«ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΨΑΡΙΑ;»: ΕΝΑΣ ΤΡΥΦΕΡΟΣ ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΠΑΕΙ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ
Η ηθοποιός Ευγενία Δημητροπούλου και η σκηνοθέτρια Ζωή Ξανθοπούλου συνεργάζονται σε έναν θεατρικό μονόλογο με θέμα την απώλεια και απαντούν στις ερωτήσεις του OW για το απαιτητικό αυτό εγχείρημα.
«Παρόλο που ο κόσμος είναι γεμάτος πόνο, είναι επίσης γεμάτος και από το ξεπέρασμά του», έχει πει η θρυλική Έλεν Κέλερ (1880–1968), το πρώτο άτομο με τύφλωση και κώφωση στις ΗΠΑ που απέκτησε πτυχίο Bachelor of Arts. Με αυτή τη φράση ξεκινάει η Ζωή Ξανθοπούλου το σκηνοθετικό της σημείωμα για τον θεατρικό μονόλογο «Κοιμούνται τα ψάρια;» που παίζεται κάθε Τετάρτη στο Θέατρο Σταθμός. Στο βραβευμένο αυτό έργο του Γερμανού Jens Raschke, ξετυλίγεται η ιστορία μιας απώλειας: αυτής που βίωσε η 10χρονη Γέτε όταν πέθανε ο αδερφός της.
«Στην παράστασή μας, η Γέτε, ενήλικη πια, έρχεται να μοιραστεί με το κοινό τη διαδρομή του πένθους της: το “τότε” και το “τώρα”», επισημαίνει η Ζωή Ξανθοπούλου. «Στήνει με τον δικό της τρόπο ένα μνημόσυνο στον αδελφό της, και, ταυτόχρονα, ανοίγει –επιτέλους– βήμα για τα επόμενα, για τη δική της ζωή. Σε πραγματικό χρόνο, μέσα σε μία ώρα, συνομιλεί με το κοινό, ρωτά κι αναρωτιέται, φιλοσοφεί, γελά, εκθέτει αλήθειες και τύψεις, πότε με χιούμορ και πότε με συγκίνηση».
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ζωή Ξανθοπούλου καταπιάνεται με έναν «δύσκολο» μονόλογο – αρκεί να έχει δει κανείς πώς σκηνοθέτησε τον Αργύρη Ξάφη στο «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» για να ξέρει τις δυνατότητές της.
Στο «Κοιμούνται τα ψάρια;», τη Γέτε υποδύεται η Ευγενία Δημητροπούλου, στην πρώτη της φορά που παίζει μονόλογο.
«Η Γέτε του σήμερα εμπεριέχει την εκδοχή του παιδιού που ήταν», διευκρινίζει η Ζωή Ξανθοπούλου. «Γιατί μπροστά στην απώλεια όλοι είμαστε παιδιά που παλεύουν να σταθούν σαν μεγάλοι».
Ζωή Ξανθοπούλου: «Πώς τελικά ο θάνατος μπορεί να γίνει και γιορτή για τη ζωή;»
– Μετά το «Πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος», επιστρέφετε με έναν ακόμη μονόλογο με ευαίσθητο θέμα. Τι είναι αυτό που σας ελκύει σε τέτοιες ιστορίες;
Προσωπικές αφηγήσεις ηρώων που όσα λένε είναι κοινός τόπος και δομικά υπαρξιακά στοιχεία όλων μας. Είναι ιστορίες που μας συνδέουν. Το «Σώμα» μιλάει για όλη τη ζωή μας, για εμάς, για τους «άλλους», για όλα όσα μπορεί να μας απασχολούν ακόμα και χωρίς να το συνειδητοποιούμε, για το πώς ζούμε, πώς θα θέλαμε να ζούμε και πώς πεθαίνουμε κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Εδώ, η Γέτε λέει τα πάντα γύρω από το θάνατο. Ευθέως. Με θάρρος και με θράσος κάποιες φορές. Μέσα από την πορεία ενός πένθους, διαπραγματεύεται υπαρξιακά και πρακτικά θέματα που είναι απόρροια του θανάτου, ρίχνει φως σε αυτό το σκοτεινό κομμάτι.
– Στην εποχή μας, που ο θάνατος συχνά παραμένει ταμπού, ποια ανάγκη έρχεται να καλύψει μια παράσταση σαν το «Κοιμούνται τα ψάρια;»;
Αυτή ακριβώς: Την άρση του ταμπού. Περιγράφοντας τον θάνατο, την ταφή και το πένθος, συμφιλιώνει και συμφιλιώνεται με την ιδέα του θανάτου. Μιλάει για όλα όσα δεν λέμε γιατί, συχνά, δεν αντέχουμε ή νομίζουμε ότι δεν πρέπει. Έρχεται να βάλει το κομμάτι «θάνατος» στο παζλ της ζωής.
– Στο έργο, η Ευγενία Δημητροπούλου υποδύεται την ενήλικη Γέτε που αναβιώνει την απώλεια του αδερφού της όταν ήταν μικρή. Πώς δουλέψατε σκηνικά αυτή τη μετάβαση από το παιδί στη γυναίκα που κουβαλά την απώλεια μέσα της – ή αντίστροφα;
Πάντοτε τα προσωπικά βιώματα, οι παρατηρήσεις, η αυτοπαρατήρηση, οι εμπειρίες είναι η πηγή των εργαλείων μας. Νομίζω ότι βασικά ξεκινήσαμε από το παιδί, γιατί παιδιά όλοι είμαστε μέσα μας, κυρίως μπροστά σε τόσο σημαντικά γεγονότα. Στα παιδιά, άλλωστε, βρίσκεται ένα σημαντικό πρωτογενές υλικό για όλους τους ήρωες. Και μετά το προσεγγίσαμε μέσα από μια παράλληλη σχέση με την ενήλική ζωή.
– Ποια ήταν γενικά η μεγαλύτερη πρόκληση ή δυσκολία στο συγκεκριμένο ανέβασμα;
Πώς η Γέτε θα είναι παιδί κι ενήλικη μαζί χωρίς διακριτά όρια. Πώς θα αγκαλιάσουμε τους θεατές και θα τους συγκινήσουμε χωρίς να προσπαθήσουμε να τους «συγκινήσουμε». Πώς τελικά ο θάνατος μπορεί να γίνει και γιορτή για τη ζωή και, βέβαια, πόσο χιούμορ χωράει σε τέτοια θέματα.
– Σε ποιο κοινό απευθύνεται η παράσταση;
Σε όλους. Από 15 μέχρι 115 ετών.
Ευγενία Δημητροπούλου: «Όλοι μας έχουμε κληθεί να διαχειριστούμε μικρές ή μεγαλύτερες απώλειες»
– Πώς προσεγγίσατε τον χαρακτήρα της Γέτε; Προσπαθήσατε να θυμηθείτε τη δική σας παιδική ματιά ή αναζητήσατε κάτι άλλο;
Πιαστήκαμε χέρι χέρι με την εξαιρετική Ζωή Ξανθοπούλου και βουτήξαμε στο υπέροχο ταξίδι αυτής της παράστασης. Προσωπικά, διάβαζα και ξαναδιάβαζα το κείμενο με τρομερή αγάπη και ευαισθησία, και ξεκλείδωσαν τόσα πράγματα μέσα μου. Και σιγά σιγά άρχισα να πατώ στα βήματα της ηρωίδας μου. Θέλω να πιστεύω πως δεν έχω χάσει την παιδική μου ματιά στα πράγματα, αλλά σίγουρα και το γεγονός ότι μεγαλώνω ένα μικρό παιδί με βοήθησε πολύ.
– Πώς σας επηρέασε η μητρότητα στη διαχείριση του έργου;
Η ματιά του παιδιού με την οποία έρχομαι αντιμέτωπη καθημερινά μου φώτισε τις σκέψεις και τις πράξεις της Γέτε. Με έκανε να προβληματιστώ και να ταυτιστώ με φράσεις του κειμένου.
– Υπήρξε κάποιο προσωπικό βίωμα ή συναισθηματικός μηχανισμός που σας βοήθησε να συνδεθείτε με τη Γέτε και την απώλειά της;
Δεν έχω κάποιο βίωμα αντίστοιχο με αυτό της ηρωίδας μου. Όμως όλοι μας έχουμε κληθεί να διαχειριστούμε μικρές ή μεγαλύτερες απώλειες που σίγουρα η διαχείρισή τους έχει γράψει στην ψυχή μας. Το έργο, βέβαια, δεν πραγματεύεται μόνο αυτό. Μιλάει για πολλά περισσότερα. Μιλάει για τις σχέσεις σε μία οικογένεια, για τις σχέσεις των αδερφών, τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα, τον προσωπικό δρόμο, τη λύτρωση. Σίγουρα πολλά αναμοχλεύτηκαν μέσα μου για να ακολουθήσω τη διαδρομή της Γέτε.
– Ποια είναι για εσάς η μεγαλύτερη δυσκολία ή, αν προτιμάτε, το στοίχημα σε έναν τέτοιο μονόλογο;
Είναι η πρώτη φορά που κάνω μονόλογο και σίγουρα είναι απαιτητικό. Όμως δεν νιώθω μόνη στη σκηνή. Συμπαίκτης μου είναι το κοινό, γιατί η σκηνοθεσία είναι τέτοια που το κοινό είναι ενεργό. Ίσως η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να ξετυλίξω την ιστορία της Γέτε κάθε φορά σε διαφορετικούς αποδέκτες. Μια ιστορία δύσκολη και ταυτόχρονα λυτρωτική.
– Αν έπρεπε να συνοψίσετε σε μία φράση γιατί αξίζει κάποιος να δει την παράσταση, ποια θα ήταν;
Γιατί η πραγματικότητα που θα έχει δει πριν περάσει το κατώφλι του θεάτρου θα είναι διαφορετική από αυτή που θα αντικρίσει αφού βγει έξω.
Θέατρο Σταθμός: Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο Αθήνα. Κλείσε εισιτήρια online