ΠΡΕΠΕΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΝΑ ΛΕΝΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΣΘΕΝΗ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ;
Πώς λες σε έναν άνθρωπο ότι πεθαίνει; Ποιος οφείλει να αναλαμβάνει τον ρόλο αυτό; Με ποια λόγια; Και τι χρειάζεται ένας ασθενής εκείνες τις στιγμές; Μια ψυχο-ογκολόγος και τρεις γιατροί μιλούν στο OW.
Στην ταινία «The Bucket List», ο Jack Nicholson και ο Morgan Freeman, ο ένας μηχανικός σε συνεργείο αυτοκινήτων και ο άλλος εκατομμυριούχος, συναντιούνται για πρώτη φορά σε ένα νοσοκομείο, το οποίο μάλιστα ανήκει στον δεύτερο, έχοντας και οι δύο διαγνωστεί με καρκίνο στον πνεύμονα σε τελικό στάδιο. Ο τρόπος που δέχεται ο καθένας τους τα τραγικά νέα αρχικά διαφέρει: Στωικά ο πρώτος, σε άρνηση ο δεύτερος. Στη συνέχεια, όμως, συμφωνούν στο εξής: Ας ζήσουμε όσα ονειρευόμαστε, όσο προλαβαίνουμε. Και αυτό ακριβώς κάνουν.
Στην Ελλάδα η ανακοίνωση τόσο δυσάρεστων νέων αποτελεί ακόμα ένα θέμα ταμπού. Η οικογένεια του ασθενούς συχνά ζητά να μη μάθει το άτομο τι ακριβώς συμβαίνει, για να «μην στεναχωρηθεί» και «μην τον/την πάρει από κάτω» και ίσως παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια για θεραπεία. Υπάρχουν και γιατροί που συμφωνούν σε αυτό, τουλάχιστον μέχρι η αλήθεια κάποια στιγμή να αποκαλυφθεί.
Τι θα πρέπει, όμως, πραγματικά να γίνεται; Πώς θα πρέπει να ενημερώνεται το άτομο, από ποιον και σύμφωνα με ποιες παραμέτρους; Τι ρόλο θα πρέπει να παίζει σε τέτοιες περιπτώσεις η οικογένεια και τι χρειάζεται ο άνθρωπος όταν το τέλος πλησιάζει;
Για τα παραπάνω και για πολλά ακόμα, μίλησα με τη Λίλιαν Κ. Σουμέλη, MSc., Ψυχολόγο – Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια και Ψυχο-ογκολόγο, η οποία μου μίλησε για την αξία του συγκεκριμένου ρόλου στο πλαίσιο της ανακουφιστικής φροντίδας. Επίσης, ζήτησα την άποψη από τρεις γιατρούς διαφορετικών ειδικοτήτων, που μου αποκάλυψαν και πώς χειρίζονται οι ίδιοι μια τέτοια ανακοίνωση.
Η ανακοίνωση μιας σοβαρής διάγνωσης
«Η ανακοίνωση μιας σοβαρής διάγνωσης αποτελεί μια από τις πιο απαιτητικές στιγμές στην ιατρική πράξη, καθώς συνδέεται άμεσα με τη συναισθηματική και ψυχολογική ισορροπία του ασθενούς. Η διαδικασία αυτή ανήκει αποκλειστικά στον ιατρό, ο οποίος οφείλει να ενημερώσει τον ασθενή με επιστημονική ακρίβεια, σεβασμό και ανθρωπιά. Ο ασθενής διατηρεί το δικαίωμα πλήρους ενημέρωσης σχετικά με την κατάστασή του, ενώ η επικοινωνία πρέπει να παραμένει ασθενοκεντρική, προσαρμοσμένη στην ηλικία, στο μορφωτικό επίπεδο και στις συναισθηματικές του ανάγκες», λέει η κ. Σουμέλη.
Η ίδια μου εξηγεί ότι η σχέση ιατρού και ασθενούς είναι καθοριστική σε μια τέτοια κατάσταση. Όταν διέπεται από σεβασμό, ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση, τότε ενισχύεται η εμπιστοσύνη του ασθενούς προς τον γιατρό, η ασφάλεια που νιώθει μαζί του και η ενεργή συμμετοχή του στις αποφάσεις αναφορικά με τη θεραπευτική φροντίδα. Ο ασθενής, ειδικά αν πρόκειται για ογκολογική πάθηση, μπαίνει σε μια νέα φάση ζωής έπειτα από μια τέτοια ανακοίνωση και ο γιατρός οφείλει να είναι συνοδοιπόρος και σημαντικό στήριγμα.
Ο ΑΣΘΕΝΗΣ ΔΙΑΤΗΡΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΛΗΡΟΥΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ.
«Για την αποτελεσματική και ευαίσθητη διαχείριση αυτής της επικοινωνιακής διαδικασίας, έχουν αναπτυχθεί διεθνώς αναγνωρισμένα πρωτόκολλα, όπως το μοντέλο SPIKES, τα οποία καθοδηγούν τον ιατρό σε κάθε στάδιο της ενημέρωσης. Όταν κρίνεται απαραίτητο, η διαδικασία αυτή μπορεί να υποστηρίζεται από την παρουσία ψυχο-ογκολόγου, διασφαλίζοντας την ολιστική και ανθρώπινη προσέγγιση προς τον ασθενή», συνεχίζει η ειδικός. Το μοντέλο SPIKES διδάσκεται σε πανεπιστημιακό επίπεδο, κυρίως στις Ιατρικές Σχολές, και η εφαρμογή του θεωρείται βασική δεξιότητα επικοινωνίας, ειδικά για τους νεότερους ιατρούς, οι οποίοι καλούνται να το ενσωματώνουν στην καθημερινή κλινική πρακτική.
Η ανακοίνωση, λοιπόν, δεν αποτελεί μια απλή μετάδοση πληροφορίας, αλλά μια βαθιά ανθρώπινη πράξη που συνδυάζει την ειλικρίνεια με τη φροντίδα. Ο γιατρός και ο επαγγελματίας υγείας οφείλουν να αναγνωρίζουν τα συναισθήματα του ασθενούς, να παρέχουν σαφή ενημέρωση για τις διαθέσιμες επιλογές φροντίδας και να σέβονται την αυτονομία του.
Κι όταν φτάνει το τελικό στάδιο;
Ευαισθησία και επιστημονικότητα απαιτούνται, φυσικά, και καθώς η πορεία της νόσου προχωρά και το προσδόκιμο ζωής μειώνεται. «Η προσεκτικά διατυπωμένη ανακοίνωση της πραγματικής κατάστασης συμβάλλει ουσιαστικά στη διατήρηση της αξιοπρέπειας του ασθενούς, ενισχύει το αίσθημα επανάκτησης ελέγχου απέναντι στη ζωή του και διευκολύνει τη διαδικασία αποδοχής και προετοιμασίας για το αναπόφευκτο τέλος», λέει η κ. Σουμέλη.
«Η διαδικασία αυτή βρίσκεται στον πυρήνα της Ανακουφιστικής Φροντίδας (Palliative Care), μιας ιατρικής διεπιστημονικής προσέγγισης που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ολιστικά ως βιολογική, ψυχολογική, κοινωνική και πνευματική οντότητα. Στόχος της δεν είναι μόνο η ανακούφιση από τον πόνο ή τα συμπτώματα, αλλά και η διατήρηση της ποιότητας ζωής, της αυτονομίας και της εσωτερικής ισορροπίας του ασθενούς. Σε αυτή τη φάση, η αλήθεια μετατρέπεται σε εργαλείο ενδυνάμωσης: δίνει τη δυνατότητα στον ασθενή να συμμετέχει ενεργά στις αποφάσεις, να διατηρεί την ταυτότητά του και να οργανώνει το υπόλοιπο της ζωής του με επίγνωση και αξιοπρέπεια».
Τι είναι η Ανακουφιστική Φροντίδα
Στην Ανακουφιστική Φροντίδα συνεργάζονται γιατροί, νοσηλευτές, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί και πνευματικοί συνοδοιπόροι. Όλοι μαζί συνθέτουν μια ομάδα που δεν προσφέρει μόνο θεραπευτική υποστήριξη, αλλά και συντροφιά, κατανόηση και παρουσία. Έτσι διατηρείται μια ουσιαστική, ανθρώπινη σύνδεση μέχρι την τελευταία στιγμή – μια σύνδεση που δεν περιορίζεται στο βιολογικό τέλος, αλλά αγγίζει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ρωτώ την κ. Σουμέλη αν υπάρχει αυτή η παροχή στο Ε.Σ.Υ. και μου λέει πως η Μονάδα «ΖΩΗ» στο Αρεταίειο Νοσοκομείο (ΕΚΠΑ), με υπεύθυνη την καθηγήτρια Α. Μυστακίδου, προσφέρει ολιστική ανακουφιστική φροντίδα σε ασθενείς με χρόνιες ή απειλητικές για τη ζωή παθήσεις και στις οικογένειές τους.
Από την ιδιωτική πρωτοβουλία, ξεχωρίζουν η «ΓΑΛΙΛΑΙΑ» για ενήλικες και η «Μέριμνα» για παιδιά και εφήβους, με υπηρεσίες στο σπίτι και σε ξενώνες. Επίσης, υπάρχει για τον σκοπό αυτό υπάρχει το Ίδρυμα Τζένη Καρέζη, το οποίο όμως δεν παρέχει κατ'οίκον υπηρεσίες.
Τέλος, η Νοσηλεία είναι ο μοναδικός φορέας στην Αθήνα που παρέχει Ανακουφιστική Φροντίδα δωρεάν κατ'οίκον, ανεξαρτήτως νοσήματος.
Πάντως, το Υπουργείο Υγείας έχει ήδη θεσπίσει Εθνικό Σχέδιο Ανακουφιστικής Φροντίδας (2023) για τη δημιουργία δικτύου υπηρεσιών και την εκπαίδευση επαγγελματιών υγείας. Η εκπαίδευση προσφέρεται μέσα από μεταπτυχιακά προγράμματα στο ΕΚΠΑ και το Πανεπιστήμιο Πατρών, καθώς και μέσω του e-Learning ΕΚΠΑ με τίτλο «Ανακουφιστική Φροντίδα: Υποστηρίζοντας τον Ασθενή και την Οικογένεια».
Ο ρόλος του ψυχο-ογκολόγου
Αν το άτομο υποφέρει από καρκίνο, ο ρόλος του ψυχο-ογκολόγου στο στάδιο αυτό είναι καθοριστικός. «Ο εξειδικευμένος ψυχο-ογκολόγος συμβάλλει ουσιαστικά, βοηθώντας τον ασθενή και την οικογένειά του να διαχειριστούν τα συναισθήματα φόβου, άγχους και αβεβαιότητας που συνοδεύουν μια δύσκολη διάγνωση. Παράλληλα, ενισχύει την ψυχική ανθεκτικότητα και τη δυνατότητα προσαρμογής του στη νέα πραγματικότητα», λέει η ειδικός.
Μου εξηγεί ότι η ψυχο-ογκολογία είναι η ειδικότητα που ενώνει την ψυχολογία με την ογκολογία, προσφέροντας φροντίδα που είναι ταυτόχρονα επιστημονική και ανθρώπινη σε άτομα με καρκίνο και στις οικογένειές τους. Ο ειδικός αυτός επικοινωνεί με τον ασθενή στο βίωμα του καρκίνου, σε όλα τα στάδια της νόσου, αλλά και με την ιατρική ογκολογική ομάδα. Μέσω αυτής της σύνδεσης, ενισχύεται η κατανόηση, η συνεργασία και η συμμετοχή του ασθενούς στη λήψη αποφάσεων με σεβασμό και ασφάλεια.
Ο ΨΥΧΟ-ΟΓΚΟΛΟΓΟΣ ΣΥΜΒΑΛΛΕΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΒΟΗΘΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΣΘΕΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΝΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΦΟΒΟΥ, ΑΓΧΟΥΣ ΚΑΙ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ.
«Δυστυχώς, στην Ελλάδα, ο αριθμός των εξειδικευμένων ψυχο-ογκολόγων παραμένει περιορισμένος, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη θεσμικής ενίσχυσης και ενσωμάτωσης της ψυχο-ογκολογίας στο σύστημα υγείας. Η παρουσία ψυχο-ογκολόγου σε κάθε νοσοκομειακή μονάδα, ξενώνα ή κέντρο ανακουφιστικής φροντίδας κρίνεται απαραίτητη για την παροχή ολοκληρωμένης διεπιστημονικής φροντίδας προς τον ασθενή», τονίζει η κ. Σουμέλη.
Όταν ο άνθρωπός σου πεθαίνει: Ο ρόλος των οικείων
Σαφώς η οικογένεια παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του ασθενούς κατά την πορεία μιας ασθένειας. Πρέπει, όμως, να είναι αυτή που θα ενημερωθεί πρώτη για την κατάσταση; Η κ. Σουμέλη λέει πως «ο ιατρός απευθύνεται αρχικά στους συγγενείς όταν ο ασθενής δεν είναι σε θέση να κατανοήσει πλήρως τη νέα πραγματικότητα της υγείας του, όπως σε περιπτώσεις σοβαρής ψυχολογικής επιβάρυνσης, ψυχιατρικής διαταραχής ή όταν πρόκειται για παιδιά και εφήβους».
Σε αυτές τις ευαίσθητες συνθήκες, εξηγεί, η ανακοίνωση απαιτεί λεπτότητα, ενσυναίσθηση και προσεκτικό σχεδιασμό, ώστε να προστατευθεί η ψυχική ισορροπία του ασθενούς και να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της οικογένειας προς το ιατρικό προσωπικό. Η ενημέρωση, λοιπόν, πρέπει να πραγματοποιείται σταδιακά, με σεβασμό στις συναισθηματικές αντοχές και τις ιδιαίτερες ανάγκες όλων των εμπλεκομένων.
Από εκεί και πέρα, «η οικογένεια παραμένει πυρήνας στήριξης και συνοδοιπορίας, προσφέροντας συναισθηματική ασφάλεια και συμμετέχοντας ενεργά στη διαδικασία φροντίδας. Μαζί με την ιατρική ομάδα, συμβάλλει στη διατήρηση της αξιοπρέπειας, της αυτονομίας και της ποιότητας ζωής του ασθενούς, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές».
Τα σωστά και τα λάθος λόγια
Η ενημέρωση της οικογένειας από κάποιον ειδικό έχει νόημα να γίνεται για έναν ακόμα λόγο: Για να εκπαιδευτούν οι οικείοι στα σωστά λόγια που έχει ανάγκη να ακούσει ο άνθρωπος που πεθαίνει, λόγια που ανταποκρίνονται στο συναίσθημά του: «Όταν υποβαθμίζουμε το συναίσθημα του ασθενούς με φράσεις όπως “Μην ανησυχείς”, αγνοούμε τον φόβο και την αγωνία που βιώνει μπροστά στην προοπτική του θανάτου. Η κριτική ή η ενοχοποίηση, με σχόλια τύπου “Δεν έπρεπε να…”, επιβαρύνει την ψυχολογική του κατάσταση και δημιουργεί αίσθημα ενοχής.
»Αντίστοιχα, τα αυθαίρετα συμπεράσματα ή οι προβολές φόβων, όπως “Θα τρομάξεις” ή “Όλα θα πάνε καλά” μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση ή ψευδείς προσδοκίες.
»Ιδιαίτερα επιβλαβής είναι και η διαστρέβλωση της αλήθειας, η απόκρυψη ή παραπλάνηση χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενούς, που πλήττει την αξιοπρέπεια και το δικαίωμα στην ενημέρωση. Ακόμη και οι δραματικές ή υπερβολικές εκφράσεις, όπως “Θα υποφέρεις πολύ”, εντείνουν τον φόβο αντί να παρέχουν ασφάλεια και στήριξη».
Αντίθετα, λόγια που δείχνουν σεβασμό στα συναισθήματα, που προσφέρουν στήριξη και ασφάλεια, είναι ωφέλιμα: «Δεν είσαι μόνος – μπορούμε να συζητάμε κάθε ανησυχία ή ερώτηση». Ο ειδικός επίσης θα αναφερθεί στην αυτονομία του: «Εσείς αποφασίζετε τι θέλετε να μάθετε και πώς θέλετε να συμμετέχετε στη φροντίδα σας», θα πει στον ασθενή. Και πράγματα, όπως: «Είναι φυσιολογικό να νιώθετε φόβο ή ανησυχία μπροστά σε αυτή τη διάγνωση».
Γιατί στην Ελλάδα παραμένει ταμπού να πει ο γιατρός στον ασθενή ότι πεθαίνει;
Πάνω σε αυτό, η κ. Σουμέλη απαντά ότι «στην ελληνική πραγματικότητα, ο τρόπος ανακοίνωσης μιας σοβαρής διάγνωσης συχνά επηρεάζεται από πολιτισμικούς και κοινωνικούς παράγοντες, καθώς και από μια παραδοσιακή αντίληψη προστασίας του ασθενούς».
Δεν είναι σπάνιο, δηλαδή, ο γιατρός να επιλέγει να ενημερώσει πρώτα την οικογένεια, είτε για να προφυλάξει τον ασθενή από ψυχολογική επιβάρυνση είτε ανταποκρινόμενος σε πίεση από τα συγγενικά πρόσωπα. «Αν και η πρόθεση μπορεί να είναι καλοπροαίρετη, η πρακτική αυτή ενδέχεται να έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της ιατρικής δεοντολογίας και με το θεμελιώδες δικαίωμα του ασθενούς να γνωρίζει πλήρως την αλήθεια και να αποφασίζει για την υγεία του», τονίζει η ίδια.
Συμπληρώνει, ωστόσο, το εξής: «Η αυτονομία του ασθενούς αποτελεί πυρήνα της σύγχρονης ιατρικής ηθικής. Όταν ο ασθενής εκφράζει ρητά την επιθυμία να μη λάβει πληροφορίες, η ιατρική ομάδα και η οικογένεια οφείλουν να σεβαστούν αυτή την επιλογή. Σε αυτή την περίπτωση, η ιατρική θεραπευτική φροντίδα συνεχίζεται με τρόπο που να διασφαλίζει τη στήριξη, τη συναισθηματική σταθερότητα και την ποιότητα ζωής του, χωρίς να παραβιάζεται η προσωπική του θέληση».
Εσείς λέτε όλη την αλήθεια σε έναν ασθενή που πεθαίνει; 3 γιατροί απαντούν
Αλέξης Ματίκας, Αναπληρωτής καθηγητής ογκολογίας στο Karolinska Comprehensive Cancer Center στη Στοκχόλμη
Ο Δρ. Αλέξης Ματίκας είναι καθ. Ογκολογίας στη Σουηδία, όπου η απευθείας επικοινωνία με τον άρρωστο είναι το μόνο επιτρεπτό. «Δεν υπάρχουν μισόλογα ή συνεννοήσεις με την οικογένεια», μου λέει χαρακτηριστικά. «Και αυτό είναι κάτι που εκτιμούν οι άρρωστοι πάρα πολύ». Ο ίδιος εξηγεί:
Δεν μπορείς να ξέρεις πώς έχει σχεδιάσει καθένας να περάσει το τελευταίο διάστημα της ζωής του. Μπορεί να θέλει να συμφιλιωθεί με τον αδερφό του που δεν έχει δει 20 χρόνια. Να ταξιδέψει. Να παλέψει στο νοσοκομείο. Να μείνει στο σπίτι. Η μη ενημέρωση είναι ληστεία αυτού του διαστήματος, κατά τη γνώμη μου. Επειδή η νόσος θα προχωρήσει, ο ασθενής θα επηρεαστεί σημαντικά και δεν θα είναι πια σε θέση να κάνει τίποτε – και θα καταλάβει ούτως ή άλλως, μόνος και με άγχος, ότι το τέλος πλησιάζει.
Αυτό είναι το ένα κομμάτι της συζήτησης, όταν πλησιάζει το τέλος της ζωής και περαιτέρω θεραπεία δεν έχει πια νόημα. Το άλλο είναι στην αρχή της διάγνωσης της μεταστατικής νόσου, όπου είναι σημαντικό να κατανοήσει ότι δεν μιλάμε για ίαση, άλλα για συνεχή και χωρίς διακοπή θεραπεία, η οποία ναι μεν θα ελέγξει τη νόσο για πολλά χρόνια [σ.σ. ο Δρ. Ματίκας αναφέρεται στον καρκίνο μαστού, στον οποίο ειδικεύεται] επομένως οι ρεαλιστικές προσδοκίες και η συνεργασία του ασθενούς, της ασθενούς για εμένα, είναι καθοριστικές.
Έχω ασθενείς που ζουν 20 χρόνια με μεταστατική νόσο, άλλες που πεθαίνουν εντός ολίγων μηνών. Η ειλικρίνεια είναι απαραίτητη. Και ποτέ, μα ποτέ, πρόβλεψη με νούμερο, π.χ. Χ μήνες/χρόνια. Πάντα πέφτει έξω.
Σχετικά με το τέλος της ζωής, η αξιολόγηση είναι συνεχής. Κάθε φορά που δίνουμε μια θεραπεία, υπάρχει μια πιθανότητα να βοηθήσει και μία να συντομεύσει τη ζωή, λόγω επιπλοκών. Όταν η σχέση οφέλους/ρίσκου γίνεται πια μη αποδεκτή, τότε μιλάμε για μη συνέχιση ως ανώφελη θεραπεία.
Ορέστης Γιωτάκος M.D., M.Sc., Ph.D. Ψυχίατρος. Πτυχιούχος Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής
Ο κ. Γιωτάκος δίνει έμφαση στη σχέση γιατρού και ασθενούς:
Η δύσκολη αυτή καμπή της νόσου περνάει μέσα από μια καλή θεραπευτική σχέση ιατρού-ασθενούς. Δηλαδή μια σχέση κατανόησης και εμπιστοσύνης. Μέσα από αυτήν ο γιατρός θα επικοινωνήσει το υλικό ενημέρωσης που θα είναι χρήσιμο για την εξέλιξη της θεραπείας.
Μέσα από τη σχέση αυτή, επίσης, ο γιατρός θα βρει την κατάλληλη γλώσσα για να επικοινωνήσει την πληροφορία, αφού ως γνωστόν η γλώσσα αυτή διαφοροποιείται ανάλογα με την ηλικία (παιδί, ηλικιωμένος, κ.λπ.), την προσωπικότητα ή το πολιτισμικό υπόβαθρο του ασθενούς.
Διονύσης Χαρίτος, Καρδιολόγος – Διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής Ιατρικού Π. Φαλήρου
Όταν ρώτησα τον κ. Χαρίτο αν πρέπει ο γιατρός να λέει την αλήθεια σε έναν ασθενή όταν πεθαίνει, μου είπε:
Το ερώτημα αυτό θέτει και επιστημονικά και ηθικά διλήμματα. Θεωρώ καταρχάς ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να ξέρει το προσδόκιμο επιβίωσης, γιατί μπορεί να θέλει να τακτοποιήσει κάποιες υποχρεώσεις που έχει να αφήσει πίσω του, είναι πολύ σημαντικό να το γνωρίζει.
Από την άλλη, αν το να ξέρει ή να μην ξέρει δεν θα επηρεάσει κάπου το υπόλοιπο της ζωής του και το τι αφήνει πίσω του, δεν υπάρχει λόγος να του το πούμε, ότι “ξέρεις, έχεις 2-3 χρόνια ζωής ακόμα ή πέντε μήνες”. Βέβαια, η άποψή μου είναι ότι υπάρχει τρόπος να του πεις ότι δεν υπάρχει προσδόκιμο επιβίωσης πάρα πολύ μεγάλο και έχει σημασία το πώς θα το πεις.
Μπορείς, δηλαδή, να πεις ότι είναι τα πράγματα δύσκολα. Ότι θα παλέψουμε. Στην ερώτηση: “Πόση ζωή έχω ακόμα;” λες “Αυτό δεν μπορεί, κανένας δεν το ξέρει. Η ιατρική προχωράει. Η επιστήμη προχωράει”, που είναι και αλήθεια. Στις μέρες μας οι ασθένειες έχουν καλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης.
Δηλαδή, η άποψή μου είναι ότι μπορείς να δώσεις ένα στίγμα, ώστε να ξέρει ο ασθενής τη βαρύτητα της κατάστασής του, χωρίς να του πεις ακριβώς ότι έχει συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Έτσι λειτουργώ εγώ με τους ασθενείς μου. Γιατί ναι μεν υπάρχουν στατιστικά, αλλά υπάρχει και αυτός που ξεφεύγει από τα στατιστικά και μπορεί να είναι ασθενής σου. Γιατί, λοιπόν, να τον καταδικάσεις με ένα στατιστικό ποσοστό;