ΓΙΑΤΙ ΔΙΑΦΕΡΟΥΝ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΤΑ ΓΟΥΣΤΑ ΜΑΣ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΓΕΥΣΕΙΣ
Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πώς γίνεται ακόμα και μέλη της ίδιας οικογένειας να έχουν πολύ διαφορετικά γούστα στις γεύσεις που προτιμούν;
Σε ένα δωμάτιο γεμάτο ανθρώπους, αυτοί που θα αρνηθούν όταν τους προσφερθεί ένα σοκολατένιο γλυκό θα αποτελέσουν εξαίρεση. Κι όμως, υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Αν πάλι προσφέρεις ένα ποτήρι ούζο που έχει έντονη γεύση γλυκάνισου, αυτοί που θα το απορρίψουν δεν θα είναι λίγοι, απαντώντας ενδεχομένως ότι προτιμούν τη ρακή, που φτιάχνεται από υπολείμματα σταφυλιών. Επίσης, είναι πολλοί οι άνθρωποι που δεν τρώνε με τίποτα καρύδα ενώ άλλοι τη λατρεύουν, ενώ ορισμένοι αρνούνται να δοκιμάσουν ψαρικά, όπως γαρίδες και οστρακοειδή.
Πώς γίνεται αυτό; Όλοι οι άνθρωποι δεν έχουμε τα ίδια όργανα; Την ίδια γλώσσα, με τους ίδιους γευστικούς κάλυκες που μπορούν να αναγνωρίζουν τις ίδιες 5 διαφορετικές γεύσεις (πικρό, γλυκό, ξινό, αλμυρό και ουμάμι – ένας νέος σχετικά όρος που περιγράφει το «νόστιμο»). Γιατί, λοιπόν, δεν αρέσουν σε όλους μας τα ίδια φαγητά;
Πριν βιαστείς να απαντήσεις ότι απλά οι άνθρωποι είμαστε «περίεργοι» ή «δύσκολοι» με το φαγητό, μάθε ότι οι γεύσεις και οι διατροφικές επιλογές συνδέονται πλέον με ολόκληρη επιστήμη, την οποία κάθε πραγματικός σεφ οφείλει να μελετήσει και να αξιοποιήσει, αν θέλει να ικανοποιήσει το γαστρονομικό κοινό του – όσο διαφορετικά γούστα κι αν έχει.
Γιατί δεν αρέσουν σε όλους οι ίδιες γεύσεις;
Για να πάρω μια τεκμηριωμένη απάντηση, απευθύνθηκα στη διαιτολόγο-διατροφολόγο Δέσποινα Παπαδοπούλου, η οποία μου εξήγησε πως υπάρχουν τουλάχιστον τρεις διαφορετικοί λόγοι που δεν αρέσουν σε όλους τους ανθρώπους οι ίδιες γεύσεις. Έχουν να κάνουν με την ανατομία της γλώσσας μας, τον τρόπο με τον οποίον μεγαλώσαμε, αλλά και την κουλτούρα μας.
1. Γενετικός παράγοντας
Όλοι μας γεννιόμαστε με μια γλώσσα που έχει χιλιάδες γευστικούς κάλυκες, οι οποίοι ανά ομάδες εξειδικεύονται σε γεύσεις. Δεν έχουμε, όμως, όλοι την ίδια ευαισθησία στις ίδιες γεύσεις. «Κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται με ευαισθησία σε γεύσεις ή με περισσότερους γευστικούς κάλυκες σε αυτές», λέει η κ. Παπαδοπούλου.
«Για παράδειγμα, κάποιοι άνθρωποι έχουν πολύ πιο έντονη τη γεύση του ξινού ή του γλυκού, οπότε προτιμούν και ανάλογες γεύσεις».
2. Συναισθηματικός παράγοντας
«Αυτό είναι κάτι που συνήθως προέρχεται από την παιδική μας ηλικία και έχει να κάνει με την όσφρηση ή την υφή μιας γεύσης, ή το πώς μας σέρβιραν ένα φαγητό όταν ήμασταν παιδιά», λέει η διατροφολόγος. «Οι μπάμιες, για παράδειγμα, που είναι ένα πολύ ιδιαίτερο φαγητό, αν δεν είχαν μαγειρευτεί όπως πρέπει όταν ήμασταν παιδάκια, και είχαν βγάλει αυτή τη “γλιτσερή” υφή, δεν μας έγιναν συμπαθείς τότε και λογικά θα συνεχίσουμε να νιώθουμε το ίδιο ως ενήλικες. Από την άλλη, αν οι γονείς μας έφτιαχναν συχνά ένα ωραίο φαγητό που μύριζε όμορφα και το τρώγαμε στο οικογενειακό τραπέζι, κατά πάσα πιθανότητα θα το απολαμβάνουμε και στην ενήλικη ζωή. Μπορεί, μάλιστα, να είναι και από τα φαγητά που συνήθως μαγειρεύουμε».
3. Ο ρόλος της κουλτούρας στις γεύσεις
Η κουλτούρα είναι ένας ακόμα παράγοντας που διαμορφώνει τις γευστικές μας προτιμήσεις, επηρεάζοντας τι μας αρέσει και τι όχι. «Αν έχεις μεγαλώσει στη Μεσόγειο, θα γνωρίζεις ότι τα τρόφιμα στην περιοχή αυτή είναι εντελώς διαφορετικά από άλλες περιοχές του πλανήτη, π.χ. από την Ασία», μου εξηγεί η κ. Παπαδοπούλου, εννοώντας πως κατά πάσα πιθανότητα έχεις εξοικειωθεί με γεύσεις φρέσκων φρούτων και λαχανικών, με τα γαλακτοκομικά, τα δημητριακά, το καλά μαγειρεμένο κρέας, το φρέσκο ψάρι. Την ίδια ώρα, κατά πάσα πιθανότητα σου προκαλεί αποστροφή η σκέψη του να τρως έντομα, τα οποία συνηθίζονται π.χ. στην Ταϋλάνδη.