Χριστίνα Αβδίκου

ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΕΡΝΑΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά θεωρούνται κατεξοχήν οικογενειακές γιορτές. Αλλά μεγάλωσα σε μια οικογένεια που δεν τις ζούσε με χαρά. Και όταν την έχασα, αποφάσισα να μην γιορτάζω καθόλου. Μέχρι που συνειδητοποίησα ότι ζωή είναι οι στιγμές που έχεις αποφασίσει πως κάνουν καλό στην ψυχή σου.

Πριν από όλα, θα ήθελα να ευχηθώ να έχεις χρόνια καλά και –κυρίως– να είσαι καλά στη ψυχή σου, όπως οδεύουμε προς το τέλος μιας –ακόμη– απαιτητικής χρονιάς και την αρχή μιας νέας, που ανάθεμα και αν ξέρουμε τι μας περιμένει. Οπότε, θα σου πρότεινα να επικεντρώσεις σε ό,τι μπορείς να ελέγξεις. Δηλαδή, εσένα και την ψυχολογία σου. Γιατί, αν δεν είσαι εσύ καλά, τίποτα γύρω σου δεν θα είναι καλά.

Μπορείς να δεις τις γιορτές σαν ένα τεστ –εφ’ όλης της ύλης– για τη συνέχεια. Τι εννοώ;

Δεν ξέρω πώς μεγάλωσες, δηλαδή πώς ζούσες στην οικογένειά σου αυτές τις ημέρες. Έτσι, θα σου μιλήσω για τις δικές μου εικόνες και παραστάσεις και για τον λόγο που για χρόνια ήμουν ένα από τα περιστατικά του φαινομένου που λέγεται Christmas Blues, Seasonal Affective Disorder, Holiday Depression και κατάθλιψη των γιορτών στα ελληνικά. Η Δρ Ναταλία Κουτρούλη, κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, μας εξήγησε πρόσφατα τι αφορά αυτή η θλίψη.

Σήμερα θα σου πω πώς το έζησα εγώ, για να καταλήξω στο πώς έμαθα να το αντιμετωπίζω.

Πώς έφτασα να μην γιορτάζω Χριστούγεννα

Η by default λειτουργία της οικογένειάς μου ήταν η θλίψη – και ο πόνος. Βλέπεις, όταν ήμουν 3 χρόνων, πέθανε ο αδελφός μου. Τότε, το 1978, δεν υπήρχε καν η έννοια «ψυχοθεραπεία» στην Ελλάδα. Αν σήμερα, εν έτει 2021, υπάρχει ακόμα ένα στίγμα για όσους βρίσκουν τη δύναμη να ζητήσουν βοήθεια –πράγμα που στο μυαλό μου ήταν, είναι και θα είναι η απόλυτη παράνοια–, φαντάσου τι γινόταν πριν από 43 χρόνια. Η συνέπεια ήταν να «κατασπαράξει» η θλίψη και τους γονείς μου (ο ένας πέθανε στα 45 και η άλλη στα 54).

Όσο ζούσαν, κανείς μας (ούτε εκείνοι και προφανώς ούτε εγώ) δεν κατάφερε να νιώσει ποτέ άνετα με τη χαρά. Θα σου δώσω και ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα: έως τα 30, όταν γελούσα με τη ψυχή μου, παράλληλα έφτυνα τον κόρφο μου, ζητώντας από όποιον είναι εκεί πάνω να μην με τιμωρήσει για το θράσος μου, επειδή τόλμησα να παρεκκλίνω της φυσικής μου λειτουργίας, που ήταν η οδύνη. Ομολογώ ότι δεν ήταν πολύ εύκολο να ζω, έχοντας ενοχοποιήσει τη χαρά. Σίγουρα δεν ήταν ευχάριστο.

Σου έλεγα, όμως, για τους γονείς μου. Το τραύμα τους ήταν ορθάνοιχτο, όταν ήμουν μικρή, πράγμα που σημαίνει ότι η λέξη «υπερπροστασία» δεν μπορεί περιγράψει ούτε στο ελάχιστο τη συμπεριφορά τους απέναντι μου. Επειδή δεν μου αρέσει να μιλάω «στον άερα», θα σου δώσω ακόμα ένα παράδειγμα του τι εννοώ: δεν με άφηναν να πάω εκδρομή με το σχολείο για να μη με απαγάγουν / να μην πάθω ατύχημα / να μην πεθάνω. Θεωρώ δεδομένο ότι, αν υπήρχαν τότε smartphones ή κάμερες, θα είχα 5-6 διαρκώς πάνω μου. Έχω την υποψία ότι θα μου είχαν βάλει και τσιπάκι, για να ξέρουν ανά πάσα στιγμή που είμαι.

ΔΕΝ ΚΑΝΑΜΕ ΠΟΤΕ ΤΡΑΠΕΖΙΑ, ΔΕΝ ΦΟΥΡΝΙΖΑΜΕ ΜΕΛΟΜΑΚΑΡΟΝΑ ΚΑΙ ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΔΕΝ ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΣΤΑΝ ΜΕ ΟΣΑ ΕΚΑΝΑΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ.

Ως οικογένεια που δεν είχε δικαίωμα στη χαρά (μετά την τραγωδία), δεν μας «έλεγαν» τίποτα ιδιαίτερο οι γιορτές. Εννοώ δεν τις ζούσαμε ουσιαστικά (δεν τις βλέπαμε σαν αφορμή για να ανοίξει η ψυχή μας), όπως στα σπίτια που δεν έχουν δοκιμαστεί με κάποια τραυματική εμπειρία.

Έχει τύχει να είσαι κάπου, αλλά να νιώθεις πως έχεις «βγει» από το σώμα σου και σε βλέπεις από ψηλά; Πως είσαι εκεί, αλλά δεν είσαι; Αυτό ακριβώς ένιωθα όπου κι αν πήγαινα και είχε εορταστικό mood.

Αυτό που γινόταν ήταν το εξής: η μητέρα μου με πήγαινε στο Μινιόν για να βγάλω φωτογραφία με τον Άγιο Βασίλη (ναι, είμαι αυτής της γενιάς), μου αγόραζε παπούτσια από το Μούγερ (γιατί αλλιώς γινόταν επανάσταση στο σπίτι, όπως κάθε φορά που δεν μου έπαιρναν ό,τι ήθελα) και κάθε επιθυμία μου ήταν διαταγή της. Στολίζαμε το δέντρο (όχι το σπίτι γενικά) την τελευταία στιγμή και πάντα η διαδικασία ξεκινούσε με το «στολίζω το δέντρο για εσένα». Αυτό αποτυπώθηκε στη ψυχή μου με τρόπο που, όταν τους έχασα όλους, δεν ξαναστόλισα δέντρο. Βλέπεις, δεν υπήρχε ο ψυχαναγκασμός.

χριστουγεννιάτικο στόλισμα
Χριστίνα Αβδίκου

Στην καρέκλα της ψυχοθεραπείας

Έπειτα από πολλές ώρες ψυχοθεραπείας, κατάλαβα ότι η μητέρα μου έλεγε τη συγκεκριμένη ατάκα περισσότερο για να δικαιολογήσει στον εαυτό της μια πράξη που δεν ήταν συμβατή με την τραγωδία μιας μάνας που έχασε το παιδί της. Όχι για να μου δημιουργήσει ενοχές. Εντούτοις, με αυτό το concept πορεύτηκα για χρόνια – και θα σου ομολογήσω ότι ήταν βαρύ.

Επειδή ήμασταν οικογένεια-τραγωδία, δεν κάναμε ποτέ τραπέζια (δεν θυμάμαι να ανοίξαμε ποτέ το σπίτι μας σε καλεσμένους, και στην εξέλιξη της φάσης δεν το άνοιξα ποτέ κι εγώ), δεν φουρνίζαμε μελομακάρονα και κουραμπιέδες και, γενικά, δεν ασχολούμασταν με όσα έκαναν όλοι οι άλλοι – που είχαν δικαίωμα στη χαρά.

Fast forward στα 13 μου, όταν πέθανε ο πατέρας μου και ως εκ τούτου είχαμε έναν επιπλέον λόγο να μην γιορτάζουμε. Στα 23 μου αποχαιρέτησα για πάντα και τη μητέρα μου. Και τότε έπαψαν να έχουν ξεχωριστή σημασία όλες οι ιδιαίτερες μέρες του χρόνου. Βοήθησε (;) και ότι για τη διετία που ακολούθησε τον θάνατο της μάνας μου, ζούσα σε παράλληλο σύμπαν. Δεν έχω καμία ανάμνηση. Δεν θυμάμαι τι έκανα ή τι έλεγα – μόνο ότι δούλευα όλη μέρα και μετά έπινα όλη νύχτα, για να απαγορεύω στο μυαλό μου να σκέφτεται ό,τι με πονάει.

Ως γνωστόν, οι γιορτές –και ειδικότερα αυτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς– θεωρούνται κατεξοχήν οικογενειακές γιορτές. Εφόσον δεν είχα πια οικογένεια, δεν ήθελα να έχω και επιπλέον λόγους να καταθλίβομαι. Και πώς μπορούσα να το πετύχω αυτό; Ξεχνώντας τις ημερομηνίες όλων των «αντίο» στους δικούς μου ανθρώπους, τα γενέθλιά μου, τη γιορτή μου και φυσικά τα Χριστούγεννα. Τα πρώτα χρόνια της απόλυτης αποκοπής μου συνήθιζα να στολίζω («για το σκυλί μου», αλήθεια, έτσι το είχα στο μυαλό μου!) και να ταξιδεύω στο εξωτερικό τις ημέρες των γιορτών. Είχα διαπιστώσει ότι μεταξύ αγνώστων δεν ένιωθα το ίδιο μόνη.

Αν ένιωθα γαλήνη στη ψυχή μου; Σε παρακαλώ! Ας πούμε ότι με είχε αναλάβει το ένστικτο επιβίωσης, μαζί με τους ψυχαναγκασμούς που ανέπτυξα για να έχω την επίφαση του ελέγχου: Όταν ζεις επώδυνες εμπειρίες που ό,τι και αν έκανες δεν θα μπορούσες να ελέγξεις –ή να αλλάξεις την εξέλιξη–, επικεντρώνεσαι σε κάτι που εξαρτάται απόλυτα από εσένα. Η αλήθεια είναι ότι είχα μια μακρά λίστα με tasks. Μεταξύ τους ήταν να χάσω κιλά (γιατί δεν θα επέτρεπα στο μυαλό μου να με κάνει ό,τι θέλει) και πριν αλλάξει η χρονιά ΕΠΡΕΠΕ να έχω κάνει το resolution. Όχι απλά στο μυαλό μου, αλλά σε μια κόλλα χαρτί. ΕΠΡΕΠΕ να γράψω τι είχα περάσει και τα «θέλω» μου για τη χρονιά που ερχόταν. Το «έπρεπε» στο γράφω με κεφαλαία, γιατί αν τυχόν πλησίαζε το τέλος του χρόνου και εγώ δεν είχα τακτοποιήσει την υποχρέωση μου, ένιωθα μέσα μου μια αντάρα, σαν βεβαιότητα ότι όλα θα πήγαιναν πάλι σκατά και απόσκατα, αφού ήμουν ανεύθυνη.

Ναι, σου έχω ένα ακόμα παράδειγμα: Ήμουν με δυο φίλους στη Βαρκελώνη και τους παράτησα στη μέση της –κατάμεστης– περιοχής Ramblas, εποχή που για να κάνεις τηλεφωνική κλήση στο εξωτερικό έδινες ένα νεφρό, προκειμένου να γυρίσω on time στο ξενοδοχείο για να φροντίσω το OCD μου. Προφανώς (φευ) και δεν έδωσα δεκάρα για το αν θα ανησυχήσουν οι φίλοι μου, ή αν τους καταστρέψω τη μέρα. Και όχι, δεν με κοπάνησαν – που, όπως τους είπα χρόνια μετά, θα ήταν χρήσιμο να το κάνουν, μπας και καταλάβω πόσα κάνω πολύ λάθος.

ΗΞΕΡΑ ΠΩΣ ΕΧΩ ΜΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΓΙΑ ΝΑ ΑΛΛΑΞΩ ΤΗ ΖΩΗ ΠΟΥ ΕΚΑΝΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ: ΗΤΑΝ Η ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ.

Η ουσία των γιορτών

Το «δεν υπάρχουν ιδιαίτερες μέρες» και το κρυφτό που έπαιζα με όσους νοιάζονται για εμένα (που με καλούσαν στο σπίτι τους, αλλά εγώ ένιωθα ότι το κάνουν από οίκτο, επίσης ένιωθα ότι είμαι παράταιρη, καθώς δεν είχα το know how της απόλαυσης αυτών των γιορτών) συνεχίστηκε για τουλάχιστον μια δεκαετία. Τότε επέστρεψα στην καρέκλα ψυχολόγου. Η αφορμή ήταν άλλη μεν, αλλά αυτό το comeback μου έσωσε τη ζωή. Για δεύτερη φορά.

Βλέπεις, δυο χρόνια μετά τον θάνατο της μάνας μου, είχα καταλήξει στο ότι δεν ήθελα να ζω άλλο όπως ζούσα (δεν αντεχόταν άλλη μαυρίλα). Είχα καταλάβει πως οι επιλογές ήταν δύο: ή θα αυτοκτονούσα ή θα ζητούσα βοήθεια. Έψαξα τρόπους που μπορεί να γίνει κάποιος αυτόχειρας, δεν βρήκα έναν με 100% επιτυχία και, μπροστά στο ενδεχόμενο να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου χωρίς να μπορώ να είμαι αυτοσυντήρητη (άσε που δεν υπήρχε και κανείς στο σπίτι να με κοιτάξει, δηλαδή, θα έπρεπε και να υποχρεωθώ σε άλλους, που δεν είχαν άμεσο γενετικό λόγο να έχουν τον καημό μου), πήρα το κουτί «Β».

Στην επιστροφή στον ψυχολόγο, πάλι είχα φτάσει σε αδιέξοδο. Αλλά αυτή τη φορά ήξερα πως έχω μια επιλογή για να αλλάξω τη ζωή που έκανα και δεν μου άρεσε. Ήταν η ψυχοθεραπεία. Μέσω αυτής, γύρισα σε εκείνα τα χρόνια, του «στολίζω για εσένα». Κατανόησα, αποδέχθηκα και προχώρησα στον βαθμό που ήθελα πια να στολίσω το σπίτι, επειδή το ένιωθα. Όχι γιατί με ανάγκαζε κάποιος. Και το ένιωθα τόσο, που κάποια στολίδια τα άφησα για όλο τον χρόνο, έκθετα!

Και μετά ήρθε η ζωή μου η Μυσιρλού. Γνωστή και ως το σκυλί καταστροφέας. Ένα από τα highlights της καριέρας της είναι ότι έχει καταστρέψει 13 τηλεχειριστήρια. Επίσης, δεν έχει αφήσει ανέγγιχτο έστω ένα έπιπλο στο σπίτι. Άρα ήξερα ακριβώς τι με περιμένει, αν τολμούσα να στολίσω. Ήξερα, ωστόσο, ότι οι ημέρες είναι ιδιαίτερες και έμαθα να εκτιμώ και να απολαμβάνω την ουσία τους. Που δεν είναι η περίτεχνη γιρλάντα και τα ατελείωτα μέτρα με φωτάκια, αλλά οι ανθρώπινες επαφές.

Χριστούγεννα
Χριστίνα Αβδίκου

Τι είναι τελικά η ζωή;

Παρότι με έχει βολέψει πολύ η πανδημία (δεν χρειάζομαι πια δικαιολογίες, για να μην πηγαίνω κάπου, γιατί κυριολεκτικά δεν μου έχουν μείνει άντερα για άλλο αλκοόλ, τόσο που βγήκα και ήπια στο παρελθόν για να μην σκέφτομαι και να μην θυμάμαι), αυτές τις ημέρες επιδιώκω να βλέπω τους ανθρώπους που θέλω να δω.

Έχω μάθει να εκτιμώ ό,τι έχω δίπλα μου και γύρω μου (για χρόνια πήγαινα ταξίδια και δεν εκτιμούσα ούτε για ένα δευτερόλεπτο την εμπειρία που ζούσα και τις εικόνες που είχα μπροστά μου, ήμουν σαν ρομπότ) και να κάνω ό,τι μπορώ για να περνώ καλά.

Γιατί τι είναι τελικά η ζωή; Οι ψυχές που έχεις επιλέξει να έχεις κοντά σου και οι στιγμές που έχεις αποφασίσει πως κάνουν καλό στην ψυχή σου. Και μπορεί να μην κάνουν τικ στο κουτί των στερεότυπων με τα οποία μεγαλώνουμε, αλλά εσένα σε «γεμίζουν». Και αυτό είναι που έχει σημασία. Μπορεί να μην έχεις οικογένεια ή παιδιά, αν όμως έχεις έστω έναν άνθρωπο ή μια τετράποδη ψυχή που νιώθεις ως «σπίτι» σου, μια αληθινή αγκαλιά την έχεις τα πάντα.

Καλές γιορτές!

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.