ΓΙΑΤΙ ΑΓΑΠΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΥΜΠΑΘΕΙΣ;
Μπορούμε να αγαπάμε ανθρώπους χωρίς να τους συμπαθούμε – και το αντίστροφο; Η εμπειρία δείχνει ότι συμβαίνει συχνά. Το «γιατί» επιχειρούν να εξηγήσουν επαγγελματίες ψυχικής υγείας, αναλύοντας πώς λειτουργεί αυτή η παράξενη δυναμική και πώς καλλιεργούνται ισορροπημένες σχέσεις.
Έρχεται μια στιγμή που εξετάζεις τα συναισθήματά σου για τους ανθρώπους και αποφασίζεις ότι το μυαλό και η καρδιά στα λένε μπερδεμένα. Λέω «καρδιά» ποιητική αδεία, αφού ξέρουμε πως ό,τι τη ζεσταίνει, την παγώνει, τη ραγίζει ή την τρελαίνει στις διαπροσωπικές σχέσεις δεν είναι παρά έργα της μάζας από νευρώνες και συνάψεις που κουβαλάμε στο κρανίο μας. Ενός εγκεφάλου που μας κάνει να δίνουμε αγάπη εκεί που δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας και να συμπαθούμε ακόμη κι αν δεν αγαπάμε.
Γιατί μας ξενίζει; Η ανθρώπινη φύση είναι γεμάτη παραδοξότητες· κι αυτή την τελευταία θα ανακαλύψουμε κάποια στιγμή στην ενηλικίωση, βλέποντας σε άτομα που μάθαμε να αγαπάμε πως οι συμπεριφορές, οι πεποιθήσεις και οι χαρακτήρες τους είναι τελείως κόντρα στο αξιακό μας σύστημα – αλλά δεν μπορούμε να μην τα αγαπάμε. Σπάνια μας απασχολεί το αντίστροφο. Αν, δηλαδή, έπρεπε να φέρω παράδειγμα, μάλλον θα σκεφτόμουν ανθρώπους που συμπαθούμε σε περιστασιακές παρέες, χωρίς ποτέ να έρθουμε ουσιαστικά κοντά.
«Μπορείς να αγαπάς χωρίς να συμπαθείς, αλλά είναι μάλλον απίθανο να συμπαθήσεις χωρίς να αγαπάς», γράφει σε άρθρο της η κλινική ψυχολόγος Δρ Cortney Warren. Η αγάπη, λέει, είναι μια αρχέγονη ενόρμηση, μια εξελικτική δύναμη που γέννησε η ανάγκη του ανθρώπου για σύνδεση και τον βοήθησε να επιβιώσει. Είναι μια εσώτερη εμπειρία τρυφερότητας, επιθυμίας και φροντίδας που μας δένει με τους άλλους. Για τον ψυχοθεραπευτή και σύμβουλο γάμου Δρ. John Amodeo, το να αγαπάς κάποιον σημαίνει συνήθως ότι νοιάζεσαι για την ευτυχία του.
Η συμπάθεια έχει άλλη μηχανική. Προϋποθέτει διαφορετικού τύπου δεσμούς, βαθιά ριζωμένους στην οικειότητα και την αμοιβαία εκτίμηση. Όπως έδειξε η έρευνα του κοινωνικού ψυχολόγου Zick Rubin τη δεκαετία του ’70, η συμπάθεια εμπεριέχει την αξιολόγηση των χαρακτηριστικών κάποιου και το συμπέρασμα ότι μας ταιριάζουν και μας ελκύουν, με βάση το ποιος είναι. Πηγάζει συχνά, προσθέτει ο Δρ Amodeo, από την αίσθηση συναισθηματικής ασφάλειας, όπως στις συζητήσεις που κυλούν αβίαστα, δίχως ανάγκη για άμυνες ή εξαντλητικό φιλτράρισμα στις λέξεις.
Σ’ αγαπώ κι ας μη μου κάνεις
Δεν είναι σπάνιο να αγαπάμε έναν άνθρωπο –γονιό, αδελφό ή σύντροφο– και ταυτόχρονα να αντιπαθούμε πτυχές της συμπεριφοράς του. Παρά την απογοήτευση για στοιχεία του χαρακτήρα του ή συνήθειές του, η αγάπη μένει εκεί γιατί προκύπτει από τη βιολογική μας ανάγκη για σύνδεση, παρατηρεί η Δρ Warren.
Ωστόσο, δεν είναι χωρίς κόστος. Μια συνάντηση με άτομα που αγαπάμε αλλά οι σχέσεις μας είναι τεταμένες, σχολιάζει ο Δρ Amodeo, μπορεί να μας εξουθενώσει. «Ίσως να νιώθουμε μια θέρμη στην καρδιά μας όταν τους φέρνουμε στο μυαλό, κι όμως μετά τη συνύπαρξη για πάνω από μία ώρα –ή ακόμη και δύο λεπτά– να αναρωτιόμαστε γιατί αποφασίσαμε να τους αφιερώσουμε τόσο χρόνο».
Η εν λόγω δυναμική εξηγείται εν μέρει από το σύστημα ανταμοιβής της ντοπαμίνης στον εγκέφαλο, δείχνουν έρευνες της Ιατρικής Σχολής του Harvard: Ενώ η αγάπη προκαλεί βιοχημικές αλλαγές με ξεκάθαρα ευεργετικά αποτελέσματα, ο συναισθηματικός πόνος από την απουσία ή την αιφνίδια απώλειά της μπορεί να έχει οργανικές συνέπειες, όπως συμβαίνει με το «σύνδρομο της ραγισμένης καρδιάς». Είναι η βιολογική απόκριση που μας κρατά δεμένους με εκείνους που αγαπάμε, ακόμη κι όταν ή παρουσία τους δεν μας είναι ευχάριστη.
ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΣΥΜΠΑΘΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΑΠΙΘΑΝΟ ΝΑ ΣΥΜΠΑΘΗΣΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ.
Όταν η συμπάθεια δεν εξελίσσεται σε αγάπη
Συναντάμε ανθρώπους που πράγματι απολαμβάνουμε την παρέα τους –ενδεχομένως για την ευστροφία, τη γοητεία ή την καλοσύνη τους– κι όμως διαπιστώνουμε ότι δεν μπορούμε να συνδεθούμε ουσιαστικά. Σύμφωνα με τη Δρ. Warren, είναι συχνό μοτίβο στις ερωτικές σχέσεις, όπου «νιώθουμε πως μας αρέσει πολύ κάποιος που, λογικά, θα ήταν ιδανικός για εμάς, μα εν τέλει δεν μπορούμε να ερωτευτούμε». Είναι ένα χάσμα δηλωτικό τη δυσνόητης φύσης της αγάπης, η οποία απαιτεί περισσότερα από απλό θαυμασμό.
Στις υγιείς σχέσεις, γράφει κάπου ο Δρ Amodeo, «νιώθουμε χαρά, ουσιαστική εμπλοκή και ευχαρίστηση στην παρουσία του άλλου». Εντούτοις, όταν απουσιάζει το συναισθηματικό βάθος, η εσωτερική έλξη της αγάπης, οι σχέσεις μπορεί να μείνουν για πάντα επιφανειακές. Η συμπάθεια για εκείνον τον συνάδελφο που σου φτιάχνει τη μέρα με τις πλάκες του δύσκολα θα εξελιχθεί σε αγάπη, αν ο ίδιος παραμένει συναισθηματικά κλειστός σαν στρείδι.
Πώς να χτίσεις ισορροπημένες σχέσεις
Αμφότεροι οι ειδικοί τονίζουν ότι η ιδανική σχέση συνδυάζει αγάπη και συμπάθεια. «Ο στόχος για τους περισσότερους από εμάς είναι να μας περιβάλλουν άνθρωποι που και συμπαθούμε και αγαπάμε», λέει η Δρ Warren, αφού μόνο έτσι δημιουργούνται ολοκληρωμένες και ουσιαστικές σχέσεις. Ο Δρ Amodeo μας ενθαρρύνει να αναζητάμε σχέσεις όπου βιώνουμε «αυθόρμητη χαρά» και να καλλιεργούμε στον εαυτό μας τις αρετές που θαυμάζουμε στους άλλους. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη της συναισθηματικής μας αυτορρύθμισης και της αυθεντικότητάς μας ίσως γίνουν το διαβατήριο για να περάσουμε από τη συμπάθεια στην αγάπη.
Πάνω απ’ όλα χρειάζεται αυτογνωσία. Να σκεφτούμε, λέει ο ψυχοθεραπευτής, τι μας χαλάει σε ανθρώπους που αγαπάμε και να εξετάσουμε μήπως η συμπεριφορά τους ενεργοποιεί θαμμένα συναισθήματα ή καθρεφτίζει δικές μας ανασφάλειες. Κατανοώντας αυτές τις δυναμικές, μας δίνεται η ευκαιρία να προσεγγίζουμε τις σχέσεις με μεγαλύτερη διαύγεια, αποφασίζοντας πότε αξίζει να επενδύουμε περισσότερο και πότε να θέτουμε όρια. Η διάκριση ανάμεσα στην αγάπη και τη συμπάθεια, καταλήγει η Δρ Warren, μας βοηθά να ιεραρχούμε τις σχέσεις που είναι ταυτόχρονα ουσιαστικές και αληθινά απολαυστικές.