ΓΙΑΤΙ ΤΟ «ΑΣ ΣΥΜΦΩΝΗΣΟΥΜΕ ΟΤΙ ΔΙΑΦΩΝΟΥΜΕ» ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΚΑΛΟ ΟΣΟ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ
Μία ειδικός εξηγεί γιατί το «ας συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε» –αγαπημένη φράση πολλών– μπορεί να βλάψει τις σχέσεις σου, και πώς να διαχειριστείς μια διαφωνία.
Είμαστε στο τραπέζι με το σόι και κάπου ανάμεσα στο κρασί και το κοκκινιστό ξεκινάει πολιτική συζήτηση. Μετά από δύο γύρους κουβέντας και μερικά «ναι, αλλά», αρχίζουν οι φωνές, για να καταλήξουμε στο γνωστό «ας συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε». Το ίδιο έργο παίζεται ξανά και ξανά στις παρέες και στα οικογενειακά τραπέζια, κάθε φορά που η κουβέντα ακουμπά πολιτική, οικονομία ή κοινωνικά ζητήματα.
Κάθε φορά που η ένταση ανεβαίνει (ή η κατάσταση δείχνει να ξεφεύγει), η φράση-καραμέλα έρχεται να μας «σώσει», να λήξει ευγενικά τη σύγκρουση για να μην χαλάσουμε τις καρδιές μας. Μήπως όμως αυτό ακριβώς κάνουμε;
Η Lisa Pavia-Higel, Επίκουρη Καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας και Τεχνικής Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας του Μισούρι, εξηγεί σε άρθρο της ότι το «ας συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε» ή οποιαδήποτε άλλη ευγενική φράση που στην ουσία σημαίνει «σταμάτα να μιλάς» δεν αποκαθιστά την αρμονία. Αντίθετα, μπορεί να προκαλέσει σε βάθος χρόνου ρωγμή στις σχέσεις μας.
Τα θέματα που μας... καίνε
Η συζήτηση είναι το νόμισμα των σχέσεων, γράφει η ειδικός. Όταν μιλάμε για οποιοδήποτε μικρό ή μεγάλο θέμα, δεν ανταλλάσσουμε απλώς πληροφορίες. Καλλιεργούμε μεταξύ μας αίσθημα εμπιστοσύνης και συνθέτουμε τη μικρή κοινή μας ιστορία.
Σύμφωνα με τον ερευνητή Mark Knapp και το μοντέλο ανάπτυξης σχέσεων που έχει προτείνει, κάθε σχέση περνά από πέντε στάδια προσέγγισης και πέντε στάδια απομάκρυνσης. Ανάμεσά τους υπάρχει η «οριοθέτηση/ περιχαράκωση», το στάδιο όπου αρχίζουμε να βάζουμε ταμπέλες «μην πλησιάζεις» γύρω από συγκεκριμένα θέματα. Είναι αναμενόμενο να υπάρχουν λίγα τέτοια «απαγορευμένα» θέματα. Όταν όμως ο αριθμός τους αυξάνεται, οι άνθρωποι αρχίζουν να αποφεύγουν κάθε ουσιαστική επικοινωνία. Και κάπως έτσι, η σχέση αρχίζει να οδεύει προς τη λήξη.
Αν δεν αρκεί το «ας συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε», τότε τι;
Δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα που να λύνει κάθε διαφωνία. Η επικοινωνία θέλει χρόνο, υπομονή και καλή θέληση. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν δύο τεχνικές που αξίζει να δοκιμάσουμε: το «looping for understanding» (κύκλος κατανόησης) και το «reframe and pivot» (επαναπλαισίωση και μετατόπιση). Πώς μπορούμε να τις εφαρμόσουμε;
1. Ο κύκλος της κατανόησης
Το «looping» έχει έναν στόχο: να νιώσουν και οι δύο πλευρές ότι πραγματικά ακούγονται. Η διαδικασία έχει τρία απλά, αλλά απαιτητικά βήματα:
- Το πρώτο είναι να ακούσουμε ενεργά τον συνομιλητή μας χωρίς να διακόπτουμε ή να κρίνουμε.
- Έπειτα, παραφράζουμε αυτά που ακούσαμε, μαζί με τα συναισθήματα που διακρίνουμε.
- Τέλος, ζητάμε επιβεβαίωση αν το καταλάβαμε σωστά.
Αν η απάντηση είναι «όχι», ξαναμπαίνουμε στον κύκλο, μέχρι το «ναι» να είναι ειλικρινές. Το αποτέλεσμα; Λιγότερη ένταση, περισσότερη κατανόηση, ενώ πολλές φορές το να νιώθεις ότι σε καταλαβαίνουν είναι πιο δυνατό από το να έχεις δίκιο.
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ. OΤΑΝ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ ΘΕΜΑ, ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ ΑΙΣΘΗΜΑ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΜΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ.
2. Από την αντιπαράθεση στη συνεργασία
Η κατανόηση δεν είναι πάντα αρκετή. Εκεί έρχεται η επαναπλαισίωση. Αντί να μένουμε σε αυτό που μας χωρίζει, ψάχνουμε ένα σημείο επαφής, ένα κοινό σημείο συμφωνίας. Οι συνομιλητές δίνουν έμφαση σε ό,τι συμφωνούν, αντί σε ό,τι τους χωρίζει, βρίσκοντας έτσι μια αφετηρία για πιο εποικοδομητικό διάλογο.
Καλό είναι, βέβαια, να έχουμε πάντα κατά νου ότι καμία τεχνική δεν κάνει θαύματα. Μερικές φορές αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια παύση, όχι μια διαρκή προσπάθεια που μας καταβάλλει ψυχικά. Κι αν τελικά μια σχέση δεν σωθεί, τουλάχιστον θα ξέρουμε ότι έληξε για έναν ξεκάθαρο λόγο, όχι από μια παρεξήγηση που δεν ειπώθηκε ποτέ δυνατά.