ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΤΗΣ: «ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ Η ΔΙΠΟΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΜΟΥ»
Ο κωμικός Στέλιος Ανατολίτης μιλάει ανοιχτά για πολλά θέματα, αλλά λόγω ημέρας είπαμε να εστιάσουμε στην ψυχική υγεία και, φυσικά, στον ρόλο του γέλιου στη ζωή του.
Ο λόγος του είναι καταιγιστικός και ευτυχώς για εμάς –και για εκείνον– έχει το δικό του βήμα. Στο κανάλι του στο YouTube, ο Στέλιος Ανατολίτης μιλάει για πολλά κι ένα μέρος από αυτά αφορά τη ζωή του ως ασθενούς με ψυχιατρική νόσο. Μέσα στα βίντεό του θα βρεις πώς ξεπέρασε το παραλυτικό άγχος, αλλά και την παράσταση Χάπι, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στη διπολική διαταραχή από την οποία πάσχει.
Βρεθήκαμε έξω από το Πρώτο Νεκροταφείο και προχωρήσαμε μαζί μέχρι το Άλσος Λογγίνου. Το Παγκράτι είναι η γειτονιά του Στέλιου Ανατολίτη και όχι, δεν πληρώνει ένα νεφρό για ενοίκιο, γιατί, όπως λέει, ο ιδιοκτήτρια του σπιτιού κι εκείνος μοιράζονται τις ίδιες πεποιθήσεις.
«Αντιμετωπίζουμε την ψυχική υγεία περισσότερο ως κάτι πνευματικό»
Καθισμένοι σε ένα παγκάκι του άλσους, πίνοντας καφέ, ξεκινήσαμε την κουβέντα από το πώς ορίζει ο ίδιος την ψυχική υγεία. «Ένας άνθρωπος μπορεί να μην έχει κάτι κλινικό, αλλά ταυτόχρονα να μην είναι ψυχικά υγιής. Μπορεί να περνάει μια δύσκολη φάση στη ζωή του. Υπάρχει μία διαβάθμιση στην ψυχική υγεία, όπως υπάρχει και στη σωματική. Κάποιος μπορεί να σου πει, π.χ., “πρόσεχε λίγο τη χοληστερίνη σου”. Δεν σημαίνει ότι εκείνη την ώρα έχει βουλώσει μία αρτηρία. Αντίστοιχα, κάποιος μπορεί να σου πει “πρόσεχε λίγο το άγχος σου”. Νομίζω ότι το πρόβλημα στην περίπτωσή μας είναι ότι αντιμετωπίζουμε την ψυχική υγεία περισσότερο ως κάτι πνευματικό. Κι αυτό δεν ισχύει. Πίσω της βρίσκεται ένα σώμα που χρειάζεται φροντίδα και στο ψυχικό του κομμάτι».
Μετά από πολλά σχόλια, αφού χάσαμε και οι δύο τον ειρμό των σκέψεών μας, η συζήτηση έφτασε στη σύνδεση που κάνουν πολλοί μεταξύ ηθικών αξιών και ψυχικής υγείας. «Η ψυχική ασθένεια δεν βασίζεται στις ηθικές μας αξίες», τονίζει. «Αν και πολύς κόσμος πιστεύει ότι βασίζεται, γι’ αυτό μιλάμε για τον “μανιακό δολοφόνο”. Γιατί θεωρούμε ότι αν δεν είναι μανιακός, μιλώντας για μια κλινική εικόνα, δεν μπορεί να είναι δολοφόνος. Κι όμως, μπορεί ένας άνθρωπος να είναι δολοφόνος και να είναι απολύτως ψυχικά υγιής».
Μήπως η τόσο ευρεία χρήση όρων ψυχικής υγείας όπως η διπολική διαταραχή δημιουργεί τελικά περισσότερα προβλήματα; «Από τη μία πλευρά, είναι θετικό να χρησιμοποιούνται όροι, ώστε ο κόσμος να αποκτά γνώση. Από την άλλη, όταν εξειδικευμένοι όροι υιοθετούνται από πολλούς, συνήθως η σημασία τους αλλοιώνεται. Αυτά τα δύο δεν μπορούν να διαχωριστούν πλήρως».
«Δεν μπορούμε να απαιτούμε από τον ασθενή να μορφώνει τα υποκείμενα με τα οποία συνδιαλέγεται»
Κάπου εδώ, ξεκινήσαμε να αναλύουμε με τον Στέλιο Ανατολίτη τον ρόλο του ασθενούς και το τι μπορούμε –ή δεν μπορούμε– να απαιτούμε από εκείνον. «Δεν μπορούμε να απαιτούμε να κάνει μάθημα σε κάθε υποκείμενο με το οποίο συνδιαλέγεται», λέει. «Κατ’ αρχάς, είναι εξαντλητικό. Η ευθύνη επιμόρφωσης δεν ανήκει αποκλειστικά σε εκείνον, δεν είναι δυνατόν να παλεύει συνεχώς να βρει τη θέση του σε μια κοινωνία που, σε μεγάλο βαθμό, τον απομονώνει – όχι πάντα, φυσικά, και ανάλογα με την κάθε κοινωνία». Κανονικά πρέπει να υπάρχει ένας φορέας –το κράτος– που θα βοηθάει με προγράμματα επιμόρφωσης τον κόσμο να καταλάβει για τι μιλάμε και, στο μετρό καμπάνιες που να λένε: Μίλα. Μίλα σε έναν ειδικό».
Αναγνωρίζει ότι ο ίδιος στάθηκε τυχερός, γιατί μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου συζητούσαν για την ψυχική υγεία και η μητέρα του ήταν ένας άνθρωπος που ενδιαφερόταν. «Αν δεν ενδιαφερόταν, θα έπρεπε να αντιμετωπίσω τόσο το τραύμα της απόρριψης, όσο και το ότι είμαι μόνος και δεν με ακούει κανείς».
Βρήκα κι εγώ την ευκαιρία να πω στον Στέλιο Ανατολίτη τον πόνο μου για τους συγγενείς που δεν κατανοούν, γιατί κάθε εβδομάδα κλείνομαι σε μια αίθουσα με άλλα τέσσερα άτομα και μιλάμε σε δύο ψυχολόγους. «Μερικές φορές είναι δύσκολο να μπεις σε αυτή τη συζήτηση με ανθρώπους μιας άλλης γενιάς. Εκείνη την ώρα, ενώ δεχόμαστε απόρριψη, καταλαβαίνουμε ότι ο αγώνας να εξηγήσουμε πως η δουλειά του ψυχιάτρου δεν είναι ο εγκλεισμός ανθρώπων, είναι εξαντλητικός».
«Κάποιες φορές το συναίσθημα μου θα θέλει “ρεγουλάρισμα”»
Ποια είναι η δική του ιστορία; Με πολύ απλά λόγια, μου εξήγησε τη δική του περίπτωση: «Μιλάμε για μια διαταραχή συναισθήματος. Κάποιες φορές το συναίσθημά μου θα θέλει “ρεγουλάρισμα”. Κάποιες φορές θα πρέπει να ζητήσω συγνώμη από συνανθρώπους γιατί είτε τους φώναξα, επειδή το συναίσθημά μου ήταν πολύ πάνω από αυτό που πρέπει, είτε αδιαφόρησα, επειδή το συναίσθημά μου ήταν κάτω από αυτό που πρέπει. Το συναίσθημα μου έχει πρόβλημα, η προσωπικότητά μου δεν αλλάζει».
Όταν πήρε τη διάγνωση, είχε ήδη αποφασίσει ότι θα αφήσει την επιστήμη (έχει σπουδάσει χημικός) και θα ασχοληθεί με την τέχνη. «Τότε συνειδητοποίησα ότι η διπολική διαταραχή είναι η ζωή μου. Είναι μία νόσος που δεν φεύγει, μία αναπηρία. Είναι σε έναν βαθμό η ταυτότητά μου ως ασθενούς, αλλά δεν είμαι η διπολική μου».
«Δεν μπορεί να ζω με μία νόσο και αυτή να μην μου δίνει υλικό»
Το πρώτο βίντεο που είδα από εκείνον ήταν η παράσταση Χάπι, όπου μιλά ξεκάθαρα για τη διπολική διαταραχή. Γιατί αποφάσισε να μίλησε για αυτό μέσα από τη δουλειά του; «Δεν μπορεί να ζω με μία νόσο και αυτή να μην μου δίνει υλικό, γιατί πολλά από τα προβλήματα που θα θέλω να διακωμωδήσω προέρχονται, π.χ., από το ότι θα πρέπει να πάω σε ένα δημόσιο ιατρείο και να μιλήσω γι’ αυτό».
«Επίσης, είδα ότι 6-8 στους 10 ασθενείς με διπολική πεθαίνουν από αυτοχειρία έξι μήνες μετά τη διάγνωση, γιατί οι άνθρωποι που πηγαίνουν να αναζητήσουν βοήθεια –έλεγε η βιβλιογραφία το 2019 που το τσέκαρα τελευταία φορά– είναι κατά μέσο όρο 7-9 χρόνια νοσούντες. Συχνά, λοιπόν, όταν θα πάρουν τη διάγνωση, είναι αργά για να κάνουν κάτι. Οπότε, δεν μπορεί να βρισκόμαστε μπροστά σε μία τόσο θανάσιμη ψυχική ασθένεια και να μη μιλάμε, όταν ξέρουμε ότι σε μεγάλο βαθμό είναι θεραπεύσιμη, ότι μπορείς να ρυθμιστείς. Νομίζω η κατανόηση που δεν υπάρχει στον κόσμο, ειδικά στους διπολικούς, είναι ότι η νόσος δεν είναι αστεία. Το έχω πει και θα το ξαναπώ: Η διπολική κατά πάσα πιθανότητα θα σε σκοτώσει».
«Μετά τη διάγνωση της διπολικής διαταραχής, απελευθερώθηκα»
Στην περίπτωση του Στέλιου Ανατολίτη, χρειάστηκε να περάσουν επτά χρόνια –με τα τελευταία τρία σε κατάθλιψη– μέχρι να γίνει η διάγνωση. Μετά τη διάγνωση, όμως, απελευθερώθηκε. «Είπα, επιτέλους, δεν είμαι τρελός. Ξέρω τι είναι, ξέρω τα στοιχεία, ξέρω τι πρέπει να κάνω. Πάμε και ό,τι γίνει. Πολύς κόσμος το αρνείται. Δεν καταλαβαίνω ακριβώς ούτε το γιατί ούτε το πώς, αλλά το θεωρώ φυσιολογικό».
Το βέβαιο είναι ότι η συναίνεση είναι βασική προϋπόθεση στο να βοηθηθεί ένας ασθενής, ενώ κατά τον ίδιο υπάρχει ένα συχνό φαινόμενο που δεν συζητιέται: η ακούσια εκκίνηση αγωγής, η οποία προήλθε από ακούσια νοσηλεία. «Σίγουρα υπήρχαν προειδοποιητικά σημάδια, αλλά υπήρξε και άρνηση είτε από την οικογένεια είτε από τον ασθενή. Αυτό δείχνει ότι δεν υπάρχει πρόνοια. Δεν μπορείς να αναγκάσεις έναν άνθρωπο να πάρει φάρμακα. Δεν θα τα πάρει κι επιπλέον αυτό δεν είναι ιατρική πράξη, αλλά βασανιστήριο».
Αν όμως ο ασθενής δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα και χρειάζεται βοήθεια, πώς θα δεχτεί ότι δεν είναι καλά; «Δεν είναι εύκολο, αλλά και πάλι δεν έχει να κάνει με εμάς. Είναι θέμα πλαισίου. Να έχει μια οικογένεια που θα ξέρει να το διαχειριστεί, μια αστυνομία που θα ξέρει τι θα κάνει όταν την καλέσουν, μια δομή η οποία θα λειτουργεί όπως πρέπει, με κλινικές ανάλογες με τη σοβαρότητα μιας κατάστασης. Νοσηλεύτηκε ένας φίλος μου γιατί του έτυχε μια δυσκολία και, όταν τον ρώτησα πώς πήγε, μου απάντησε: “Μια χαρά. Γνώρισα και τον Ναπολέοντα και τον Ιησού. Με τον Ιησού πίναμε καφέδες”. Τον ίδιο βαθμό βοήθειας χρειάζονται αυτοί οι άνθρωποι;»
«Οι άνθρωποι αντιδρούν με θετικό τρόπο στη δημοσιοποίηση ενός τραύματος»
Όσον αφορά την ανταπόκριση του κοινού, αυτή θεωρεί ότι εξαρτάται από τη φάση στην οποία βρίσκεσαι όσον αφορά τη διαδικτυακή σου παρουσία. «Όταν έχεις λίγους followers, ο κανόνας λέει πως θα φας βρισίδι. Ο ένας θα σε πει χαραμοφάη, ο άλλος θα πει ότι είσαι τρελός, γι’ αυτό έχεις τέτοιες απόψεις. Έχει τύχει σε βίντεο όπου δεν τους άρεσε μια πολιτική μου θέση να γράφουν: “Μα δεν ακούτε τι σας λέει; Σας λέει ότι είναι τρελός, γι’ αυτό έχει αυτή τη θέση”. Δηλαδή, όταν δημοσιοποιήσεις την ψυχική σου νόσο, κάθε πολιτική ή κοινωνική άποψη με την οποία δεν συμφωνεί ο χρήστης που τη διαβάζει, σε μεγάλο βαθμό αποδίδεται αυτομάτως στην ψυχική σου νόσο.
»Μετά, όσο το κοινό σου μεγαλώνει, αυτοί οι άνθρωποι εξαφανίζονται. Κι ύστερα τους βλέπεις να κάνουν ακριβώς το ίδιο σε συναδέλφους που μόλις ξεκίνησαν. Τα ίδια ονόματα, το ίδιο μοτίβο. Δέκα χρόνια το ίδιο πράγμα. Αυτός ο άνθρωπος πήγε από τα 30 στα 40 και εξακολουθεί να ψάχνει νέους δημιουργούς για να τους βρίσει τη μάνα, τον πατέρα, τα πάντα. Τους λέει τρελούς και πάει στον επόμενο».
Ο Στέλιος, όμως, έχει ένα πλεονέκτημα: Πέρα από τη διαδικτυακή του παρουσία κάνει και live εμφανίσεις. Εκεί συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Οι άνθρωποι ανακουφίζονται κι εκείνος κρατάει το «σε βλέπω και με βλέπεις», το σφίξιμο του χεριού, τη σύνδεση. «Ευχαριστώ που μιλάς», του λένε. «Έχει και ο γιος μου διπολική διαταραχή και με βοήθησες να καταλάβω». «Το παιδί μου έχει την ίδια νόσο κι όταν σε βρήκε, ανακουφίστηκε. Σε είδα κι ένιωσα το ίδιο». «Έψαχνα να βρω τέτοιου είδους χιούμορ, γιατί έχω κι εγώ την ίδια ασθένεια και ήθελα να τη δείξω στα παιδιά μου, για να καταλάβουν τι περνάω». Αν κρατούσε μόνο όσα ζει στην πραγματική ζωή, εκτός ίντερνετ, θα έλεγε ότι οι άνθρωποι αντιδρούν με πολύ θετικό τρόπο σε κάθε δημοσιοποίηση ενός τραύματος.
«Η κωμωδία είναι εργαλείο διαπραγμάτευσης»
Μπορεί η κωμωδία να αποτελέσει εργαλείο διαχείρισης της διπολικής διαταραχής ή έχει και αυτή τα όριά της; Με ύφος λίγο πιο σοβαρό (αυτή την εντύπωση μου έδωσε), ο Στέλιος Ανατολίτης τονίζει ότι η ψυχοθεραπεία, η ψυχανάλυση και οι ψυχίατροι είναι τα μόνα εργαλεία θεραπείας. Τελεία.
Η κωμωδία, από την άλλη, είναι εργαλείο διαπραγμάτευσης. «Σε βοηθά να βρεις τα όριά σου: τι θεωρώ τώρα ταυτότητα, εαυτό, αστείο, πραγματικότητα, θλίψη, κατάθλιψη. Ο καθένας έχει ένα τέτοιο “εργαλείο” στη ζωή του, είτε το λένε ποδόσφαιρο, είτε στοίχημα, είτε αλκοόλ, είτε τσιγάρο, είτε παρέα, είτε σεξ. Δεν νομίζω ότι όλοι είναι τόσο τυχεροί ώστε να έχουν ένα μέσο που τους επιτρέπει να γράφουν τις σκέψεις τους, να τους δίνουν μορφή και να γελά ο κόσμος με αυτές, για να έρθει μετά να τους μιλήσει για τη δική του εμπειρία. Είναι κάτι πιο ολοκληρωμένο, που σε κάνει να νιώθεις λιγότερο απομονωμένος. Όταν έχεις καταφέρει να κάνεις δημόσια αστεία για τον αυτοκτονικό ιδεασμό και να χειροκροτάει ο κόσμος, γιατί το βιώνει ή γιατί μαθαίνει κάτι μέσα από αυτό που δεν το ΄ξερε, τότε νομίζω ότι κάτι έχουμε κερδίσει».
«Πολλοί βλέπουν πρόσωπα και συμπεριφορές να αλλάζουν»
Η αλήθεια είναι ότι οποιαδήποτε μορφή τέχνης καταφέρνει να σπάσει φράγματα και να μιλήσει σε περισσότερους ανθρώπους βοηθά στην αποστιγματοποίηση της διπολικής διαταραχής και οποιασδήποτε ψυχικής νόσου. «Ωστόσο, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Υπάρχει μια τάση ηρωοποίησης της κωμωδίας, που μπαίνει στις καρδιές των ανθρώπων και παίρνει τον ρόλο της πολιτικής, επειδή έχει τη δύναμη να λέει αλήθειες ή πράγματα που μοιάζουν με αλήθειες. Η κωμωδία έχει χρησιμοποιηθεί ως προπαγάνδα –από τον Γκαίμπελς και τους Ναζί–, οπότε ξέρουμε ότι η ίδια η κωμωδία δεν έχει ηθικό κώδικα. Ηθικό κώδικα έχει αυτός που την φέρει. Για να λειτουργήσει, επομένως, ως μέσο αποστιγματοποίησης πρέπει να απευθύνεται σε κοινό που είναι ήδη έτοιμο να κάνει ένα βήμα προς τη συζήτηση. Διαφορετικά, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική ταύτιση και χάνει τον σκοπό της».
Ο Στέλιος Ανατολίτης παραδέχεται ότι ελάχιστα έχει νιώσει το στίγμα της διπολικής διαταραχής, κυρίως χάρη στους ανθρώπους που έχει δίπλα του. «Έχω την τύχη να βρίσκομαι σε μια θέση όπου οι άνθρωποι έρχονται και μου μιλούν γι’ αυτά τα θέματα. Έχω την τύχη η διπολική να μην με διαλύει, αλλά να βγαίνει έξω από μένα. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι τόσο τυχεροί. Πολλοί δεν μπορούν να μιλήσουν ούτε στους γονείς ούτε στα αδέρφια τους. Βλέπουν πρόσωπα και συμπεριφορές να αλλάζουν. Στον εργασιακό χώρο, αποκλείονται. Δεν υπάρχει Mental Health Day, μια μέρα που να δείχνει ότι όλοι δικαιούμαστε μια ανάσα επειδή είμαστε πιεσμένοι. Και δεν θα πάθουμε κάτι αν τη διεκδικήσουμε. Το σύστημα δεν θα σταματήσει.
»Και ναι, θα υπάρξει πάντα αυτός που θα θέλει να κάνει τριήμερο. Αλλά δεν μπορούμε να τους αντιμετωπίζουμε όλους σαν “τεμπέληδες” για να δικαιολογούμε την απαγόρευση της ξεκούρασης. Ας βρούμε άλλους τρόπους. Ας κάνουμε τη δουλειά που χρειάζεται για να φτάσουμε εκεί».
Είναι εύκολο να αλλάξουμε τρόπο σκέψης; «Είναι πιο απλό από ό,τι νομίζουμε, αρκεί να κάνουμε ένα μικρό βήμα πίσω και να δούμε τα πράγματα αλλιώς», λέει. «Ακούς συχνά ανθρώπους να λένε “Καλά, αυτοκτόνησε; Μα είχε παιδιά!” κι εγώ πάντα απαντώ “Αυτοκτόνησε για τα παιδιά του”, αλλά ο κόσμος δεν το καταλαβαίνει. Ο άνθρωπος που πάσχει από κατάθλιψη είναι τόσο βαθιά άρρωστος, που μπορεί να φτάσει να πιστέψει πως αν φύγει από τη ζωή των παιδιών του, εκείνα θα έχουν μια καλύτερη ζωή. Δεν αυτοκτονεί επειδή είναι αδιάφορος για τα παιδιά του, αυτοκτονεί γιατί πιστεύει πως έτσι τα βοηθά. Τόσο διαφορετικά μπορεί να λειτουργεί το μυαλό ενός ανθρώπου που παλεύει με την κατάθλιψη και τον αυτοκτονικό ιδεασμό».
«Δεν είναι σπριντ, είναι μαραθώνιος»
Η ψυχοθεραπεία δεν είναι το μόνο πράγμα που βοηθάει τον Στέλιο Ανατολίτη. Ξεκίνησε γυμναστική, τα καλοκαίρια σταματά τις παραστάσεις, κάνει remotely γράψιμο, γραφιστικά και μοντάζ, και όσο μπορεί πηγαίνει στο χωριό. Ένα από τα πρώτα πράγματα που φρόντισε να ρυθμίσει ήταν ο ύπνος του, τον οποίο προσάρμοσε στο ωράριο των παραστάσεων. Άλλαξε και τη διατροφή του και περιόρισε σημαντικά το αλκοόλ.
Υπάρχει, όμως, κάτι ακόμα που έκανε. «Στην διπολική διαταραχή, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, αν περάσουν πέντε χρόνια χωρίς επεισόδιο, μπορείς να ζητήσεις επανεξέταση. Τη ζήτησα και θεωρούμαι πλέον ρυθμισμένος. Φέτος κλείνω οκτώ χρόνια χωρίς επεισόδιο. Η αγωγή μου βρίσκεται στο ελάχιστο και παρακολουθούμε πώς θα πορευτούμε. Μακάρι να μην ξεφύγει».
Αν μπορούσε να πει ένα πράγμα σε κάποιον που τώρα ξεκινάει την προσπάθειά του στη διαχείριση μιας ψυχικής νόσου, αυτό θα ήταν ότι δεν είναι σπριντ, είναι μαραθώνιος. «Κάθε μέρα από λίγο, ώρα με την ώρα ή, αν γίνεται, δευτερόλεπτο με το δευτερόλεπτο. Είναι μέρες που κοιτάς την μπογιά στον τοίχο να στεγνώσει. Αλλά η μέρα τελειώνει και ξεκινάει μια άλλη. Κάθε φορά που κοιμάσαι, ο εγκέφαλός σου κάνει reset. Και δεν πιστεύω στο κίνητρο. Το μόνο που υπάρχει είναι συνήθεια. Ξανά και ξανά και ξανά».
Στην περίπτωσή του, η ρουτίνα έπαιξε σημαντικό ρόλο. «Συγκεκριμένη ώρα ύπνου, συγκεκριμένες ώρες δουλειάς, συγκεκριμένες ώρες παρέας. Σε δύο εβδομάδες, οι διαφορές που είδα ήταν τεράστιες, σε συνδυασμό φυσικά με τα φάρμακα. Αλλά δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Τη μία μέρα θα σου βγει, την άλλη ούτε καν. Από ένα σημείο και μετά, οι μέρες που δεν σου βγαίνει είναι πολύ λιγότερες. Και λες, τι έγινε εδώ; Χρειάζεται λίγη αυτοφροντίδα. Αυτό κατάλαβα εγώ. Και δεν την είχα. Είναι κάτι που δουλεύω έξι χρόνια».