ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΑΧΕΟΣ ΕΝΤΕΡΟΥ: ΝΕΟ ΤΕΣΤ ΤΟΝ ΕΝΤΟΠΙΖΕΙ ΜΕ ΑΚΡΙΒΕΙΑ 95%
Ένα νέο αιματολογικό τεστ ανιχνεύει τον καρκίνο του παχέος εντέρου στα πρώιμα στάδια, με ακρίβεια 95%. Τι σημαίνει αυτό για το μέλλον των κολονοσκοπήσεων;
Πέρυσι, τέτοιες ημέρες, μια φίλη μού μιλούσε στο τηλέφωνο για την περιπέτειά της με τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Η ιστορία της είναι γνωστή σε όσους την ακολουθούν στα social media και διαβάζουν τις δημοσιεύσεις της. Έχει μιλήσει για τον γιατρό που καθυστέρησε τη διάγνωσή της, αποδίδοντας τα συμπτώματά της πότε σε γαστρεντερικές διαταραχές κι άλλοτε στη βιολογία του φύλου της – «συνηθίζεται ο χαμηλός αιματοκρίτης στις γυναίκες». Άλλωστε, δεν ταίριαζε στην «εικόνα»: η νόσος ήταν παραδοσιακά των μεγαλύτερων ηλικιών.
Θα μπορούσε να είναι μια ακόμη περίπτωση ιατρικού gaslighting ή απλώς ιατρικού λάθους – η έγκαιρη διάγνωση παραμένει το μεγαλύτερο αγκάθι, ιδίως όταν οι προκαταλήψεις για την επιδημιολογία της νόσου συνδυάζονται με τα θολά και «αθώα» συνήθη συμπτώματα, όπως αλλαγές στις κενώσεις, αίμα στα κόπρανα, ανεξήγητη κόπωση ή αναιμία. Το μόνο σίγουρο, είναι πως βρέθηκε ανάμεσα στους όλο και περισσότερους νέους ανθρώπους που διαγιγνώσκονται με καρκίνο του παχέος εντέρου, συνήθως σε προχωρημένο στάδιο. (Η ίδια τονίζει πως νοσούσε για πάνω από έναν χρόνο χωρίς να το γνωρίζει).
Δεν ξέρουμε με βεβαιότητα τι προκαλεί τη ραγδαία αύξηση. Ορισμένοι ειδικοί ενοχοποιούν τον δυτικό τρόπο ζωής, τη μειωμένη φυσική δραστηριότητα, τη διατροφή και περιβαλλοντικούς ρύπους. Άλλοι, βάζουν στο μικροσκόπιο παιδικές λοιμώξεις με συγκεκριμένα στελέχη του βακτηρίου E. coli.
Αυτό που ξέρουμε σίγουρα, είναι ότι χρειαζόμαστε εργαλεία για έγκαιρη διάγνωση και καλύτερη πρόγνωση. Και σε αυτή την κατεύθυνση κινείται η πρωτοποριακή υγρή βιοψία που ανέπτυξαν πρόσφατα ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σικάγο: ένα αιματολογικό τεστ βασισμένο σε τροποποιήσεις του RNA, που εντοπίζει τον καρκίνο του παχέος εντέρου σε πρώιμο στάδιο με ακρίβεια 95%.
Ξεπερνώντας τις αδυναμίες της υγρής βιοψίας
Η υγρή βιοψία είναι μια σύγχρονη διαγνωστική τεχνική που επιτρέπει τον εντοπισμό καρκινικών ενδείξεων μέσα από δείγματα βιολογικών υγρών, όπως το αίμα, το σάλιο ή τα ούρα. Αντί της χειρουργικής λήψης ιστού, όπως συμβαίνει με τις παραδοσιακές βιοψίες, οι υγρές βιοψίες βασίζονται στην ανάλυση κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων (CTCs) και κυκλοφορούντων ελεύθερων τμημάτων γενετικού υλικού (cfDNA ή ctDNA), που απελευθερώνονται από τον όγκο στην κυκλοφορία του αίματος.
Αν και η πολλά υποσχόμενη μέθοδος προσφέρει τη δυνατότητα ταχείας και λιγότερο επώδυνης διάγνωσης, δεν αποδεικνύεται εξίσου αποτελεσματική στον εντοπισμό της νόσου στα αρχικά στάδια.
Το πρόβλημα της μειωμένης ευαισθησίας φαίνεται πως κατάφεραν να λύσει η ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, παρουσιάζοντας μια νέα υγρή βιοψία που, αντί του DNA, χρησιμοποιεί το RNA για την ανίχνευση του καρκίνου. Σύμφωνα με τη δημοσίευση στο Nature Biotechnology, η μέθοδος δοκιμάστηκε σε δείγματα αίματος από ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου και πέτυχε τον εντοπισμό της νόσου ακόμη και στα πρώιμα στάδιά της με ακρίβεια 95%, ξεπερνώντας κατά πολύ τις υπάρχουσες μη επεμβατικές διαγνωστικές τεχνικές.
Η πρόκληση της πρώιμης διάγνωσης
Μετά τον θάνατο των καρκινικών κυττάρων ακολουθεί η αποσύνθεσή τους και η απελευθέρωση γενετικού υλικού στο αίμα. Οι συνήθεις υγρές βιοψίες βασίζονται στο DNA αυτών των κυττάρων (cfDNA). Εντούτοις, στα αρχικά στάδια της νόσου, όταν ο όγκος είναι ακόμα ενεργός και τα κύτταρά του πολλαπλασιάζονται, δεν υπάρχει αρκετό cfDNA από κυτταρικούς θανάτους για να το «πιάσουν» οι τυπικές υγρές βιοψίες. «Αυτή ήταν πάντα η μεγάλη πρόκληση για την έγκαιρη διάγνωση», σχολίασε ο καθηγητής Chuan He, επικεφαλής της μελέτης. «Γι’ αυτό στραφήκαμε στο RNA».
Το RNA λειτουργεί ως αγγελιαφόρος που αντιγράφει και εκτελεί τις εντολές του DNA για την παραγωγή πρωτεϊνών που χρειάζονται τα κύτταρα. Η παρουσία RNA αποτελεί ένδειξη κυτταρικής δραστηριότητας, άρα και πιθανής παθολογίας. Στην παρούσα μελέτη, η ερευνητική ομάδα δεν εστίασε στην ποσότητα RNA, που είναι ευμετάβλητη, αλλά στις χημικές τροποποιήσεις του, αλλαγές που επηρεάζουν τη λειτουργία του RNA και παραμένουν σταθερές, ανεξάρτητα από τη συγκέντρωσή του.
Πώς το μικροβίωμα μαρτυρά τον καρκίνο
Μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις ήταν ότι το τεστ δεν ανίχνευσε μόνο RNA από ανθρώπινα κύτταρα, αλλά και από μικρόβια του εντέρου.
Όταν υπάρχει όγκος, η φλεγμονή που προκαλεί ωθεί το μικροβίωμα σε έντονες αλλαγές. Κάπως έτσι, οι ερευνητές εντόπισαν σαφείς διαφορές στη δραστηριότητα των εντερικών βακτηρίων μεταξύ ασθενών με καρκίνο και υγιών ατόμων.
Σύμφωνα με τους ίδιους, το γεγονός ότι τα μικρόβια του εντέρου έχουν πολύ ταχύτερο κύκλο ζωής σε σχέση με τα ανθρώπινα κύτταρα –πεθαίνουν και ανανεώνονται με μεγαλύτερη συχνότητα–, τα καθιστά πιο ευαίσθητο βιοδείκτη της νόσου. Το RNA που απελευθερώνουν μπορεί να αποκαλύψει την έναρξη της ογκογένεσης πολύ νωρίτερα από το DNA των ανθρώπινων καρκινικών κυττάρων.
Ήρθε το τέλος της κολονοσκόπησης;
Η ακρίβεια στα διαθέσιμα εμπορικά τεστ, που μετρούν DNA ή RNA στα κόπρανα, αγγίζει το 90% σε προχωρημένα στάδια της νόσου και κάτω από 50% ωστόσο στα πρώιμα. Η νέα τεχνική του Πανεπιστημίου του Σικάγο, βασισμένη σε τροποποιήσεις RNA, πέτυχε συνολική ακρίβεια σχεδόν 95%, ακόμα και στα αρχικά στάδια.
Τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων ακολούθησαν σχόλια περί τέλους των κολονοσκοπήσεων, ελπίδα που εκφράζεται με κάθε νέα εξέλιξη. Κάτι αντίστοιχο συνέβη το 2023, όταν εγκρίθηκε στις ΗΠΑ ένα αιματολογικό τεστ που βασίζεται στην ανίχνευση κυκλοφορούντος DNA (cfDNA) από καρκινικά κύτταρα. Αυό ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα υγρής βιοψίας πρώτης γενιάς: μη επεμβατικό, εύχρηστο, αλλά με περιορισμένη ικανότητα ανίχνευσης προκαρκινικών βλαβών.
Τον Ιούλιο του 2024, δημοσιεύτηκαν τα πρώτα αποτελέσματα μεγάλης κλινικής μελέτης (ECLIPSE trial), όπου το τεστ εμφάνισε ευαισθησία 83% για καρκίνο, αλλά μόλις 13% για προκαρκινικές αλλοιώσεις. Με λίγα λόγια, μπορούσε να εντοπίσει εγκατεστημένη νόσο, αλλά όχι την ογκογένεση στην αρχή της.
Τον Οκτώβριο του 2024, το Stanford Medicine προειδοποιούσε τον κόσμο να μην εγκαταλείψει την κολονοσκόπηση για χάρη των νέων αιματολογικών τεστ. Το βασικό επιχείρημα της ιατρικής σχολής ήταν τα ευρήματα από σχετική μελέτη της, σύμφωνα με τα οποία μια τέτοια μεταστροφή θα σήμαινε αύξηση θανάτων από καρκίνο παχέος εντέρου. «Αν μπορείτε να κάνετε κολονοσκόπηση ή τεστ κοπράνων, μην επιλέξετε ακόμη αιματολογικό τεστ», ήταν το σχόλιο του επικεφαλής συγγραφέα της έρευνας, Δρ. Uri Ladabaum.
Μαζί με τις μελέτες για νέα διαγνωστικά εργαλεία, «τρέχουν» έρευνες και για τον προσδιορισμό του μέγιστου χρονικού παραθύρου μεταξύ της πρώτης «καθαρής» και επόμενης κολονοσκόπησης, ώστε να μειωθούν οι δαπάνες των συστημάτων υγείας, χωρίς επιπτώσεις στη νοσηρότητα και θνησιμότητα της νόσου.
Οι πιο προηγμένες υγρές βιοψίες, όπως αυτή του Πανεπιστημίου του Σικάγο, ίσως θα κάνουν τη διαφορά ή απλώς ανοίγουν τον δρόμο προς αυτήν την κατεύθυνση: όχι να αντικαταστήσουν την gold standard μέθοδο της κολονοσκόπησης, αλλά να λειτουργήσουν συμπληρωματικά όπου χρειάζεται.