ΠΩΣ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙΣ ΣΤΑΣΗ ΖΩΗΣ ΟΤΑΝ Η ΚΙΝΗΣΗ ΔΙΑΛΥΕΙ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΣΟΥ;
Ναι, θες να πατάξεις τη γκρίνια και να υιοθετήσεις μία νέα στάση ζωής. Πώς να το πετύχεις, όμως, όταν δεν είσαι γκουρού και η καθημερινότητα απαιτεί από σένα να είσαι τρεις ώρες στο τιμόνι καθημερινά;
Εδώ και πολύ καιρό προσπαθώ να «πείσω» την ψυχοθεραπεύτριά μου ότι η καθημερινότητά μου είναι πολύ απαιτητική. Εδώ και πολύ καιρό εκείνη προσπαθεί να με πείσει ότι ο τρόπος που βλέπει κάποιος την καθημερινότητά του είναι στάση ζωής.
Και άλλοι έχουν παιδιά (και μάλιστα όχι πάντα υγιή). Και άλλοι έχουν απαιτητικές δουλειές (αρκετοί μάλιστα δεν παίρνουν ικανοποίηση από αυτές). Και άλλοι δεν έχουν πλούσια θεία να κληρονομήσουν (άρα τα βγάζουν πέρα με δύο μισθούς, ενίοτε και με έναν). ΟΚ, κατανοώ το point της. Αλλά δυσκολεύομαι τρομερά να το υιοθετήσω στην καθημερινότητά μου, κυρίως όσον αφορά τον χρόνο που χάνω στις μετακινήσεις.
Στο σημείο αυτό να πω ότι έχουμε συμφωνήσει μεταξύ μας σιωπηρά ότι η τοξική θετικότητα δεν μας αφορά – ούτε εκείνη, ούτε εμένα. Το ξεκαθαρίζω αυτό. Άρα πάμε παραπέρα, πιο βαθιά από το «νιώθω ευγνωμοσύνη, χαμογελώντας μπροστά στον καθρέφτη μου».
Πώς να αλλάξεις τη στάση ζωής σου όταν είσαι καθημερινά τρεις ώρες στο τιμόνι;
Ας πάρουμε μια (τυχαία) μέρα μου στον πηγαιμό για τη Συγγρού (εκεί είναι τα γραφεία μας). Βγαίνω στο... ποτάμι (ο θεός να το κάνει) με καφέ και κουλούρι στο αμάξι (ποτέ δεν ξέρεις πόσες ώρες θα περάσεις σ’ αυτόν τον δρόμο). Βάζω car meditation στο YouTube (ναι, υπάρχει κι αυτό το είδος διαλογισμού για τους –ξεχασμένους από τη ζωή– οδηγούς) και ακούω ήχους από ρυάκια, καταρράκτες και σπάνια πουλιά. Μια ήρεμη γυναικεία φωνή μού μιλάει με βρετανική προφορά, εξηγώντας μου πώς να αναπνέω βαθιά, θυμίζοντάς μου ανά τακτά διαστήματα να κρατάω γερά το τιμόνι και να οδηγώ συνειδητά.
Το GPS είναι μονίμως ανοιχτό – όχι γιατί δεν ξέρω τον δρόμο, αλλά επειδή η τυφλή εμπιστοσύνη στην τεχνολογία μπορεί να σου χαρίσει άξαφνα τέσσερα ολόκληρα λεπτά μέσω μιας παράκαμψης. Εκείνη τη στιγμή φαντάζουν σωτήρια αυτά τα λεπτά, καθώς βγάζεις φλας και χάνεις από το οπτικό σου πεδίο την νταλίκα που σε συντρόφευε τα τελευταία 40 λεπτά.
Έχουν περάσει 58 λεπτά όταν μπαίνω Συγγρού. Ο καφές και το κουλούρι είναι παρελθόν – και η υπομονή μου το ίδιο. Η τύπισσα με καλεί σε άπταιστη βρετανική προφορά να κοιτάξω την ομορφιά γύρω μου και να μυρίσω τον αέρα. Τη βρίζω σε άπταιστα ελληνικά και κλείνω το YouTube.
Τρεις μήνες αργότερα ένα τροχαίο με αφήνει χωρίς αμάξι. Τώρα έχω να περπατήσω 30 λεπτά μέχρι τον σταθμό του ΗΣΑΠ, να αλλάξω γραμμή και να πάρω μετρό, να περπατήσω 15 ακόμα λεπτά, και –τσουπ– βρίσκομαι στη δουλειά μου.
Το θέμα της «στάσης ζωής» με απασχολεί καθημερινά. Συνειδητοποιώ ότι μπορώ πολύ εύκολα (έχω όλα τα δίκια του κόσμου) να περπατάω βρίζοντας, ενώ ο καυτός ήλιος με χτυπάει ανελέητα. Επιλέγω να σκέφτομαι ότι βρέθηκε η ευκαιρία να γυμναστώ περπατώντας, αποφασίζω να πάρω και έναν ωραίο καφέ στον δρόμο. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή έρχεται στο μυαλό μου ο παππούς μου.
Τον θυμάμαι 95 χρονών, μέσα Ιουλίου, να κάθεται στο μικροσκοπικό μπαλκονάκι του στα Κάτω Πατήσια, γυμνός από τη μέση και πάνω. «Πώς τα πας με τη ζέστη;» τον ρωτάω όταν μπαίνω σπίτι του να του κάνω λίγη παρέα. «Μια χαρά», μου απαντάει, «Έχει κι αυτό το ωραίο αεράκι».
Έχει κι αυτό το ωραίο αεράκι, επαναλαμβάνω περπατώντας μέσα στη ζέστη προς τον ΗΣΑΠ, και νιώθω ότι αρχίζω να καταλαβαίνω όλα αυτά τα ακαταλαβίστικα περί «στάσης ζωής».