ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΕΓΚΕΦΑΛΟ ΣΟΥ ΟΤΑΝ ΕΙΣΑΙ ΔΙΓΛΩΣΣΟΣ;
Μπορείς να καυχιέσαι ελεύθερα για τη νοητική σου υπεροχή αν είσαι δίγλωσσος ή πολύγλωσσος. Το επιβεβαιώνουν και οι έρευνες.
Η μαμά Ελληνίδα, ο μπαμπάς Γάλλος και όλοι μαζί εδώ και μερικά χρόνια ζουν στη Γερμανία. Ο λόγος για δύο από τις πιο αγαπημένες φίλες της κόρης μου, που μιλούν αυτή τη στιγμή τέσσερις διαφορετικές γλώσσες – με δύο από αυτές να είναι οι μητρικές τους. Το ίδιο και τα παιδιά καλής μου φίλης που παντρεύτηκε γαλλόφωνο Ελβετό και ζουν στο Λονδίνο: «Μαμά, πού είναι le jus, διψάω!», έλεγε η μια της κόρη πριν μερικές εβδομάδες που τις συνάντησα. Το να είναι κανείς δίγλωσσος ή πολύγλωσσος φαντάζει εντυπωσιακό. Τι συμβαίνει, όμως, πραγματικά στον εγκέφαλο αυτών των ανθρώπων;
Η πλειοψηφία των ερευνών υποστηρίζει ότι η πολυγλωσσία έχει ορισμένα σημαντικά γνωστικά πλεονεκτήματα: Πέρα από τις πόρτες επικοινωνίας που ανοίγει, οι ειδικοί λένε ότι βελτιώνει και την «εκτελεστική λειτουργία», την ικανότητα δηλαδή να αγνοεί κανείς τους περισπασμούς, να σχεδιάζει σύνθετες εργασίες και να επεξεργάζεται τις νέες πληροφορίες που λαμβάνει.
Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει πως οι δίγλωσσοι εμφανίζουν άνοια αργότερα από τους μη-δίγλωσσους, ίσως ακόμα και τέσσερα χρόνια μετά. Ωστόσο, ορισμένες από αυτές τις μελέτες δεν έχουν καταφέρει να αναπαραχθούν, αφήνοντας τους ειδικούς να αναρωτιούνται αν το αρχικό αποτέλεσμα ήταν πραγματικό και, αν ναι, πού ακριβώς οφείλεται.
Σε κάθε περίπτωση, αν θέλεις να ωφεληθεί ο εγκέφαλός σου, ποτέ δεν είναι αργά για να ξεκινήσεις να μαθαίνεις μια νέα γλώσσα. Μελέτη του 2019 έδειξε ότι ακόμα και μια μέτρια προσπάθεια εκμάθησης γλωσσών στην ενήλικη ζωή μπορεί να ενισχύσει την εκτελεστική λειτουργία, αλλά και να μετριάσει τη γνωστική παρακμή που έρχεται με την ηλικία.
Τα μεγαλύτερα οφέλη φαίνεται να απολαμβάνουν εκείνοι που κατακτούν πλήρως τις δεύτερες γλώσσες τους. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα άτομα αυτά συνήθως μιλούν και τις δύο γλώσσες ως μητρικές, ή τουλάχιστον τις έχουν μιλήσει σχεδόν καθημερινά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως και να το κάνουμε, η δυνατότητα αυτή της βαθιάς γνώσης με τη μακρά εμπειρία δεν συγκρίνεται με μερικά μαθήματα π.χ. Γαλλικών δύο απογεύματα ανά εβδομάδα.
Η συχνή εναλλαγή γλωσσών κατά τη διάρκεια μιας ημέρας (ή μιας συζήτησης) μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντική. Μελέτες σε διερμηνείς και μεταφραστές αποδεικνύουν ισχυρά στοιχεία για πλεονέκτημα του να είναι κανείς δίγλωσσος: Για παράδειγμα, τα άτομα αυτά είναι πιο γρήγορα από τους μονόγλωσσους στο να πηδούν επανειλημμένα μεταξύ απλών προβλημάτων πρόσθεσης και αφαίρεσης, γεγονός που υποδηλώνει γενικά καλύτερο γνωστικό έλεγχο.
ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΣΤΟΝ ΕΓΚΕΦΑΛΟ ΕΙΝΑΙ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΕΣ ΣΤΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥΣ.
Φυσικά, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το κατά πόσο επηρεάζει ή όχι η διγλωσσία τον εγκέφαλο – «ένα δάσος από μεταβλητές που δημιουργούν σύγχυση», λέει χαρακτηριστικά ο Mark Antoniou, ερευνητής του Western Sydney University. Όπως εξηγεί, οι δίγλωσσοι διαφέρουν από τους μονόγλωσσους με πολλούς τρόπους: Για παράδειγμα, το παιδί διπλωματών που μεγαλώνει στο εξωτερικό σε ένα περιβάλλον με ξένη γλώσσα μπορεί να έχει γνωστικά και εκπαιδευτικά πλεονεκτήματα που δεν έχουν καμία σχέση με τη διγλωσσία.
Στο άλλο άκρο της κοινωνικοοικονομικής κλίμακας, μελέτες έχουν βρει εντυπωσιακά στοιχεία, ότι π.χ. σε φτωχότερα μέρη του κόσμου οι πολύγλωσσοι άνθρωποι παρουσιάζουν τα ισχυρότερα πλεονεκτήματα από την ομιλία πολλών γλωσσών. Όπου η σχολική φοίτηση είναι περιορισμένη, οι ερευνητές εικάζουν ότι η διγλωσσία εξασκεί τον εγκέφαλο των παιδιών με τρόπο που η σχολική τους φοίτηση μπορεί να μην κάνει.
Η ηλικία παίζει, επίσης, ρόλο. Μελέτες υποδεικνύουν ότι οι επιδράσεις των γλωσσών στον εγκέφαλο είναι ισχυρότερες για τα μικρά παιδιά και τους ηλικιωμένους από ό,τι για τους νεαρούς ενήλικες. Τα δίγλωσσα νήπια φαίνεται να έχουν καλύτερες επιδόσεις στην γνωστική ανάπτυξη κατά τα πρώτα χρόνια, ωστόσο οι μονόγλωσσοι συμμαθητές τους μπορεί να τα φτάσουν αργότερα. Μια μετα-ανάλυση επί του θέματος αποκάλυψε ότι 25 από τις 45 μελέτες βρήκαν ένα δίγλωσσο πλεονέκτημα σε παιδιά ηλικίας κάτω των έξι ετών, ενώ μόνο 17 το βρήκαν σε παιδιά ηλικίας 6-12 ετών.
Την ίδια ώρα, η Ellen Bialystok από το York University του Καναδά, η οποία θεωρείται «νονά» του εν λόγω τομέα, συνέκρινε την γνωστική προστασία που προσφέρει η διγλωσσία με ένα κομμάτι ψωμί το οποίο θα καλύψεις με μια φέτα ελβετικό τυρί με τρύπες. Όπως εξηγεί, το να κάνεις άλλα πράγματα που είναι καλά για τον εγκέφαλό σου, όπως η άσκηση, είναι σαν να στοιβάζεις περισσότερες τέτοιες φέτες πάνω από το ψωμί. Οι τρύπες εμφανίζονται τότε σε διαφορετικά σημεία και έτσι προσφέρουν συλλογικά μεγαλύτερη προστασία στον εγκέφαλο.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό στο οποίο συμφωνούν όλες οι μελέτες είναι η αδιαμφισβήτητη νοητική υπερδύναμη που αποκτά κανείς όταν έρχεται σε επαφή με γλώσσες πέρα από τη μητρική του: μπορείς να μιλάς σε ανθρώπους με τους οποίους δεν θα μπορούσες να μιλήσεις ή να τους καταλάβεις διαφορετικά. Έτσι, ακόμα κι αν δεν είχες την τύχη να γεννηθείς από γονείς που μιλούν δύο διαφορετικές γλώσσες, η υπερδύναμη αυτή θα πρέπει να αποτελεί έναν αρκετά σοβαρό λόγο για να δοκιμάσεις να μάθεις σαν μητρική μια δεύτερη ή και τρίτη γλώσσα.