7 ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΠΗΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ
Στα 97 χρόνια που έμεινε πάνω στη Γη, η γιαγιά Ελένη, μια αιώνια έφηβη που τα δισέγγονά της αποκαλούσαν τρυφερά «γιαγιάκι», άφησε έναν πολύτιμο οδηγό ζωής, που οποιοσδήποτε self-help coach θα ζήλευε.
Η γιαγιά μου ήταν καλή. Ένας αυθεντικά καλός άνθρωπος που προσέγγιζε τα πάντα και τους πάντες με θετική διάθεση κι αισιοδοξία. Όχι ότι η ζωή τής είχε δείξει το καλό της πρόσωπο, μάλλον το αντίθετο θα έλεγα. Μικρή έζησε τη σκληρότητα της κατοχής και οι μνήμες της από τις κρυψώνες όπου έπρεπε να παραμένει επί ώρες χωρίς νερό και φαγητό τη συνόδευαν για πάντα.
Αργότερα, είδε τον έρωτα της ζωής της νεκρό από το μαχαίρι κάποιου εγκληματία που μπαινόβγαινε στις φυλακές της Τρίπολης και απλά έτυχε να πέσει στον δρόμο πάνω στον παππού μου. Η γιαγιά μου, η Ελένη, ήταν έγκυος σε δίδυμα τότε, και είχε και τη μαμά μου μόλις δύο ετών. Έχασε το ένα της μωρό και τα επόμενα χρόνια μεγάλωσε μόνη της τις δύο κόρες της.
Εξαπατήθηκε από συγγενείς, την εκμεταλλεύτηκαν στη δουλειά της, αναγκάστηκε να στείλει τη μία της κόρη –τη μητέρα μου– στην Αμερική μόλις στα 16 της, για ένα καλύτερο μέλλον. Κι όμως! Είχε κατανόηση, ανοιχτό μυαλό, υπομονή κι εμπιστοσύνη, τόσο που κάποιες φορές με εξόργιζε. Μόνο όταν μεγάλωσα κατάλαβα τον καθαρό της πυρήνα, αλλά κυρίως τη σοφία των μαθημάτων ζωής που μου άφησε, άλλοτε με το παράδειγμά της κι άλλοτε με τα λόγια της.
1. Η δύναμη της πίστης
Κάθε βράδυ, η γιαγιά διάβαζε αποσπάσματα από την Αγία Γραφή, ενώ μουρμούριζε για ώρες τις προσευχές της. Η επαναστατημένη εφηβεία μου προσπάθησε να έρθει σε σύγκρουση με την απολυτότητα της πίστης της, όμως οι συζητήσεις μου μαζί της τα ξεκαθάριζαν όλα. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι η πίστη της δεν ήταν αυτή η «καθώς πρέπει» τυπολατρική πίστη των γιαγιάδων – οι προσευχές της γιαγιάς Ελένης ήταν κάτι σαν mantra για εκείνη, ένα είδος διαλογισμού που εξάγνιζε την ψυχή της, ενώ η συστηματική μελέτη της Βίβλου την κρατούσε σε επαφή με τα λόγια που τη γαλήνευαν και τη συνέδεαν με κάτι ανώτερο από εκείνη.
Η πίστη της στην ίδια την πίστη ήταν τόσο δυνατή, που όταν κάποτε μοιράστηκα μαζί της ότι με ενδιαφέρει ο ινδουισμός, έδειξε αυθεντικό ενδιαφέρον και αναζήτησε μαζί μου τους άξονές του. Κάποτε, μάλιστα, προκειμένου να της δικαιολογήσω την απόφασή μου να βάλω σκουλαρίκι στη μύτη (μιλάμε για μία εποχή που σχεδόν κανείς δεν το έκανε) και για να μην τη στενοχωρήσω, της είπα ότι θεωρείται σύμβολο πίστης. Το δέχτηκε.
2. Η αγάπη για τα παιδιά
Ποτέ δεν ένιωσε ότι τη χειριζόμαστε όταν θέλαμε ένα χαρτζιλίκι παραπάνω, πάντα μας υποδεχόταν με φωτεινό πρόσωπο, είχε γνήσιο ενδιαφέρον για τους φίλους μου και με φρόντισε ακριβώς όπως έπρεπε όταν έδινα πανελλήνιες και προτιμούσα να διαβάζω στο δικό της σπιτάκι, μια γκαρσονιέρα που νοίκιαζε στην ίδια πολυκατοικία με μας. Η εμπιστοσύνη της προς τα παιδιά ήταν χωρίς όρους και όρια. Όλα τα παιδιά του κόσμου, όχι μόνο τα δικά της. Ήξερε ότι μία καθαρή ψυχή αξίζει σεβασμό και φροντίδα.
3. Μέτρον άριστον
Κάθε μεσημέρι έπινε μισό –ακριβώς!– ποτήρι κρασί, αραιωμένο με νερό. Όποτε της πηγαίναμε τούρτα ή γλυκό, θα το έκοβε σε κομμάτια και θα το έβαζε στην κατάψυξη, προκειμένου να φάει κάθε φορά από λίγο. Σηκωνόταν πάντα από το τραπέζι πριν χορτάσει. Κοιμόταν όσο έπρεπε, ποτέ παραπάνω ή λιγότερο. Οι κανόνες αυτοί που έβαζε στον εαυτό της ήταν τόσο αβίαστοι και αυθόρμητοι, που ποτέ δεν την ένιωσα να κάνει κάτι καταναγκαστικά. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που έζησε τόσο πολύ και, πέρα από κάποια μικροπροβλήματα υγείας, τόσο καλά.
4. «Άκου ποιος στο λέει»
Η αγαπημένη μου συμβουλή της γιαγιάς μου ήταν η εξής: «Μην ακούς τι σου λένε, άκου ποιος στο λέει». Η μεγάλη σοφία που κρύβει πίσω της με έχει σώσει από αμέτρητες στιγμές σύγχυσης ή λανθασμένης κρίσης. Τι εννοούσε η γιαγιά;
ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΕΧΩ ΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΟΥ ΑΝΟΙΧΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΦΙΛΤΡΑΡΩ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΛΕΝΕ, ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟ ΠΟΙΟΣ ΜΟΥ ΤΟ ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ.
Άλλο να μου πει «τόλμα να κάνεις αυτή την επένδυση» ο σύζυγός μου, που με αγαπάει και θέλει το καλό μου, κι άλλο να μου το πει εκείνος που θέλει κάτι από μένα. Χρησιμοποιώ αυτό το εμφανές παράδειγμα μόνο και μόνο για να κάνω σαφές πόσο προφανές θα έπρεπε να είναι κάτι, όταν το ακούμε. Κι όμως, υπάρχουν αμέτρητες φορές που «πιανόμαστε» από τα λόγια κάποιου, χωρίς να εστιάσουμε στον λόγο για τον οποίο μας τα λέει.
5. Η συγχώρεση σου δίνει δύναμη
Η γιαγιά μου είχε συγχωρέσει όποιον την είχε βλάψει στη ζωή της, ακόμη και τον δολοφόνο του παππού μου. Όχι από μεγαλοψυχία ή παραίτηση, αλλά από μία ξεκάθαρη συνείδηση που την καθόρισε πάντα και στα πάντα, ότι εκείνη έχει την ευθύνη των συναισθημάτων της, εκείνη έχει στα χέρια της τη δύναμη να αποφασίζει για το πώς νιώθει. Η συγχώρεση για εκείνη δεν είχε να κάνει με τον άνθρωπο που συγχωρούσε, αλλά για την πλήρη αποδέσμευσή της από αυτό που της συνέβη, από αυτό που της έκαναν.
ΕΚΛΕΙΝΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΧΩΡΟΥΣΕ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΦΗΝΕΙ ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΝΑ ΤΗΝ ΚΡΑΤΑΕΙ ΔΕΣΜΙΑ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΤΗΣ ΕΙΧΑΝ ΣΥΜΒΕΙ.
6. Ανεξαρτησία
Σε μία δύσκολη εποχή για τις γυναίκες στην Ελλάδα, η γιαγιά Ελένη στάθηκε στα πόδια της, δούλεψε και μεγάλωσε δύο παιδιά, χωρίς σύντροφο και χωρίς τα δεκανίκια των συγγενών (που κάποιες φορές γίνονταν μαχαίρια). ταν ήταν πια ηλικιωμένη, ζούσε στην γκαρσονιέρουλα της, αλλά περισσότερο πρόσφερε παρά ζητούσε. Τα παιδιά και τα εγγόνια της ποτέ δεν νιώσαμε την οποιαδήποτε υποχρέωση απέναντί της, ενώ απολαμβάναμε διαρκώς δικαιώματα και προνόμια, είτε είχαν υλική μορφή είτε την πολύτιμη μορφή της συντροφιάς της, του συναισθηματικού στηρίγματός της, της αμέριστης αγάπης της. Κι αυτό κράτησε μέχρι την ημέρα που πέθανε.
7. Η απίστευτη συμφιλίωση με τον θάνατο
Όταν κάποιος συγγενής κινδύνευε στο νοσοκομείο, η γιαγιά είχε ένα χαμόγελο γεμάτο στωικότητα. Όταν χάσαμε την άλλη μου γιαγιά, στο μοιρολόι που της τραγούδησε μίλησε για τη ζωή της και τα όσα μοιράστηκαν. Ειδικά όμως τον δικό της θάνατο τον αντιμετώπιζε σαν έναν καλό φίλο.
«ΚΑΛΟ ΘΑΝΑΤΟ ΝΑ ΜΟΥ ΕΥΧΕΣΑΙ», ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ ΣΕ ΚΑΘΕ ΤΗΣ ΓΕΝΕΘΛΙΑ.
«Βαρέθηκα, είμαι έτοιμη να πεθάνω» χαριτολογούσε όταν τη ρωτούσα πώς πέρασε τη μέρα της. Και όταν πια κατάλαβε ότι πεθαίνει, μας μάζεψε γύρω της, μας είπε όλα τα γλυκά λόγια που ήξερε ότι θα μας συντροφεύουν αφού εκείνη μας αφήσει, και μου ζήτησε ένα μόνο πράγμα: «Στήρα με», μου είπε. Ήθελε να τη στηρίξω για να ανακαθίσει και να μας πάρει αγκαλιά, να μας χαιρετήσει σφραγίζοντας τη ζωή της με την αγάπη που τη συνόδεψε μέχρι το τέλος.