ΝΕΑ ΕΡΕΥΝΑ: Η ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΠΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ DNA
Αν νιώθεις ότι πάσχεις από χρόνια κόπωση, αξίζει να διαβάσεις όχι μόνο τι ακριβώς είναι, αλλά και πού μπορεί να οφείλεται. Μια νέα έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη ξέραμε, ότι δηλαδή δεν είναι στο μυαλό σου, αλλά και κάτι ακόμη: τα γονίδιά σου σε προδιαθέτουν.
Αν ανήκεις στην κατηγορία των ανθρώπων που είναι μονίμως κουρασμένοι, όχι εξαιτίας κάποιων αντικειμενικών παραγόντων αλλά χωρίς διακριτό λόγο, πιθανότατα θα ανακουφιστείς από τα νέα: Ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι βαθύτερες αιτίες της χρόνιας κόπωσης δεν κρύβονται στην ψυχολογία σου ή στον αρνητισμό σου, όπως ίσως έχεις ακούσει αρκετές φορές, αλλά έχουν γενετική βάση.
Μια στιγμή, όμως. Προτού όμως βιαστείς να πανηγυρίσεις, να σε πληροφορήσουμε ότι η χρόνια κόπωση είναι μια διαταραχή που πλήττει το ανοσοποιητικό, το μυοσκελετικό και το νευρικό σύστημα, και έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια απλή αλλά διαρκή κούραση που θα περάσει αν κοιμηθείς.
To Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης (Chronic Fatigue Syndrome) λέγεται αλλιώς Μυαλγική Εγκεφαλομυελίτιδα (ΜΕ) και είναι μια σύνθετη και εξουθενωτική πάθηση που χαρακτηρίζεται από επίμονη κόπωση, αδιαθεσία μετά την παραμικρή άσκηση, προβλήματα ύπνου και άλλες σωματικές και γνωστικές δυσλειτουργίες.
Τι ακριβώς είναι το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης;
Για τη διάγνωση είναι απαραίτητο να παρατηρείται αδιαθεσία το πολύ ένα 24ωρο μετά από σωματική ή έντονη πνευματική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα τα επίπεδα ενέργειας του ασθενή να πέφτουν σε ποσοστό 50% και να μην επανέρχονται παρά μετά από λίγες ημέρες ξεκούρασης. Παράλληλα, οι ασθενείς αναφέρουν συχνά προβλήματα από το έντερο και δυσανεξία σε διάφορα έντονα ερεθίσματα, ακόμη και στη δυνατή μουσική.
Το σύνδρομο, που υπολογίζεται ότι πλήττει περίπου 67 εκατομμύρια ενήλικες, εμφανίζεται περίπου στη μέση ηλικία, είτε αιφνίδια, συνήθως μετά από κάποια λοίμωξη, είτε σταδιακά. Δεν υπάρχουν ισχυρά διαγνωστικά κριτήρια, πράγμα που σημαίνει ότι ο γιατρός θα αποκλείσει ιατρικές καταστάσεις που προκαλούν χρόνια κόπωση, με τη βοήθεια διάφορων εξετάσεων.
Σημαντικοί παράγοντες είναι η ύπαρξη κάποιας λοίμωξης, μετά την οποία επιδεινώνονται τα συμπτώματα (μοιάζει δηλαδή σα να μην μπορεί να επανέλθει ο οργανισμός), και η κούραση μετά τη σωματική δραστηριότητα, δεδομένου ότι σε διάφορες άλλες παθήσεις η σωματική άσκηση βοηθάει μάλλον, παρά επιβαρύνει.
Γιατί είναι σημαντική η νέα έρευνα;
Αν όλα αυτά σου θυμίζουν τη δική σου κατάσταση, συνέχισε να διαβάζεις. Γιατί, αφού ούτε θεραπεία υπάρχει, ούτε τα αίτια είναι γνωστά, τα ευρήματα της έρευνας αποτελούν μια σημαντική εκκίνηση.
Τα αποτελέσματα από τη νέα μελέτη-ορόσημο, τη μεγαλύτερη του είδους στον κόσμο, παρέχουν ένα σημαντικό βήμα για την κατανόηση των βιολογικών αιτίων του συνδρόμου και υποδηλώνουν ότι τόσο το ανοσοποιητικό όσο και το νευρικό σύστημα εμπλέκονται στην ανάπτυξη του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης.
Από αυτή τη στιγμή κι έπειτα, «έχοντας κατηγοριοποιήσει αυτή την παραμελημένη ασθένεια επί ίσοις όροις με άλλες εξουθενωτικές καταστάσεις, μπορούμε να ελπίζουμε σε αποτελεσματικές θεραπείες», λένε οι ερευνητές.
Η χρόνια κόπωση είναι θέμα γονιδίων
Στην παρούσα μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα DNA από 27.000 άτομα με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, το μεγαλύτερο σύνολο δεδομένων στον κόσμο για άτομα με το συγκεκριμένο σύνδρομο. Βρήκαν 8 περιοχές του DNA όπου οι γενετικές διαφορές ήταν σημαντικά πιο συχνές σε άτομα με χρόνια κόπωση από ό,τι στον γενικό πληθυσμό. Αυτές οι διαφορές, γνωστές και ως γενετικά σήματα, περιλαμβάνουν γονίδια που συνδέονται με το ανοσοποιητικό και το νευρικό σύστημα.
Τουλάχιστον δύο από τα γενετικά σήματα σχετίζονται με τον τρόπο που το σώμα ανταποκρίνεται στη μόλυνση, γεγονός που συνάδει με τις μακροχρόνιες αναφορές ασθενών ότι η έναρξη των συμπτωμάτων συχνά ακολουθούσε μια μολυσματική ασθένεια. Ένα άλλο έχει εντοπιστεί στο παρελθόν σε όσους βιώνουν χρόνιο πόνο, σύμπτωμα που συνήθως έχουν και οι άνθρωποι με χρόνια κόπωση. Οι ειδικοί θεωρούν ότι τα γενετικά σήματα που εντοπίστηκαν είναι πιθανό να αντικατοπτρίζουν τα αίτια της νόσου.
Παρόλο που δεν μπορούν να συμβάλουν άμεσα στη θεραπεία ή τη διάγνωση, οι ερευνητές ελπίζουν ότι θα μπορούσαν μελλοντικά να οδηγήσουν στην ανάπτυξη φαρμάκων. Καθώς οι συμμετέχοντες ήταν όλοι ευρωπαϊκής καταγωγής, οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου «ανοίγουν» τώρα τη βάση δεδομένων τους και σε άλλες περιοχές, καλώντας συναδέλφους να στρατολογήσουν ασθενείς.