ΠΩΣ Ο ΣΑΙΞΠΗΡ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΕ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΨΗΦΙΑΚΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ
Σε έναν κόσμο όπου οι αλγόριθμοι παρακολουθούν κάθε μας βήμα και η μοναξιά γίνεται μάστιγα, ο «Άμλετ» και το θέατρο του Σαίξπηρ έρχονται να υπενθυμίσουν ότι η ουσιαστική σύνδεση και ο διάλογος παραμένουν πυξίδα για να πορευτούμε με ασφάλεια στην ψηφιακή εποχή.
Τα κινητά μάς παρακολουθούν, μας κρυφακούν και μας βλέπουν μέσα από την κάμερα. Όλα αυτά, που οι πεφωτισμένοι και αφ’ υψηλού τα λέγαμε θεωρίες συνωμοσίας, επανέρχονται συνεχώς σε επιστημονικά πηγαδάκια και διαδικτυακά fora, όχι πάντα για να καταρριφθούν αλλά ενίοτε να επιβεβαιωθούν (έστω εν μέρει) και να αποδοθούν σε κακόβουλα λογισμικά και ψηφιακούς βοηθούς που ακούνε περισσότερα απ’ όσα πρέπει. Μα, όσο κι αν δεν ισχύει πως στήνουν αφτί στις συνομιλίες μας –και το πιστεύω, ως αιώνιος δέσμιος της γοητείας των συμπτώσεων–, κάποιο κακό μας έχουν κάνει. Ή, με τις λέξεις που επέλεξε ο Σαίξπηρ για τον Άμλετ του, «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας».
Τέσσερις αιώνες μας χωρίζουν από την εποχή του Άγγλου θεατρικού συγγραφέα κι ακόμα δύο ή τρεις από εκείνη του Δανού πρίγκηπα στο έργο του. Σε τεχνολογικό επίπεδο, πάλι, η απόσταση μεταφράζεται σε χιλιετίες. Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ δεν έζησε κάποια βιομηχανική επανάσταση, όμως μέχρι σήμερα έχουν συμβεί τέσσερις. Κι είναι η τελευταία που μας φέρνει πιο κοντά από ποτέ στον ήρωά του: στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, των big data και των αλγόριθμων που παρακολουθούν κάθε ίχνος μας, συλλέγουν στοιχεία και κατευθύνουν εν τέλει τις συμπεριφορές μας, μπορούμε να αισθανόμαστε παγιδευμένοι με τον ίδιο τρόπο που ο Άμλετ ένιωθε πως «η Δανία είναι φυλακή».
Αυτή την ενδιαφέρουσα ανάγνωση του σήμερα σε αντιπαραβολή με το σαιξπηρικό έργο διάβασα σε άρθρο των Marie Trotter και Paul Yachnin στο The Convesation, με το οποίο η υποψήφια διδακτόρισσα Αγγλικής Φιλολογίας και ο καθηγητής Σαιξπηρικών Σπουδών αντίστοιχα επιχειρούν να φωτίσουν κινδύνους των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων: τη μοναξιά, την πόλωση, την απώλεια ταυτότητας, την απειλή για τον θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας, ούτως ειπείν «τη δυνατότητα για ουσιαστικό διάλογο ανάμεσα στους ανθρώπους».
Με το ψηφιακό βλέμμα πάνω μας
Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο φιλοσόφος Jeremy Bentham συνέλαβε την ιδέα του Πανοπτικού, μιας φυλακής συνεχούς επιτήρησης των κρατουμένων που θα τους ανάγκαζε να προσέχουν τη συμπεριφορά τους. Ο Michel Foucault είδε σε αυτή την αρχιτεκτονική πρόταση τρόπους που λειτουργούν η πειθαρχική εξουσία και η τιμωρία στην σύγχρονη κοινωνία, όπου δεν χρειάζεται η διαρκής παρακολούθηση παρά η ψευδαίσθησή της, να νιώθεις την παρουσία του βλέμματος για να φέρεσαι σωστά. Για τους Trotter και Yachnin, ένα πανταχού παρόν αόρατο Πανοπτικό αποτελούν οι νέες ηλεκτρονικές συσκευές.
Κάποτε θα το έλεγες «τεχνοφοβικό», μια ακόμα υπόθεση για την «τεχνολογία που θέλει το κακό της ανθρωπότητας», παρότι το ζήτημα απασχολεί πολύ πριν τα cookies και το ChatGPT. Η πολιτική θεωρητικός Hannah Arendt εξέφραζε ανησυχίες ότι η ανεξέλεγκτη τεχνολογική ανάπτυξη θα μπορούσε απογυμνώσει την ανθρώπινη ζωή από τον σκοπό και τη μοναδικότητά της, μετατρέποντας τα άτομα σε μοναχικά «ρομπότ» (αυτόματα) μιας μαζικής κοινωνίας.
Η ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΜΙΑΣ ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΑΦΥΠΝΙΖΕΙ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙ ΤΗΝ ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΓΙΑ ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ.
Η κοινωνική ψυχολόγος και φιλόσοφος Shoshana Zuboff μιλά για τον καπιταλισμό της επιτήρησης, ένα νέο καθεστώς εξουσίας όπου οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες μετατρέπουν την ανθρώπινη εμπειρία σε πρώτη ύλη για εμπορική εκμετάλλευση, μέσα από αλγόριθμους που συλλέγουν δεδομένα και προωθούν ό,τι προκαλεί έντονα συναισθήματα αντί της ακρίβειας και αλήθειας, στρώνοντας το έδαφος για την άγνοια, τη συνωμοσιολογία και την πόλωση.
Ας μην πάμε μακριά. Αν και το άρθρο δημοσιεύτηκε τέλη Αυγούστου, η δολοφονία του συντηρητικού ακτιβιστή Charlie Kirk από τον φερόμενο ως δράστη 22χρονο Tyler Robinson το κάνει ακόμα πιο επίκαιρο. Σύμφωνα με αναφορές, ο απομονωμένος στον ψηφιακό κόσμο (terminally online) Robinson είχε ενταχθεί σε περιθωριακές διαδικτυακές ομάδες, ενώ σε κάλυκες που άφησε πίσω του βρέθηκαν μηνύματα με memes και συνθήματα μιας σκοτεινής ιντερνετικής κουλτούρας.
Η περίπτωσή του αποτελεί αυτό που οι Trotter και Yachnin ορίζουν ως μέγα κίνδυνο της δημοκρατίας: το τέλος της αντιπαράθεσης στο πεδίο των ιδεών και την άνοδο της βίας που γεννά ο ψηφιακός φυλετισμός (tribalism) – η απομόνωση σε κοινότητες (ακραίων συχνά) ομοϊδεατών για προστασία από τις αντίθετες απόψεις και ανακούφιση από τη μοναξιά της εποχής. «Η μοναξιά που βιώνουν πολλοί από εμάς», γράφουν, «ειδικά οι νέοι, καθρεφτίζει την απομόνωση του Άμλετ και την αδυναμία του να εκφράσει τα αληθινά του συναισθήματα».
Η θεραπευτική δύναμη του θεάτρου
Ο Άμλετ γνωρίζει ότι κάτι σάπιο υπάρχει στη Δανία, αλλά υποφέρει γιατί δεν μπορεί να μιλήσει δημόσια για αυτό. Σήμερα, θα μπορούσε να αγωνιά για τον τρόπο που παρουσιάζουμε τον εαυτό μας στο διαδίκτυο, την ακατάπαυστη επιθυμία να μας βλέπουν και να μας ακούν οι άλλοι, χάνοντας όμως την ουσία της γνήσιας ανθρώπινης σύνδεσης. Τα λόγια του, «Μα σπάσε συ, καρδιά μου. Πρέπει τη γλώσσα μου να δέσω» (μτφ. Μ. Κακογιάννης), αντικατοπτρίζουν το δίλημμα της ψηφιακής εποχής.
Ωστόσο, λένε οι Trotter και Yachnin, οι θεατρικός κόσμος του Σαίξπηρ προσφέρει μια συναρπαστική εναλλακτική απέναντι στη σημερινή ψηφιακή «φυλακή» μας. Το ελισαβετιανό θέατρο ήταν «ιδανικός τόπος συνάθροισης για χιλιάδες ανθρώπους», όπου ποικίλα ακροατήρια συμμετείχαν ενεργά στον διάλογο για μείζονα ηθικά και πολιτικά ζητήματα. Από τη συζήτηση για τη γυναικεία υποταγή στη Στρίγγλα που έγινε αρνάκι, έως την αμφισβήτηση της τυραννίας στον Ριχάρδο Γ΄ ή τις θρησκευτικές προκαταλήψεις στον Έμπορο της Βενετίας, οι παραστάσεις προήγαν τον αυθεντικό δημοκρατικό διάλογο.
Ο ΨΗΦΙΑΚΟΣ ΦΥΛΕΤΙΣΜΟΣ ΦΕΡΝΕΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΚΑΙ ΓΕΝΝΑ ΒΙΑ.
Σε αντίθεση με τη σύγχρονη παθητική ψυχαγωγία, το κοινό του Σαίξπηρ αλληλεπιδρούσε έντονα με τους ηθοποιούς – κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και με τους Αρχαίους Έλληνες. Αυτή η συμμετοχή, σύμφωνα με έρευνες, «βοήθησε να αλλάξει η πρώιμη νεωτερική κοινωνία, δίνοντας δημόσια “φωνή” στους απλούς ανθρώπους», συμβάλλοντας έτσι στην ανάδυση της δημοκρατικής κουλτούρας. Ο ίδιος ο Άμλετ, αναφέρουν, βλέπει τη θεατρική παράσταση ως εργαλείο για να ξεσκεπάσει τον βασιλιά. Οι μονόλογοί του σπάνε τον «τέταρτο τοίχο», απευθύνονται άμεσα στο κοινό με ερωτήματα όπως «Είμαι δειλός;» ανοίγοντας έναν διάλογο που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Η έρευνα από το πεδίο της ψυχολογίας επιβεβαιώνει ότι «η παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης αποδεδειγμένα αφυπνίζει τη συνείδηση, βοηθώντας το κοινό να νιώσει ενσυναίσθηση για πολιτικές απόψεις διαφορετικές από τις δικές του, μια κατανόηση που οδηγεί σε προκοινωνικές συμπεριφορές εκτός θεάτρου». Παράλληλα, έχει αποδειχθεί ότι παραστάσεις που διαπραγματεύονται κοινωνικά ζητήματα ωθούν τους θεατές στον εθελοντισμό και την αλληλεγγύη. Ακόμη και κρατούμενοι βρήκαν μέσα από τον Σαίξπηρ νέους τρόπους να κατανοήσουν το παρελθόν και να οραματιστούν έναν διαφορετικό εαυτό για το μέλλον.
Το καλό είναι πως δεν απαιτούνται μεγάλα θέατρα. «Το απελευθερωτικό θέατρο μπορεί να λάβει χώρα όπου συγκεντρώνονται άνθρωποι», σε σπίτια, πάρκα, ακόμη και σε online συναντήσεις μέσω Zoom, όπου μπορούν να διαβάζουν θεατρικά έργα, να αυτοσχεδιάζουν εμπνευσμένοι από την καθημερινή ζωή και να συνδημιουργούν νέες ιστορίες. Το θέατρο αυτό είναι μια «πράξη αντίστασης και επανασύνδεσης» κατά τους αρθρογράφους.
Τα τελευταία λόγια του Άμλετ στον Οράτιο, καταλήγει το άρθρο, οι στίχοι «Σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο, ανάσανε με οδύνη για να πεις την ιστορία μου» (μτφ. Ε. Μπελιές), υπενθυμίζουν εντέλει την ουσία του να μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας και των άλλων.