«ΣΤΕΚΟΜΑΙ ΜΕ ΔΕΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ»
Ένα απόσπασμα από κείμενο του Thoreau γίνεται αφορμή για να στοχαστούμε πάνω στη σχέση με το ίδιο μας το σώμα.
«Στέκομαι με δέος απέναντι στο σώμα μου, αυτή η ύλη με την οποία είμαι δεσμευμένος έχει γίνει τόσο παράξενη. Δεν φοβάμαι πνεύματα, φαντάσματα, ένα από τα οποία είμαι κι εγώ, αλλά φοβάμαι τα σώματα, τρέμω να τα συναντήσω. Τι είναι αυτός ο Τιτάνας που με έχει στην κατοχή του; Αυτό κι αν είναι μυστήριο! Σκεφτείτε τη ζωή μας στη φύση – καθημερινά να είμαστε εκτεθειμένοι στην ύλη, να ερχόμαστε σε επαφή μαζί της– βράχια, δέντρα, αέρας στα μάγουλά μας! Η στέρεη γη! Ο πραγματικός κόσμος! Η κοινή λογική! Επικοινωνία! Επικοινωνία! Ποιοι είμαστε; Πού είμαστε;» – Henry David Thoreau
Δεν είναι απίθανο να τρέμουμε μπροστά σε μια ειλικρινή συνάντηση με τον αληθινό μας εαυτό, τραχύ και κουρελιασμένο και άχαρο. Παρ’ όλες τις προσπάθειές μας να κρυφτούμε από τον κόσμο, ακόμα και από τον εαυτό μας, η ανάγκη του ανθρώπου να βρει την ουσία του είναι ακατανίκητη. Είναι η φύση μας καλή ή κακή στον πυρήνα της; Είμαστε αγνοί ή ακάθαρτοι; Είμαστε ολόκληροι ή κατακερματισμένοι; Αυτά είναι ερωτήματα που βρίσκονται στον πυρήνα της ανθρώπινης έρευνας ανά τους αιώνες. Που έχουν απασχολήσει τη φιλοσοφία και τη θεολογία, τη λογοτεχνία και την ποίηση. Που έχουν γίνει τραγούδια και ιστορίες.
Σε αυτό το απόσπασμα από το «The Maine Woods», ο Thoreau δεν προσπαθεί να κατακρίνει τη θεμελιώδη πραγματικότητα του φυσικού κόσμου που συναντά στο ταξίδι του, τη φύση με την κυριολεκτική έννοια, αλλά προσφέρει μια ισχυρή παρατήρηση: Ότι δεν έχουμε δει την «αγνή φύση» μέχρι να τη δούμε χωρίς την ανθρώπινη επιρροή.
Είτε η Γη φτιάχτηκε για να είναι η κατοικία μας είτε όχι, ίσως οφείλουμε απλώς στον εαυτό μας (και στον κόσμο) να σκεφτούμε τι ήταν, ή τι θα ήταν χωρίς την επιρροή μας. Χωρίς τις διαθλαστικές και σολιψιστικές προοπτικές που συχνά αποδίδουμε στα πράγματα και τα παραποιούμε. Η αποκάλυψη που θα προέκυπτε θα μπορούσε να είναι αρκετή για να μας κάνει να πλησιάσουμε ακόμα και το ίδιο μας το σώμα με τη «σωστή» δόση φόβου. Να πλησιάσουμε όχι «πνεύματα», αλλά την ίδια μας την ύλη. «Αυτό το σώμα στο οποίο είμαι δεσμευμένος». Πώς θα ήταν αν προσεγγίζαμε σάρκα και οστά, τα δικά μας, υπό αυτό το πρίσμα;
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΠΩΦΕΛΗΘΟΥΜΕ ΑΠΟ ΜΙΑ ΥΠΟΜΟΝΕΤΙΚΗ, ΣΤΟΡΓΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΜΕΣΑ ΜΑΣ.
Όποια κι αν είναι η αλήθεια της δικής μας φύσης –αγνή ή διεφθαρμένη, αχαλίνωτη ή σκλαβωμένη, σπασμένη ή ολόκληρη–, ίσως οφείλουμε στους εαυτούς μας να τη θεωρήσουμε και να την αναγνωρίσουμε με την πιο καθαρή της έννοια. Και να το κάνουμε χωρίς καμιά αίσθηση κριτικής, χωρίς καμιά ανάγκη να αντιδράσουμε σε αυτό που βλέπουμε. Προτού αρχίσουμε να δημιουργούμε ιστορίες, για να πούμε στον εαυτό μας και στον κόσμο ποιοι πραγματικά είμαστε, μπορεί να επωφεληθούμε από μια υπομονετική, στοργική ματιά μέσα μας.
Ποιος ξέρει; Αν καταφέρουμε να βρούμε μια αίσθηση γαλήνης και ειρήνης όσον αφορά τις δικές μας περίπλοκες, θαυμαστές και τρομακτικές εσωτερικές λειτουργίες, ίσως μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε ένα μέρος της και να την κατευθύνουμε προς τα έξω. Όποιο ετερόκλητο πλήρωμα αγγέλων και δαιμόνων κι αν βρούμε να κατοικεί εντός μας.
Ο κόσμος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει περισσότερη από αυτή την ειρήνη, αυτή την ήρεμη χαρά, αλλά ίσως πρέπει να ξεκινήσουμε αναζητώντας τέτοιες ιδιότητες πρώτα μέσα μας. Μόλις σκάψουμε το πηγάδι, μόνο τότε μπορεί να βγει το νερό. Μόλις η πηγή κυλήσει ελεύθερα– όπως εκείνη η πηγή «της οποίας τα νερά δεν λιγοστεύουν» (Ησαΐας 58:11)–, μόνο τότε μπορεί να χορτάσει τους διψασμένους του κόσμου.