ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΑΓΑΠΟΥΝ ΠΙΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ (ΔΕΝ ΦΤΑΙΝΕ ΜΟΝΟ ΟΙ ΟΘΟΝΕΣ)
Είναι γεγονός: τα παιδιά δεν αγαπούν πια το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων όπως εμείς παλιότερα. Σίγουρα, η χρήση των νέων τεχνολογιών έχει παίξει τεράστιο ρόλο, αλλά είναι μόνο αυτό; Έχουν ευθύνη οι γονείς και το σχολείο;
Η κόρη μου διάβαζε όταν ήταν μικρότερη, αλλά ποτέ δεν αγάπησε τα βιβλία. Πάει καιρός που έχει σταματήσει το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων. Κάτι παρόμοιο συνέβη και σε παιδιά φίλων, που στα χρόνια του Δημοτικού ρουφούσαν αχόρταγα τον Χάρι Πότερ και τώρα, στα χρόνια του Γυμνασίου, ούτε να μπουν σε βιβλιοπωλείο. Τελευταία το ακούω και το βλέπω όλο και περισσότερο: τα παιδιά δεν αγαπούν τη λογοτεχνία.
Η πρώτη σκέψη που έρχεται σε όλους μας στο μυαλό είναι φυσικά οι οθόνες: το ατέρμονο σκρολάρισμα που κερδίζει το ενδιαφέρον και την προσήλωσή τους, κλέβοντας την τελευταία από οποιαδήποτε άλλη δημιουργική ενασχόληση. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι οι οθόνες δεν παίζουν ρόλο. Δεν πρόκειται όμως για κάτι μεμονωμένο. Δεν ισχύει δηλαδή ότι αν όλοι συμφωνούσαμε να κρατήσουμε τα παιδιά μακριά από τις οθόνες μέχρι τα 15 τους, εκείνα θα γίνονταν δεινοί αναγνώστες.
Το πρόβλημα των οθονών είναι ότι αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης κουλτούρας στην οποία έχουμε υποκύψει όλοι, μικροί και μεγάλοι, ακόμη και οι δάσκαλοι και οι συγγραφείς. Είναι αδύνατον να είσαι μέλος αυτής της κοινωνίας και να μην (ξέρεις να) χρησιμοποιείς tablet και smartphones, τόσο για κοινωνικούς όσο και για επαγγελματικούς λόγους. Αλλά στα παρελκόμενα της χρήσης των σύγχρονων τεχνολογιών περιλαμβάνονται διάφορα προβλήματα: από την ψηφιακή αμνησία και την απώλεια της κριτικής σκέψης, μέχρι τον εθισμό των νέων και την έλλειψη ενδιαφερόντων, όπως η αγάπη για τη λογοτεχνία.
Μεγάλωσα στη δεκαετία του 1980 και με θυμάμαι να καταβροχθίζω τα βιβλία των Άλκη Ζέη, Ζωρζ Σαρρή, Ευγενίας Φακίνου, αλλά και των ξένων «κλασικών», ενώ λίγο αργότερα ως έφηβη πέρασα στη Γενιά του '30 και στους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς. Και παρότι δεν αγάπησα ποτέ τη Φανταστική Λογοτεχνία, πάντοτε χαιρόμουν να απολαμβάνω ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο. Πάντοτε όμως έβλεπα και τους γονείς μου να διαβάζουν: καθημερινά εφημερίδες και περιοδικά, ενώ στο κομοδίνο τους υπήρχε ένα βιβλίο, είτε λογοτεχνικό, είτε ιστορικό.
Πώς διαφέρουν τα σπίτια του σήμερα από του χτες;
Ντρέπομαι να πω ότι δεν δίνω το ίδιο παράδειγμα στο παιδί μου. Διαβάζω με προσήλωση μόνο πού και πού κάποιο βιβλίο που θα βρω πολύ συναρπαστικό και τότε, ναι, παραδίδομαι στο στόρι του ολοκληρωτικά, όπως έκανα παλιά. Οι ρυθμοί της ζωής και οι οθόνες επηρεάζουν τα περισσότερα σπίτια με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και δεν θα τις εξαιρούσα από ένα τέτοιο άρθρο.
Πρόσφατα όμως διάβαζα ένα κείμενο της Αμερικανίδας συγγραφέως παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, Katherine Marsh, και πρέπει να παραδεχτώ ότι με βρήκε σύμφωνη σε πολλά σημεία του, παρότι εκείνη μιλάει για την Αμερική κι εγώ για την Ελλάδα.
Το σημείο κλειδί στην ερμηνεία του βασικού ερωτήματος Γιατί τα παιδιά δεν αγαπούν πια το διάβασμα; είναι η διασκέδαση. Τα παιδιά δεν μπορούν να αγαπήσουν το διάβασμα, δεν μπορούν να διαβάσουν αδηφάγα, γιατί δεν διασκεδάζουν διαβάζοντας.
Διασκέδαση και διάβασμα: Συνδέονται το ένα με το άλλο;
Ελάχιστα είναι τα παιδιά που στοχεύουν στη διασκέδαση με το διάβασμα. Τα περισσότερα έχουν κάνει μια κακή σύνδεση στο μυαλό τους: το διάβασμα δεν είναι για διασκέδαση. Είναι για μάθηση, επίδειξη γνώσεων, ανταγωνισμό με άλλους, αλλά σίγουρα όχι για διασκέδαση.
Μια έρευνα που διεξήχθη από την Αμερικανική Αρχή Αξιολόγησης της Εκπαιδευτικής Προόδου έδειξε ότι τα ποσοστά των παιδιών ηλικίας 9 έως 13 ετών που δήλωσαν ότι διαβάζουν καθημερινά για διασκέδαση, έχουν μειωθεί κατά διψήφιο ποσοστό από το 1984. Φαντάζομαι ότι στην Ελλάδα μια τέτοια έρευνα, πόσο μάλλον μια τέτοια Αρχή, αποτελεί πολυτέλεια, όμως και από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, τα ευρήματα είναι ενδιαφέροντα και διαφωτιστικά.
Παρατηρώντας λοιπόν πόσο τα μικρά παιδιά αγαπούν να τους διαβάζουμε παραμύθια και ιστορίες, πόσο, όταν αρχίζουν να μαθαίνουν τα πρώτα γράμματα, χαίρονται να προσπαθούν να διαβάσουν μόνα τους και, τελικά, πόσο βαριούνται προς τις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ το... σχολείο.
Πώς διδάσκεται η Λογοτεχνία στο σχολείο;
Η κριτική ανάγνωση είναι σαφώς μια σημαντική δεξιότητα, ειδικά για μια γενιά βομβαρδισμένη με πληροφορίες, πολλές από τις οποίες είναι αναξιόπιστες ή παραπλανητικές. Αλλά πώς φτάνουμε εκεί; Η εστίαση στην αναλυτική ανάγνωση φαίνεται να συνθλίβει τη γνήσια απόλαυση ενός κειμένου. Η υπερεστίαση στην ανάλυση έχει ένα τίμημα: Η αγάπη για τα βιβλία και την αφήγηση χάνεται.
Για να καταλάβετε τι θέλω να πω, παραθέτω δύο ασκήσεις από πραγματικά σχολικά βιβλία λογοτεχνίας:
- Προσδιορίστε τη σημασία των λέξεων και των φράσεων όπως χρησιμοποιούνται στο κείμενο, διακρίνοντας την κυριολεκτική από τη μη κυριολεκτική γλώσσα.
- Βρείτε και μελετήστε στην πρώτη ενότητα το σχήμα της αντίθεσης και το σχήμα της επανάληψης. Ποιο αισθητικό αποτέλεσμα δημιουργούν;
Οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν τις παραπάνω έννοιες στα παιδιά, στη συνέχεια εκείνα διαβάζουν ένα απόσπασμα από το λογοτεχνικό έργο και απαντούν σε γραπτές ερωτήσεις.
Γιατί δεν αρέσει η σχολική Λογοτεχνία στα παιδιά;
Για όποιον όμως γνωρίζει από παιδιά, αυτό είναι το αντίθετο του συναρπαστικού: Ο καλύτερος τρόπος για να παρουσιάσουμε μια αφηρημένη ιδέα στα παιδιά είναι να τη συνδέσουμε με μια ιστορία. Η «μη κυριολεκτική γλώσσα» γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρουσα και κατανοητή, ειδικά για ένα 8χρονο παιδί, όταν πρέπει πρώτα να γελάσει με τα καμώματα ενός λογοτεχνικού ήρωα.
Το διασκεδαστικό μέρος της ανάγνωσης είναι η διαδικασία της συνάντησης με έναν χαρακτήρα και η παρακολούθησή του μέσα από μια σειρά περιπετειών. Όταν όμως απομονώνουμε ένα μικρό απόσπασμα και το βάζουμε στο μικροσκόπιο, για να μάθουμε στα παιδιά έννοιες που περισσότερο θα έπρεπε να γνωρίζει ένας φιλόλογος κι όχι ένας μαθητής Δημοτικού ή Γυμνασίου, κάνουμε την ανάγνωση τόσο ελκυστική όσο είναι και το συγύρισμα του δωματίου τους.
Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά παιδιών που συνδέουν την ανάγνωση με το μάθημα και τη σχολική αξιολόγηση. Δεν μπορούμε να μάθουμε στα παιδιά να αγαπούν το διάβασμα αν δεν κάνουμε προτεραιότητα την ανάγνωση μέχρι τέλους. Η απόλαυση στο διάβασμα προέρχεται από τη συναισθηματική ανταμοιβή της κορύφωσης μιας ιστορίας.
Πρέπει να συναντήσουμε τα παιδιά εκεί που βρίσκονται
Κι αν το καλοσκεφτείτε, πότε ένας καθηγητής παρουσίασε ένα βιβλίο ως κάτι διασκεδαστικό στα παιδιά; Μπορεί να το χαρακτηρίσουν αστείο, υπέροχο, συγκινητικό, γεμάτο νοήματα, αλλά διασκεδαστικό; Όχι. Κι όμως είναι πολλά βιβλία διασκεδαστικά κι αυτό είναι κάτι που τα παιδιά αγνοούν. Ειδικά, όταν τα βιβλία γίνονται μεγαλύτερα σε όγκο και απευθύνονται σε μεγαλύτερα παιδιά, εκείνα δυσκολεύονται να κάνουν το άλμα.
Πρέπει να συναντήσουμε τα παιδιά εκεί που βρίσκονται. Η προσεκτική ανάγνωση μπορεί να είναι εύκολο να μετρηθεί, αλλά δεν είναι ο τρόπος για να κάνουμε τα παιδιά να ερωτευτούν την αφήγηση. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να έχουν την ελευθερία να διδάσκουν με αναπτυξιακά κατάλληλους τρόπους, χρησιμοποιώντας βιβλία που γνωρίζουν ότι θα ενθουσιάσουν και θα προκαλέσουν τα παιδιά.
Η φράση «διάβασε κανένα βιβλίο» είναι λάθος
Και σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται και ο ρόλος των γονέων. Πόσες φορές δεν προτρέψαμε τα παιδιά είτε με τα λόγια, είτε με τα υπονοούμενα Διάβασε και κανένα βιβλίο, τώρα που καλοκαιριάζει! «Τα παιδιά πρέπει να διαβάζουν όσο και ό,τι εκείνα επιθυμούν – βιβλία, περιοδικά, κόμικς. Όχι όμως οτιδήποτε τους θυμίζει υποχρέωση. Αν το παιδί διαβάσει κάτι επειδή πρέπει, σαν να είναι καταναγκαστικό έργο, μακροπρόθεσμα δεν θα κερδίσει», αναφέρει η εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Ειρήνη Χουντάλα.
Η φράση Πιάσε και κανένα βιβλίο είναι λάθος από μόνη της. Πόσο μάλλον όταν συνοδεύεται από τη δική μας αντιφατική συμπεριφορά και το ατέρμονο σκρολάρισμα στο κινητό. Πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά να διαλέγουν τα βιβλία που τους κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Τα βιβλία που ανταποκρίνονται στο δικό τους γνωστικό επίπεδο. Δεν πειράζει αν το παιδί μας είναι 10 ετών και διαβάζει ένα βιβλίο που απευθύνεται σε 8χρονα. Το κέρδος που θα έχουν αν διαβάσουν κάτι διασκεδαστικό, είναι ανεκτίμητο.