τότε είχε κάνει θραύση ως θεωρία, χάριν της απλότητάς της. Ώσπου μπήκαν στη μέση πολλοί που ήθελαν να την εκμεταλλευτούν και έγιναν όλα λάθος.
Αρχικά είχε διατυπωθεί ως «κοινή αίσθησις», όπως αναφέρεται εκτός συνόρων έως σήμερα: common sense.
Ο πρώτος που μίλησε για αυτή ήταν ο Αριστοτέλης. Είχε αναφερθεί σε μια δύναμη «εσωτερικής αίσθησης» που έχει ο άνθρωπος και είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας των πέντε αισθήσεων. Προφανώς λαμβάνουμε πληροφορίες από τις αισθήσεις μας, αλλά τις ερμηνεύουμε διαφορετικά, αφού τις έχουμε αναπτύξει διαφορετικά, στα διαφορετικά περιβάλλοντα όπου ζούμε και δουλεύουμε. Είχε πει πως πρόκειται για κάτι έμφυτο. Αργότερα διαπιστώθηκε πως ήταν κάτι που μαθαίνεται.
Ο Αριστοτέλης είχε εξηγήσει πως πρόκειται για μια πτυχή της ζωικής ψυχής και της ικανότητάς μας να διακρίνουμε και να αναγνωρίζουμε τα φυσικά πράγματα από τον εαυτό μας – ένας συνδυασμός των αισθήσεών μας και του λογικού μας νου. Ο Έλληνας φιλόσοφος είχε περιγράψει την κοινή αίσθηση ως την ικανότητα με την οποία τα ζώα (συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων) επεξεργάζονται τις αισθήσεις-αντιλήψεις, τις μνήμες και τη φαντασία (φρονείν), προκειμένου να φτάσουν σε πολλούς τύπους βασικών κρίσεων. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, μόνο οι άνθρωποι έχουν πραγματική λογική σκέψη (νοείν) που τους οδηγεί πέρα από την κοινή τους λογική.
Όπως γράφει το Science ABC, αρχικά είχε τουλάχιστον δύο συγκεκριμένες φιλοσοφικές έννοιες. Η μία αφορούσε την ικανότητα της ψυχής ζώου. Με αυτήν εξήγησε ο Αριστοτέλης πώς οι διαφορετικές αισθήσεις ενώνονται μεταξύ τους και επιτρέπουν τη διάκριση συγκεκριμένων αντικειμένων από ανθρώπους και άλλα ζώα. Είχε διευκρινίσει ότι δεν είναι κάτι που αφορά τη λογική σκέψη, η οποία όμως εμπλέκεται στη διαδικασία.
Η δεύτερη φιλοσοφική έννοια επηρεάστηκε από τους Ρωμαίους και είχε να κάνει με τη φυσική ανθρώπινη ευαισθησία για άλλους ανθρώπους και την κοινότητα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μπήκαν στη μέση οι πάντες (φιλόσοφοι, πολιτικοί, θρησκεία κλπ), όπως προσπαθούσαν να διαπιστώσουν με τι ακριβώς συνδέεται η κοινή λογική. Εν πολλοίς, συμφωνήθηκε πως πρόκειται για κουλτούρα ιδεολογίας που είναι ξεχωριστή σε κάθε κοινωνία. Ένα κατεστημένο που προωθείται ως πρότυπο κανόνων σκέψης και συμπεριφορών και απορρέει από αξίες, αρχές και σκέψεις, ήθη, έθιμα και νόμους που ακολουθεί η πλειοψηφία.
Δηλαδή, έχει να κάνει με πράγματα που μας «φορούν», χωρίς να μας ρωτήσουν.
Όλα απορρέουν από την κουλτούρα και τις συνήθειες του «σωστού» τρόπου ζωής, που πιστεύεται πως εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα των κοινωνιών. Για αυτό και διδάσκονται στις επόμενες γενιές, που προφανώς οφείλουν να ακολουθούν όσα έχουν αντέξει για αιώνες και θεωρούνται ιδανικά για το κοινό καλό.
Ανέκαθεν η κοινή συνιστώσα ήταν η επίγνωση, η αυτογνωσία και η επίγνωση των άλλων, που διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων καθώς κινούμαστε στον κόσμο.
Είναι σήμερα η πραγματικότητα ίδια με εκείνη του Αριστοτέλη;
Το Psychology Today εξήγησε πως συχνά μπερδεύουμε την ιδέα της πραγματικότητας με την ιδέα της αλήθειας. Έννοιες που ήταν συνώνυμες πριν 300.000 χρόνια. Δεν είναι, όμως, σήμερα. Όπως δεν είναι σήμερα η πραγματικότητα ίδια με εκείνη της εποχής του Αριστοτέλη.
Μάλλον επειδή κάπως βόλευε, με το πέρασμα των αιώνων στην κατηγορία «κοινή λογική» μπήκαν και πράγματα που δεν είχαν την παραμικρή σχέση μαζί της. Όπως; Είναι κοινή λογική να αφήνεις μια έτοιμη, στρωμένη δουλειά για να κάνεις άλλη που έχει τεράστιες προοπτικές, αλλά εμπεριέχει και τεράστιο ρίσκο; Αν πεις «όχι» τότε έχεις μπερδέψει την έννοια με εκείνη της σοφίας (της γνώσης και της πείρας). Δεν υπάρχουν αντικειμενικά τεκμήρια περί του αντιθέτου.
Αν δεχθούμε πως η κοινή λογική θεωρείται ως γενικά διαθέσιμη γνώση και πρακτική εφαρμογή, τότε συμφωνούμε ότι δεν έχουμε όλοι τις ίδιες εμπειρίες. Άρα δεν τις κατανοούμε όλοι με τον ίδιο τρόπο και τελικά δεν έχουμε όλοι την ίδια «πρόσβαση» στην κοινή λογική.
Σε τι έχουμε όλοι πρόσβαση; Στη λογική αίσθηση, που διαγράφει και το ψυχαναγκασμό της ιδεολογίας και μας επιτρέπει να γιορτάσουμε τη μοναδικότητα μας, όπως σεβόμαστε βασικές –αντικειμενικές– αξίες και, τελικά, τη ζωή.