ΜΗΠΩΣ ΤΟ «ΚΡΑΞΙΜΟ» ΣΤΑ SOCIAL MEDIA ΕΧΕΙ ΞΕΦΥΓΕΙ;
Πολλές φορές, ξεκινώντας από μία δίκαιη παρατήρηση ή/και μία πεποίθηση ότι κάνουμε το σωστό ή ότι δικαιούμαστε να πούμε την άποψή μας δημόσια σε κάτι που συμβαίνει ή παρουσιάζεται σε δημόσια θέα, καταλήγουμε να σχολιάζουμε ή και να κατηγορούμε με έναν τρόπο ειρωνικό, κακό, βίαιο, αγενή. Έναν τρόπο που δεν θα χρησιμοποιούσαμε ποτέ στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις μας, αλλά μόνο μέσω κάποιου δημόσιου βήματος που μας έχει δοθεί, συχνά τα κοινωνικά δίκτυα. Αυτό που στην καθομιλουμένη λέμε κράξιμο.
Στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι άνθρωποι θεωρούμε ότι «κράζουμε» με έναν καλό σκοπό: να αφυπνίσουμε τους άλλους, να καταδείξουμε μια αδικία, να επισημάνουμε κάτι ανήθικο, άδικο, κακόγουστο, επιβλαβές, φαιδρό… Και, βέβαια, όταν καταφέρνουμε να κάνουμε όλα αυτά από την ασφάλεια της οθόνης του υπολογιστή μας, πιθανώς πίσω από ένα προφίλ που κανείς δεν ξέρει ή που –ακόμα χειρότερα– κανείς δεν θα ασχοληθεί να βρει ποιον πραγματικά κρύβει, είναι ακόμα πιο πιθανό να χρησιμοποιούμε πύρινο λόγο, αυστηρότητα, αδιαλλαξία, σκληρότητα, ειρωνεία ή και κακία… Γιατί; Επειδή μπορούμε!
Επειδή είμαστε στις κακές μας. Επειδή βαρεθήκαμε την αδικία. Επειδή δεν μπορούμε να βλέπουμε άλλο τους ίδιους και τους ίδιους στα φώτα της δημοσιότητας. Επειδή όλοι έχουν άποψη και σχολιάζουν, γιατί όχι κι εμείς; Επειδή θέλουμε να θίξουμε τα κακώς κείμενα. Επειδή θίγεται η αισθητική μας, το αίσθημα του δικαίου, η ηθική μας… Επειδή, επειδή, επειδή…
Το πρόβλημα όμως με αυτό το δημόσιο κράξιμο είναι ότι μπορεί πολύ εύκολα να το παρακάνουμε και να ξεφύγουμε από τα όρια, τόσο όσον αφορά την ποιότητα όσο και την ποσότητα των όσων λέμε, τον τρόπο και τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε, αλλά και την αυστηρότητα, την κακία ή την απολυτότητα με την οποία μιλάμε. Αυτό που συχνά δεν σκεφτόμαστε σε τέτοιες στιγμές είναι ότι μπορεί τελικά να χάσουμε αντί να βρούμε το δίκιο μας, να στενοχωρήσουμε, να αδικήσουμε και να κακοκαρδίσουμε άλλους που ίσως δεν φταίνε, δεν το αξίζουν και δεν το θέλουν… Κατά κάποιο τρόπο, χάνουμε την ικανότητά μας για οίκτο και συμπόνια, και αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Προς τι το «κράξιμο» στο ίντερνετ;
Οι άνθρωποι «κράζουν» δημοσίως πολύ συχνά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για διάφορους λόγους, που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Κάποιοι από αυτούς είναι:
– Αναζήτηση επιβεβαίωσης και προσοχής
Η δημόσια κριτική σε κάποιον μπορεί να είναι ένας τρόπος για να κερδίσουμε την προσοχή και την επικύρωση των άλλων, ειδικά όταν αισθανόμαστε ότι μπορεί να μας έχουν αγνοήσει ή προσβάλει.
– Προβολή ανασφαλειών
Δεν είναι απίθανο να «χρησιμοποιούμε» τα αρνητικά σχόλια για να προβάλλουμε τις δικές μας ανασφάλειες και συναισθήματα πάνω στους άλλους, προσπαθώντας κατά κάποιον τρόπο να αποσπάσουμε την προσοχή από τα δικά μας ελαττώματα.
– Προειδοποίηση των «ανίδεων» άλλων
Μπορεί να θεωρούμε ότι μέσω των κοινωνικών δικτύων μας δίνεται μια ευκαιρία να προειδοποιήσουμε τους άλλους για διάφορα που εμείς αντιλαμβανόμαστε ενώ οι άλλοι όχι, σύμφωνα με την εντύπωσή μας. Ο στόχος μας είναι τελικά να αποτρέψουμε τους άλλους από το να βιώσουν παρόμοια προβλήματα με αυτά που έχουμε ζήσει ή παρατηρήσει εμείς.
– Αδυναμία να επιλύσουμε ιδιωτικά τις συγκρούσεις μας
Δεν είναι απίθανο να καταφεύγουμε στο κράξιμο επειδή έχουμε προσπαθήσει να αντιμετωπίσουμε κάποιο ζήτημα σε ιδιωτικό επίπεδο αλλά δεν τα έχουμε καταφέρει. Νιώθουμε αδικημένοι, ίσως και απελπισμένοι, και θεωρούμε ότι ένα δημόσιο βήμα μπορεί και να μας δικαίωνε.
– Ασφάλεια της ανωνυμίας και της απόστασης
Η ανωνυμία που παρέχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να μας κάνει να αισθανόμαστε πιο άνετα να λέμε πράγματα που δεν θα λέγαμε αυτοπροσώπως, οδηγώντας μας τελικά σε δημόσιες αντιπαραθέσεις επειδή σκεφτόμαστε ότι κανείς δεν ξέρει ακριβώς ποιοι είμαστε ή που βρισκόμαστε. Θα καταφεύγαμε στο κράξιμο με την ίδια ευκολία ενώπιος ενωπίω;
– Ηθική οργή
Ορισμένοι από εμάς αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να «φωνάξουμε» αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως ηθικά λανθασμένη ή ανήθικη συμπεριφορά, πιστεύοντας ότι η δημόσια διαπόμπευση είναι αναγκαία ώστε οι υπεύθυνοι να αναγκαστούν να λογοδοτήσουν. Αυτό συμβαίνει ακόμα περισσότερο αν αισθανόμαστε ότι οι ανησυχίες μας δεν εισακούονται ιδιωτικά ή ότι δεν έχουμε τόση δύναμη και επιδραστικότητα όσο οι «αντίδικοί» μας.
Ουκ εν τω πολλώ το ευ;
Ένα μεγάλο πρόβλημα στις περιπτώσεις του σχολιασμού στα κοινωνικά δίκτυα είναι ότι αυτά που λέμε και πιστεύουμε πρέπει να εκφραστούν σε λίγες φράσεις, πράγμα που επηρεάζει τόσο την ποιότητα όσο και την αλήθεια όσων λέμε. Θέλουμε να παράξουμε ένα σχόλιο αιχμηρό, εντυπωσιακό ίσως, ξεχωριστό; Το πιο εύκολο πράγμα είναι να ντροπιάσουμε κάποιον. Άλλωστε, δεν είναι της μόδας το να είμαστε υπομονετικοί, στοχαστικοί και συμπονετικοί. Οι κρίσεις, τα σχόλια και οι καταδίκες είναι πολύ πιο εύκολα, πιο επιθυμητά και πιο διαδεδομένα.
«Χτυπάμε» μία λέξη ή μία φράση στο πληκτρολόγιο –«ψόφο», «να βγάλεις τον καρκίνο», «πώς είσαι έτσι;» – και αφήνουμε ένα σχόλιο ανώνυμο, ίσως, ή ως άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, ξεσπάμε, εκφράζουμε τη γνώμη μας, στηλιτεύουμε, στα γρήγορα… Η συμπόνια και η κατανόηση χρειάζονται περισσότερο χρόνο και ενασχόληση.
Εκστρατεία κοινωνικής δικαιοσύνης ή απλώς κράξιμο;
Συχνά, οι οργανισμοί, οι εταιρείες, οι χώρες, οι κυβερνήσεις ή οι λαοί γίνονται στόχοι δημόσιας διαπόμπευσης. Είναι άραγε διαφορετικό και λιγότερο «βαρύ» να «ντροπιάζουμε» μια εταιρεία παρά ένα συγκεκριμένο μόνο άτομο; Ας μην ξεχνάμε ότι και οι παραπάνω ομάδες, οι κυβερνήσεις, οι λαοί, οι εταιρείες, οι θρησκείες κ.λπ., αποτελούνται με τη σειρά τους από άτομα που τελικά διαπομπεύονται ως μέλη ενός συνόλου.
ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ, Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΓΙΑ ΑΠΟΔΟΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΚΑΙ ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΤΟΥ ΟΧΛΟΥ;
Κάποιοι λένε ότι η διαπόμπευση θα πρέπει να αποφεύγεται, καθώς δεν αποφέρει κέρδη για κανέναν. Δεν είναι όμως πάντα έτσι. Μπορεί μια εταιρεία που εξαπατά, για παράδειγμα, και που γίνεται δικαίως viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να μπει στη θέση της αφού δεχτεί τη δυσαρέσκεια του κόσμου, να διορθωθεί, να αλλάξει. Αυτό είναι κάτι που έχουμε δει συχνά να συμβαίνει και μάλιστα πολύ ορθά. Πρόκειται κατά κάποιο τρόπο για μία εκστρατεία κοινωνικής δικαιοσύνης.
Το πρόβλημα είναι ποιο είναι το όριο και ποια είναι η διαφορά μεταξύ της πραγματικής κοινωνικής δικαιοσύνης και της διαπόμπευσης ανθρώπων χωρίς να φταίνε ή, έστω, χωρίς να είναι αποδεδειγμένο ότι φταίνε. Επίσης, ένα άλλο ζήτημα είναι ποιος μπορεί να κρίνει αν το παράπτωμα είναι αντίστοιχο της τιμωρίας και του τιμήματος που πληρώνουν αυτοί οι άνθρωποι εξαιτίας της δημόσιας διαπόμπευσής τους. Πού σταματάει η καταγγελία, η προσπάθεια για απόδοση δικαιοσύνης, και πού αρχίζει το λαϊκό δικαστήριο και οι φωνές του όχλου;
Μερικές φορές πιστεύουμε ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ότι μπορεί να κινούμαστε με στόχο το δίκαιο, το ηθικό και το σωστό, κι αυτό αυτόματα μας δικαιώνει. Είναι όμως έτσι; Μπορούμε σε τέτοια περίπτωση να πούμε, να κάνουμε και να αποκαλύψουμε το οτιδήποτε; Αποκλείεται μερικές φορές η ενσυναίσθηση και το νοιάξιμο για τους άλλους ανθρώπους να είναι πιο σημαντικά από το να αποδειχτεί ότι είχαμε τελικά δίκιο;
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ Ή ΕΙΔΑΜΕ ΚΑΤΙ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΘΙΣΤΑ ΟΥΤΕ ΑΛΗΘΙΝΟ ΟΥΤΕ ΗΘΙΚΟ.
Προσέχουμε τα ΜΜΕ, τι γίνεται με τα social media;
Έχουμε μάθει να είμαστε προσεκτικοί και καχύποπτοι με τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Τι συμβαίνει όμως με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Πολύ συχνά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη που κάνουν και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης – μάλιστα δημιουργείται κι ένας φαύλος κύκλος: καθώς τα ΜΜΕ προσπαθούν να είναι στο ίδιο επίπεδο δημοτικότητας με τα social media, γίνονται ακόμα χειρότερα.
Πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας το εξής: Το ότι κάτι λέγεται από πολλούς και μαζικά δεν το καθιστά απαραίτητα σωστό ή δίκαιο. Το γεγονός ότι διαβάσαμε ή είδαμε κάτι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν το καθιστά ούτε αληθινό ούτε ηθικό.
Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τη Μαρία Ζούμπα, κοινωνιολόγο, συστημική οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια ατόμου, ζεύγους και ομάδας.