ΧΟΡΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ: ΤΟ DANCE DAYS CHANIA ΒΑΖΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ
Μπορεί ο χορός να μιλήσει για την ψυχική υγεία; Το φεστιβάλ Dance Days Chania αποδεικνύει πως ναι, μέσα από έργα για την άνοια, το τραύμα, την αρρενωπότητα και τη συναισθηματική ευαλωτότητα.
«Δεν μπορώ να είμαι καλά. Όχι μόνο γιατί κουβαλώ τις προσωπικές μου μάχες, αλλά γιατί βλέπω τον κόσμο γύρω μου να καταρρέει». Αυτές οι δύο φράσεις ανοίγουν ένα μεγάλο «υστερόγραφο» στη συνέντευξη με τον χορευτή και χορογράφο Πάνο Μαλακτό, έναν από τους δημιουργούς που συμμετέχουν στο 15ο Διεθνές Φεστιβάλ Σύγχρονου Χορού Dance Days Chania. Η αλήθεια είναι ότι η δήλωσή του με πιάνει εξαπίνης, αν και ίσως δεν θα έπρεπε. Βλέπετε, τα δύο έργα που θα παρουσιάσει εντάσσονται στην ενότητα «Η ψυχική υγεία μέσα από την τέχνη της σωματικότητας», με έργα βασισμένα σε θέματα όπως η άνοια, το Alzheimer, η ευάλωτη ψυχική υγεία, η πολυπλοκότητα του άγχους, τα στερεότυπα γύρω από τη φιλοσοφία ύπαρξης «δυνατού φύλου».
Πρόκειται για μία από τις πέντε φετινές ευρύτερες θεματικές του Dance Days Chania, ενός φεστιβάλ που δεν φαίνεται να αφουγκράζεται απλώς τις ανάγκες των καιρών, αλλά να σμιλεύεται κυριολεκτικά από αυτές με τρόπο που αναδεικνύει και το πιο ανθρώπινο πρόσωπο του χορού.
«Για εμάς, ο χορός δεν είναι τέχνη πολυτελείας, είναι γλώσσα πανανθρώπινη που λειαίνει τις διαφορές και ενδυναμώνει τις συνδέσεις», λέει η καλλιτεχνική διευθύντρια του φεστιβάλ, Σοφία Φαλιέρου. «Το Dance Days Chania οραματίστηκε να γίνει ένας ασφαλής χώρος για δημιουργία, έρευνα, πειραματισμό, καλλιτεχνικές ανταλλαγές και διαδράσεις, κυρίως για νέους καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο – και μιάμιση δεκαετία μετά, παραμένει πιστό στο όραμά του».
Το επετειακό Dance Days Chania πραγματοποιείται από τις 21 Ιουλίου έως και τις 2 Αυγούστου 2025, με πάνω από 20 παραστάσεις χορού, σεμινάρια, site-specific έργα, εκθέσεις και διεθνείς συμπράξεις. Στις συνεντεύξεις που ακολουθούν, η Σοφία Φαλιέρου δίνει το στίγμα, ενώ οι Quindell Orton, Πάνος Μαλακτός και Phoebe Jewitt εξηγούν πώς μέσα από τα έργα τους δίνουν κίνηση σε ζητήματα ψυχικής υγείας τα οποία μερικές φορές θεωρούμε ότι συνιστούν μια «πεζή καθημερινότητα», παραβλέποντας πόσο βαθιά διαπερνούν και ό,τι θεωρούμε δημιουργικό.
Σοφία Φαλιέρου: «Δεν συνάντησα ποτέ σώμα που να λέει ψέματα»
– Φέτος το Dance Days Chania συμπληρώνει 15 χρόνια. Ποιο θα λέγατε πως είναι το νήμα που διατρέχει αυτή την πορεία και τι θα χαρακτηρίζατε ως τη μεγαλύτερη εξέλιξη της φετινής διοργάνωσης;
Εξέλιξη για εμάς είναι το γεγονός ότι ένα ανεξάρτητο φεστιβάλ χορού που ξεκίνησε την πορεία του πριν από 15 χρόνια και στηρίζεται στον εθελοντισμό –από όλα τα μέλη της διοργάνωσης ανεξαιρέτως– διατηρεί παρά τις αντιξοότητες αναλλοίωτες τις αρχές, τις αξίες και το όραμά του, με συνέπεια και σταθερότητα.
Εξέλιξη για εμάς είναι ότι συνεχίζει να υπάρχει, ζωντανό, ενεργό, τολμηρό στις επιλογές του, ευαίσθητο και ευαισθητοποιημένο στις προσεγγίσεις του. Κάθε χρόνο, εκατοντάδες δημιουργοί εμπιστεύονται τα έργα τους στα Ανοιχτά Καλέσματά μας, ενώ το αποτύπωμα στην κοινότητα μεγαλώνει.
Το νήμα που διατρέχει αυτή την πορεία είναι ο τρόπος που το Dance Days Chania αντιμετωπίζει τον σύγχρονο χορό! Σαν μέσο συλλογικής καλλιτεχνικής συνείδησης και κοινωνικού διαλόγου.
– Πώς επιλέγονται κάθε χρόνο οι θεματικές ενότητες και τι βαρύτητα έχουν στη σύνθεση του προγράμματος;
Κάθε χρόνο δεχόμαστε από καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο περισσότερες από 600 προτάσεις στα ανοιχτά μας καλέσματα για τις διάφορες ενότητες. Για εμάς, δεν είναι μόνο καλλιτεχνικές προτάσεις, αλλά και γέφυρες για να αντιληφθούμε καλύτερα όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Καλλιτέχνες έρχονται σε επαφή μαζί μας και μας εμπιστεύονται τα έργα τους. Δημιουργοί από μέρη του πλανήτη που δεν γνωρίζουμε, από περιοχές που βιώνουν πόλεμο, βία, αποκλεισμό. Το να αφουγκραζόμαστε τις ιστορίες τους, ιστορίες τόπων και ανθρώπων, αλλά να παραμένουμε και οι ίδιοι ενεργά μέλη μιας κοινωνίας που συστέλλεται και διαστέλλεται με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, μας δίνει τα ερεθίσματα και τις κατευθύνσεις του σχεδιασμού και προγραμματισμού κάθε διοργάνωσης.
Οι ενότητες κατά συνέπεια προκύπτουν μέσα από τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις, ανησυχίες και καίρια θέματα στα οποία θέλουμε να εστιάσουμε. Οι θεματικές δεν προκαθορίζονται, αλλά διαμορφώνονται σταδιακά, ώστε να αποτελούν τον γόνιμο διάλογο ανάμεσα σε καλλιτέχνες και να αφυπνίζουν κατά κάποιον τρόπο την κοινότητα. Δίνουν βάση σε συνέδρια, εργαστήρια (για ώριμες ηλικίες 65+), εκπαιδευτικές δράσεις (Το δικό μου σώμα «μιλά», σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης), που υλοποιούνται κατά τη διάρκεια του χρόνου, σηματοδοτώντας το φεστιβάλ σαν πεδίο ανταλλαγής ιδεών και δημιουργικών εργαλείων εκτός από την παρουσίαση χορού επί σκηνής.
– Τι στιγμές ή εικόνες σας έχουν μείνει από τη συνεύρεση του Dance Days Chania με τον δημόσιο χώρο και τους ανθρώπους, είτε πρόκειται για θεατές είτε όχι;
Η συγκίνηση που εμπεριείχαν οι πρώτες απόπειρες να βγούμε από την ασφάλεια του κλειστού χώρου-θεάτρου στον δημόσιο. Επικράτησε η χαρά, που καταφέραμε να βρούμε τον τρόπο να το υποστηρίξουμε οικονομικά, αλλά και να εξασφαλίσουμε τα τεχνικά μέσα που ήταν απαραίτητα ώστε να υλοποιηθούν οι πρώτες site specific παραστάσεις. Η αγωνία μας να ανακαλύψουμε πώς θα συνομιλήσουμε με την κοινότητα, πώς να προσεγγίσουμε μέρη της που δεν έχουν εύκολη πρόσβαση σε χώρους τέχνης.
Ξαναγνωρίσαμε την πόλη από την αρχή. Ξανασυστηθήκαμε. Με μεγάλη προσοχή ακουμπήσαμε αθέατες πλευρές της. Συναντήθηκαν οι δρόμοι μας με ανθρώπους που δεν είχαν έρθει ποτέ πριν σε επαφή με τον σύγχρονο χορό. Συζητήσαμε, ήρθαμε αντιμέτωποι με καχυποψία, μάθαμε, σιωπήσαμε για να ακουστεί η δική τους φωνή, διαδράσαμε, μας ενέπνευσαν σε παρεμβάσεις ή μη. Άνοιξαν τα σπίτια τους και άφησαν τους καλλιτέχνες να γίνουν μέρος του τοπίου τους σε ξεχασμένες γειτονιές της πόλης, στις πλατείες με κοσμοσυρροή. Θυμάμαι αιχμηρές αντιδράσεις, κυρίως τα πρώτα χρόνια, αλλά και νοιάξιμο, φροντίδα, περιέργεια, δάκρυα, συγκινήσεις, γέλια. Εν τέλει άνοιγμα και μικρές μετατοπίσεις. Το φεστιβάλ είναι οι εικόνες και τα συναισθήματα τόπων και ανθρώπων.
– Ποια ανάγκη ή ποιος προβληματισμός οδήγησε στη δημιουργία της ενότητας «Η ψυχική υγεία μέσα από την τέχνη της σωματικότητας»;
Το φεστιβάλ γεννήθηκε μέσα στην κοινωνικοπολιτική κρίση του 2011. Οι επιπτώσεις της στιγμάτισαν την ιστορία της χώρας και τις ζωές μας. Η σύγχρονη χορευτική σκηνή αναπλαισίωσε εργαλεία, ρόλο και θέσεις. Τα τελευταία χρόνια, επίσης, με τα τραύματα που άφησε η πανδημία και η διαχείρισή της, η νοσηρότητα στον κοινωνικό ιστό έχει βαθύνει περισσότερο. Η αποστασιοποίηση, οι έντονες ψυχοπιεστικές καταστάσεις, η απομόνωση, η ενδοοικογενειακή βία, η σεξουαλική κακοποίηση, τα αυξημένα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης, επηρεάζουν την δημιουργία.
Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε με το σώμα, με τις αισθήσεις και τις λειτουργίες του όλα όσα συμβαίνουν γύρω αλλά και μέσα μας, δεν θα μπορούσε να μας αφήσει απαθείς. Ο καλλιτέχνης γίνεται φορέας κοινωνικών θεμάτων και ψυχικών φαινομένων μέσα από το σώμα του. Όλο και συχνότερα δεχόμαστε προτάσεις με έργα που πραγματεύονται ψυχικές διακυμάνσεις, θέματα ταυτότητας, μνήμης και συναισθημάτων, εσωτερικών συγκρούσεων.
Η ενότητα προέκυψε ως φυσική απόκριση στις ανάγκες των καιρών, το Dance Days Chania είναι μέρος τους.
– Ως χορογράφος και δασκάλα, πώς αντιλαμβάνεστε τη σχέση μεταξύ σωματικής έκφρασης και ψυχικής κατάστασης; Πιστεύετε ότι το σώμα μπορεί να είναι θεραπευτικό εργαλείο;
Εκτός από χορογράφος είμαι και κοινωνική λειτουργός ειδικευμένη στη συστημική ψυχοθεραπεία και εργάστηκα ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου στον χώρο της ψυχικής υγείας, κυρίως με παιδιά, εφήβους, ομάδες μητέρων, εκπαιδευτικών κ.λπ. Όλα τα χρόνια της τριβής μου με τα ψυχικά φαινόμενα δεν συνάντησα ποτέ σώμα που να λέει ψέματα. Όσο βαθείς μηχανισμούς άμυνας κι αν έχει, δεν μπορεί να κρύψει τον πόνο που το συρρικνώνει, τον θυμό που το μαγκώνει, τον φόβο που το συστέλλει, τη χαρά και την ασφάλεια που το ξεδιπλώνουν, τη θλίψη που το μαραίνει, τον έρωτα που το αναγεννά, την αγάπη που το ανοίγει.
Το σώμα μέσα από τον χορό απελευθερώνεται, αναμετριέται με τις αντιστάσεις του, κατευνάζει τα άγρια ένστικτά του, γίνεται περισσότερο συνειδητό και μπορεί να εκφράσει όσα δεν λέγονται συχνά με λόγια. Το σώμα μπορεί να αποτελέσει και διαγνωστικό και θεραπευτικό εργαλείο. Να κάνει ορατό το αόρατο.
– Τι σημαίνει για εσάς προσωπικά η λέξη ευαλωτότητα; Υπάρχει κάποιο σωματικό βίωμα ή καλλιτεχνική εμπειρία που σας την αποκάλυψε με τρόπο απρόσμενο;
Η ζωή η ίδια, η καθημερινότητα σε μία χώρα που πρέπει να αγωνίζεσαι διαρκώς για το αυτονόητο, ο χορός που είναι η κατεξοχήν τέχνη της έκθεσης, είναι αυτά που μας κρατούν σε ανοιχτή σύνδεση με την ευαλωτότητα. Ο χορός είναι για μένα η τέχνη του να μπορείς να αλλάζεις, και το σώμα του χορευτή είναι ένα γενναίο σώμα. Όποιες συναισθηματικές αδυναμίες κι αν κουβαλάει, οφείλει να είναι ανοιχτό, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να μιλήσει σε όσους απευθύνεται, αλλά ούτε και μπορεί το ίδιο να αποσυμπιεστεί και να ισορροπήσει. Η ευαλωτότητα δεν είναι αδυναμία, είναι δύναμη. Όταν τα σώματα αφήνονται ελεύθερα να μιλήσουν, αποφασίζουν να εμπιστευτούν –και αυτό είναι θέση–, θυμούνται, ανατρέπουν, επικοινωνούν, χαίρονται και εξελίσσονται.
Quindell Orton: Μια παράσταση σε μορφή TED talk για όσα συνθέτουν έναν «σωστό άντρα»
– Γιατί επιλέξατε τη μορφή ομιλίας TED για το «Making of A Man», και πώς εξυπηρετεί το χιούμορ την προσέγγισή σας αναφορικά με το φύλο και την ψυχική υγεία;
Δουλεύω με αυτή την ιδέα της ομιλίας TED/παράστασης-διάλεξης επειδή για μένα ταίριαξε πολύ καλά με μια συγκεκριμένη απόδοση της αρρενωπότητας, αυτή τη διεκδίκηση αυθεντίας και του «γνωρίζω» και «έχω τις απαντήσεις». Ήθελα λοιπόν να τη χρησιμοποιήσω ως «δοχείο» και στη συνέχεια να το υπερβώ, να το τεντώσω, να το διαλύσω.
Πιστεύω ότι το χιούμορ είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο για να προσεγγίσουμε άβολα θέματα και αναδεικνύεται στο έργο μέσα από την ανάδειξη του παραλόγου στις ίδιες τις αποδόσεις της αρρενωπότητας.
– Ποια ανδρικά στερεότυπα βρήκατε πιο παράλογα ή επιβλαβή και πώς τα μεταφράσατε σε κίνηση;
Πιστεύω ότι οποιεσδήποτε πτυχές της αρρενωπότητας βασίζονται στη δύναμη, την κυριαρχία και τον έλεγχο πάνω σε άλλους είναι επιβλαβείς. Όπως αυτές που βλέπουμε στις «ισχυρές ανδρικές» πολιτικές προσεγγίσεις του Πούτιν, του Νετανιάχου, του Τραμπ και πολλών άλλων σε τόσο ακραίο βαθμό – αλλά συχνά νιώθω πως πιο επιβλαβή είναι τα πιο λεπτά, καθημερινά πράγματα, όπως για παράδειγμα η τάση να καταλαμβάνεις χώρο και να μην τον δίνεις σε άλλους ή να μην συνειδητοποιείς καν ότι το κάνεις. Επειδή το ακραίο το προσέχουμε, ενώ ο τρόπος που βιώνουμε τον κόσμο καθημερινά συχνά περνά απαρατήρητος και γίνεται αποδεκτός.
Δεν θεωρώ ότι τέτοια κωδικοποιημένα ανδρικά στερεότυπα και συμπεριφορές είναι προβληματικά από μόνα τους, αλλά γίνονται προβληματικά μέσα από την επίδρασή τους στους άλλους και στον χώρο. Γι’ αυτό προσπάθησα να βρω τρόπους, μέσω του ήχου και του βίντεο, να δημιουργήσω ένα «αντίβαρο» στο ίδιο μου το σώμα μέσα στον χώρο.
– Έχετε νιώσει ποτέ στο σώμα σας –είτε σιωπηρά είτε όχι– κάποια ιστορία αρρενωπότητας που δεν θα μπορούσε να αποδοθεί με λέξεις; Επηρέασε κάποιο μέρος αυτής της ιστορίας το έργο αυτό;
Αισθάνομαι ότι η αρρενωπότητα και η θηλυκότητα είναι κατασκευασμένες σε συνάρτηση η μία με την άλλη και δεν πιστεύω ότι υπάρχει αυστηρός διαχωρισμό ανάμεσά τους, ή ότι είναι εντελώς ξεχωριστά. Οπότε ναι, έχω νιώσει στο σώμα μου και συνεχίζω να κουβαλάω πολλές ιστορίες για την αρρενωπότητα που εξακολουθούν να διαμορφώνουν τη δουλειά μου, γιατί εξακολουθώ να υπάρχω και να διαπραγματεύομαι με αυτούς τους κώδικες κάθε μέρα.
Πάνος Μαλακτός: Tο δικαίωμα στην συναισθηματική ευαλωτότητα
– Και τα δύο έργα σας, «NO IM NOT» και «Hire me, please.», μοιάζουν να φωτίζουν την ευαλωτότητα πίσω από τις κοινωνικές προσδοκίες. Ποια εσωτερική πίεση ή σύγκρουση λειτούργησε ως αφετηρία για τη δημιουργία τους;
Η βασική πίεση που με οδήγησε στη δημιουργία αυτών των έργων ήταν η συνεχής ανάγκη να αποδεικνύω την αντοχή, τη διαθεσιμότητα και την κανονικότητά μου μέσα σε έναν κόσμο που αμείλικτα απαιτεί «να είμαι καλά» – ειδικά στον χώρο του χορού. Το «NO IM NOT» ήταν η στιγμή που δεν μπορούσα πια να προσποιηθώ. Ήταν η απάντηση σε μια συστημική κόπωση, μια πράξη αντίστασης απέναντι στην κατάχρηση εξουσίας, στην κανονικοποίηση του τραύματος και στις μη ρεαλιστικές προσδοκίες που φορτώνονται στους χορευτές.
Από την άλλη, το «Hire me, please.» γεννήθηκε από την ψυχοσωματική συνθήκη της ακρόασης – μια διαδικασία που ξεπερνά τον επαγγελματισμό και ακουμπά στην απόλυτη έκθεση. Η σύγκρουση εδώ είναι ανάμεσα στο να «είμαι ο εαυτός μου» και στο να «παίξω τον ρόλο» για να επιβιώσω. Και στις δύο περιπτώσεις, το σώμα μου ένιωσε πρώτα την πίεση – και το έργο ακολούθησε.
– Θα λέγατε πως τα έργα σας είναι μορφές αντίστασης, εξομολόγησης, ή κάτι εντελώς διαφορετικό;
Θα έλεγα πως είναι όλα αυτά μαζί – και κάτι ακόμα. Είναι αντίσταση απέναντι σε μια βιομηχανία που συχνά σιωπά όταν πρόκειται για την ψυχική υγεία των ανθρώπων της. Είναι εξομολόγηση, γιατί βγάζουν στην επιφάνεια εμπειρίες που για χρόνια έμεναν μέσα μου ως ντροπή ή φόβος. Αλλά είναι και σωματικές καταγραφές, ντοκουμέντα μιας αλήθειας που δεν χωρά πια στις λέξεις. Το «NO IM NOT» και το «Hire me, please.» δεν προσπαθούν να δώσουν λύσεις. Είναι χώρος για ερωτήσεις. Για να παραδεχτούμε ότι δεν είμαστε εντάξει. Για να δούμε πώς το σύστημα μάς σπάει – και πώς μπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε γι’ αυτό.
– Υπήρξε κάποια στιγμή είτε στις πρόβες είτε επί σκηνής που νιώσατε απρόσμενα εκτεθειμένος ή μετασχηματισμένος ως performer;
Η αλήθεια είναι πως πάντα είμαι εκτεθειμένος. Δεν υπάρχει έργο που να δημιουργώ χωρίς να βάζω τον εαυτό μου μέσα ολοκληρωτικά – ακόμη κι αν τη στιγμή της δημιουργίας δεν καταλαβαίνω συνειδητά τι ακριβώς αισθάνομαι. Είναι σαν να λειτουργώ μέσα από το σώμα και το υποσυνείδητο, και μόνο όταν τελειώσει η παράσταση, όταν κατέβω από τη σκηνή και συναντήσω τον κόσμο, καταλαβαίνω τι πραγματικά συνέβη. Αρκεί ένα άτομο να μου πει «είδα τον εαυτό μου σε σένα» – εκεί, ξαφνικά, όλα αποκτούν νόημα. Εκεί καταλαβαίνω πόσο αλήθεια κουβαλούσα πάνω στη σκηνή.
Αυτές οι στιγμές είναι μεταμορφωτικές. Κάθε φορά που συμβαίνει αυτό, νιώθω ότι αλλάζω – όχι μόνο ως καλλιτέχνης, αλλά και ως άνθρωπος. Αν δεν εκθέσω τον εαυτό μου, δεν μαθαίνω, δεν εξελίσσομαι και δεν μπορώ να καταλάβω ούτε τον εαυτό μου, ούτε τον κόσμο γύρω μου. Η έκθεση για μένα δεν είναι ρίσκο, είναι ανάγκη.
Υ.Γ. Δεν μπορώ να είμαι καλά. Όχι μόνο γιατί κουβαλώ τις προσωπικές μου μάχες, αλλά γιατί βλέπω τον κόσμο γύρω μου να καταρρέει. Ως καλλιτέχνης και ακτιβιστής, δεν μπορώ να αγνοήσω τη γενοκτονία στη Γάζα, την καταπάτηση των δικαιωμάτων του παλαιστινιακού λαού, ούτε την ανοχή ή τη σιωπή που κυριαρχεί. Αυτό με διαλύει ψυχικά, με βαραίνει σωματικά, και – αναπόφευκτα – διαμορφώνει το έργο μου.
Τα έργα μου δεν είναι απλώς εξομολογήσεις ή καλλιτεχνικές πράξεις. Είναι καταγραφές επιβίωσης. Είναι μορφές αντίστασης απέναντι σε κάθε σύστημα που απαιτεί από εμάς να φαινόμαστε λειτουργικοί, υγιείς, «εντάξει», ενώ γύρω μας συμβαίνουν αδιανόητα πράγματα. Η ευαλωτότητα που φέρνω στη σκηνή δεν είναι αδυναμία – είναι συνειδητή επιλογή. Γιατί το να εκτεθώ είναι ο μόνος τρόπος που έχω για να μείνω ειλικρινής, να κατανοήσω τον εαυτό μου και να συναντήσω τους άλλους.
Ίσως, μέσα από τη συλλογική μας κόπωση, μπορούμε να βρούμε τρόπους να σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλον. Ίσως, η τέχνη, το σώμα και η ευαισθησία να είναι εργαλεία μνήμης, πολιτικής, και θεραπείας – όχι ατομικής, αλλά συλλογικής.
Phoebe Jewitt, ιδρύτρια της PITT Co: Αναμνήσεις και εμπειρίες που χάνονται στη λήθη της άνοιας
– Το έργο σας ασχολείται με τη μνήμη και τη σταδιακή εξασθένισή της λόγω άνοιας. Πώς προσεγγίσατε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα;
Πάντα με συναρπάζει ο τρόπος που λειτουργεί η μνήμη – το γεγονός ότι μπορούμε να θυμόμαστε μοιάζει με δώρο και είναι ένα τόσο σημαντικό και όμορφο κομμάτι της ζωής. Δυστυχώς, η μνήμη μας είναι εύθραυστη, και η άνοια αποτελεί πραγματικότητα για πάρα πολλούς ανθρώπους, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Αυτή τη στιγμή, περίπου 55 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ζουν με άνοια, και αυτός ο αριθμός αναμένεται να φτάσει τα 139 εκατομμύρια μέσα στα επόμενα 25 χρόνια.
Προς το παρόν, ακόμη δεν υπάρχει θεραπεία, αλλά η έρευνα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στην κατανόηση των ασθενειών που προκαλούν άνοια και στο τι θα μπορούσαν να είναι οι πιθανές θεραπείες. Ήθελα το έργο μου να αναγνωρίσει τόσο την τραγικότητα όσο και την ομορφιά της μνήμης – να δώσει χώρο στη βαθιά οδύνη που μπορεί να προκαλέσει η άνοια και παράλληλα να γιορτάσει τον τρόπο με τον οποίο η μνήμη μάς διαμορφώνει.
Όταν άρχισα να δουλεύω αυτό το έργο, ήξερα ότι δεν μπορούσα να ισχυριστώ ότι γνωρίζω στο πετσί μου πώς είναι να ζεις με άνοια. Ωστόσο, ήξερα πώς είναι να βρίσκεσαι στην άλλη πλευρά, να βλέπεις τον τεράστιο αντίκτυπο που μπορεί να έχει σε ένα άτομο και στην οικογένειά του. Άφησα τις δικές μου μνήμες και εμπειρίες να με καθοδηγήσουν, αλλά έκανα και έρευνα για το πώς λειτουργεί η απώλεια μνήμης και πώς βιώνεται. Ήθελα να προσεγγίσω το θέμα με ειλικρίνεια και φροντίδα, αλλά και να κατανοήσω το παράξενο μείγμα συναισθημάτων που το συνοδεύει – το «τρενάκι του τρόμου» της σύγχυσης, του θυμού, της αγάπης, της συγχώρεσης και της αποδοχής.
– Υπήρξαν προσωπικές ιστορίες ή βιωμένες εμπειρίες που διαμόρφωσαν τη χορογραφία του «Trilogy: For Old Times’ Sake»;
Ναι, η έμπνευση για το έργο προέρχεται από έναν πολύ προσωπικό τόπο και μια συγκεκριμένη, προσωπική ιστορία με τον παππού μου, με τον οποίο είχα πολύ στενή σχέση. Παρακολουθώντας την πορεία του όσον αφορά τη μνήμη –το πόσο αγαπούσε να αναπολεί και να μιλά για το παρελθόν, και τη σύγχυση που παρείσφρησε σταδιακά τα τελευταία χρόνια– διαμορφώθηκε η αντίληψή μου για το τι σημαίνει να θυμάσαι και να ξεχνάς.
Το έργο αντλεί επίσης από ιστορίες άλλων ανθρώπων και από τη δική μου έρευνα για το πώς λειτουργεί η μνήμη – πώς ρέει και πώς θρυμματίζεται. Ήθελα η δομή και η κίνηση να αντικατοπτρίζουν αυτή τη ρευστή, πολυεπίπεδη φύση της μνήμης.
Το σώμα σίγουρα θυμάται με τρόπους που το μυαλό δεν μπορεί. Στη δημιουργία της κίνησης, μου αρέσει να δουλεύω με εικόνες, με κάθε κίνηση να κρατά τη δική της ιστορία, συγκίνηση ή ιδέα. Με τους χορευτές, αναζητούσαμε κινήσεις που έβγαιναν ενστικτωδώς, σαν η μυϊκή μνήμη να τους τραβούσε πίσω σε μια μισοξεχασμένη στιγμή.
Τελικά, το έργο είναι ο δικός μου τρόπος να δώσω μορφή σε κάτι που δεν μπορούμε ποτέ να κρατήσουμε πλήρως – μια απόπειρα να τιμήσω τον τρόπο με τον οποίο η μνήμη ζει μέσα μας, ακόμη κι όταν τμήματά της σβήνουν.
– Καθώς η μνήμη ξεθωριάζει, το σώμα συχνά θυμάται πράγματα που ξεχνάει το μυαλό. Έπαιξε αυτό ρόλο στη χορογραφική σύνθεση;
Απολύτως. Το έργο ξεδιπλώνεται σε τρία μέρη, με κάθε επεισόδιο να υφαίνεται μέσα στο επόμενο – όπως ακριβώς η μνήμη μεταβάλλεται και επαναλαμβάνεται. Δεν βλέπω τη μνήμη ως μια ευθεία γραμμή, αλλά ως ένα ατέρμονο μονοπάτι – γεμάτο εικόνες, μυρωδιές, ήχους, υφές και γεύσεις, όπου όλα διασταυρώνονται και επανέρχονται.
Στο έργο, ο χώρος που βλέπουμε είναι στην ουσία το μυαλό ενός άντρα (τον οποίο υποδύονται παράλληλα ο Mathew Prichard και ο Jorge Garcia Perez). Ό,τι συμβαίνει εκεί μέσα συνιστά τη μνήμη. Εκεί μπορεί να συναντήσει τον νεότερο εαυτό του και τη σύζυγό του – και οι δύο πλάσματα της μνήμης του, φτιαγμένα από κομμάτια που δεν ταιριάζουν πλήρως μεταξύ τους. Ποτέ δεν είναι ξεκάθαρο τι είναι αληθινό, τι είναι ανάμνηση ή τι είναι καθαρή φαντασία.
Το τραπέζι είναι επίσης ένα βασικό στοιχείο. Για πολλές οικογένειες –όπως και τη δική μου– το τραπέζι είναι ένας τόπος σύνδεσης: για ιστορίες, στήριξη, καβγάδες, αγάπη, στοχασμό. Έχω έντονες αναμνήσεις να κάθομαι με τις ώρες στο τραπέζι με τους παππούδες, τους γονείς και τα αδέλφια μου, ακούγοντας τις ιστορίες τους. Θα προσπαθούσα να τις καταγράψω, με την αγωνία να κρατήσω ζωντανές τις στιγμές και τις μνήμες που θεωρούσαν πολύτιμες. Στο έργο, το τραπέζι γίνεται ένας τέτοιος τόπος συνάντησης μέσα στο μυαλό του άντρα, όπου είναι και πάλι νέος, όπου μπορεί να δει, να μιλήσει και να χορέψει ξανά με τη σύζυγό του. Το τραπέζι γίνεται επίσης τόπος διαλόγου μεταξύ του ηλικιωμένου και του νεότερου εαυτού του.
Η φωνή στο έργο προσθέτει ένα ακόμη επίπεδο. Στην πρώτη ενότητα, το ποίημα είναι καθαρό και λογικό. Όταν επιστρέφει, είναι πιο σφιγμένο και συγκεχυμένο. Την τρίτη φορά, τα λόγια γίνονται ένας ατελείωτος βρόγχος –άλλοτε έχουν νόημα, άλλοτε όχι– αντικατοπτρίζοντας το πώς ξετυλίγεται η ιστορία μιας ζωής όταν ξεθωριάζει η μνήμη.
Είναι μέσα στην κίνηση που έρχονται στην επιφάνεια όλα τα αντικρουόμενα, ενστικτώδη συναισθήματα: η αγάπη, η τρυφερότητα, αλλά και ο θυμός, ο πόνος και η σύγχυση που φέρνει η άνοια.
Επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του φεστιβάλ Dance Days Chania για το αναλυτικό πρόγραμμα και πληροφορίες.