ΔΥΟ ΘΑΥΜΑΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΘΕΩΝ, ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Οι άνθρωποι ζουν σα να μην υπάρχει τέλος. Και αναζητούν το ανεξάντλητο καύσιμο της ύπαρξης, τον έρωτα.
Η επιστήμη και η τεχνολογία κάνουν θαύματα. Και η θρησκεία, λένε οι πεπεισμένοι. Εντάξει… Όμως, ανάμεσα στα θαυμαστά των μικρών θεών, των ανθρώπων, ξεχωρίζουν –επιτρέψτε μου να πω: ξεχωρίζω– δυο θαύματα που σφραγίζουν τη ζωή τους.
Το ένα: Οι άνθρωποι ζουν με όρους αιωνιότητος παρότι γνωρίζουν πως είναι θνητοί. Αυτό το θαύμα δεν αφορά τους πιστούς των θρησκειών που μηδενίζουν μέσα τους την τελευτή του βίου και ονειρεύονται αιώνια ζωή στους ουρανούς. Εκείνοι το ’χουν λύσει με την πίστη τους το πρόβλημα…
Για τους υπόλοιπους μιλώ. Για εκείνους που, όπως όλοι, ξέρουν το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά ζουν σα να μην υπάρχει τέλος. Μοχθούν, παλεύουν, φιλοδοξούν, επενδύουν, ηττώνται, νικούν, εχθρεύονται, μισούν, εγκληματούν, δημιουργούν μέχρι τα βαθιά γεράματα, λες κι έχουν διαγράψει διά παντός την ιδέα της ανέκκλητης φυγής.
Και να πεις ότι δεν σκέφτονται τον θάνατο; Κάθε μέρα μπροστά τους είναι. Μαύρες σαϊτιές, που όμως περνάνε και χάνονται, επανέρχονται και σβήνουν, κι όλο εμφανίζονται ξανά σαν επίμονες σφήκες που δηλητηριάζουν τις στιγμές.
Όμως, εκεί οι άνθρωποι! Παραμερίζουν την ενοχλητική ιδέα του τέλους και ρίχνονται με λύσσα στον αγώνα τους. Δεν έχει σημασία να ορίσει κανείς ηθικά αυτόν τον αγώνα. Είτε δημιουργούν και κοπιάζουν για το καλό είτε στήνουν «μηχανές», απάτες και πολέμους, το κάνουν οι περισσότεροι σα να έχουν μπροστά τους προσδόκιμο αιώνων ζωής.
Αυτό είναι για όλους το φάρμακο, το ίαμα για να μην έχουν φρένο στη ζωή τους τον θάνατο. Τον απωθούν. Και ζουν ένα παρόν που παραπέμπει σε ατελεύτητο μέλλον. Ζουν με όρους αιωνιότητος κι ας ξέρουν τη μοίρα τους…
ΟΤΑΝ ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ, ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΠΙΑ. ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΟΙ ΟΜΟΡΦΙΕΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ.
Το δεύτερο θαύμα
Το πρώτο αφορούσε τον θάνατο και την απώθησή του. Το δεύτερο έχει σχέση με το ανεξάντλητο καύσιμο της ύπαρξης, τον έρωτα. Είναι τόσο κοινότοπο αυτό που συμβαίνει, ώστε δεν μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι πρόκειται για θαύμα. Όμως περί αυτού πρόκειται.
Όταν καταρρέει ένας έρωτας, νομίζεις ότι χάνεται για πάντα ο κόσμος, ότι τίποτε δεν έχει σημασία πια. Ούτε καν οι ομορφιές τη φύσης. Ο ρυθμός του «καθεμέρα» καθηλώνεται σ’ ένα απελπιστικό σημειωτόν.
Όσα σε συγκινούσαν –από τις μουσικές μέχρι τις μυρωδιές, τα διαβάσματα, τις πρώτες αχτίδες του ήλιου και τόσα άλλα– μοιάζουν αδιάφορα και ξένα όταν χωρίζεις. Ειδικά όταν εσύ δεν ήθελες να συμβεί…
Απέραντη έρημος ο κόσμος. Σαρωτική λύπη, πόνος αφόρητος και σκοτεινιά. Οι θλιβερές νύχτες δίχως ύπνο συναγωνίζονται τις άδροσες μέρες, οι εφιάλτες διαδέχονται τις μαύρες σκέψεις: Πού είναι; Τι κάνει; Πώς είναι δυνατόν να ξεχνάει;» κλπ, κλπ. Η κόλαση αληθεύει στην οδύνη της απώλειας.
Και ξαφνικά, κι αφού σε σαρώσει η λύπη, να σου κάτι καινούργιο που βλέπεις να σπέρνει ανθούς στις ερημιές σου! Νέο πρόσωπο αποκτούν οι μέρες σου, καινούργια χαρακτηριστικά, άλλοι ήχοι, νέος κόσμος με απάτητες διαδρομές που θέλεις να εξερευνήσεις σαν πρωτόβγαλτος πεζοπόρος.
Δεν ξεχνάς. Απλώς αρχειοθετείς. Τρυφερά ίσως, αλλά οριστικά. Στο παλίμψηστο των σχέσεων καταυγάζει η νέα άφιξη. Και, ω του θαύματος! Τις ίδιες λέξεις θα ξαναπείς, τα ίδια «σ’ αγαπώ», στις ίδιες τελετουργίες θα ξαναμπείς χωρίς στιγμή να νιώσεις ότι ζεις μια βαρετή επανάληψη.
Μη μου πείτε ότι δεν πρόκειται για θαύμα;