Εικονογράφηση: Ελένη Καστρινογιάννη

ALL YOU NEED IS LOVE, ΑΛΛΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΟΥ!

Η αυτοματοποιημένη επιδίωξη αποδοχής και αγάπης μπορεί να γίνει δυνάστης της ψυχής και να οδηγήσει το άτομο στο αντίθετο της ευζωίας που επιδιώκει.

Η επιχειρηματολογία υπέρ του ότι όλοι οι άνθρωποι επιθυμούμε και επιδιώκουμε να μας αποδέχονται, να μας αγαπούν και να μας θαυμάζουν θα ήταν μάλλον περιττή φλυαρία. «Το μόνο που χρειάζεσαι είναι η αγάπη», λένε οι πάντες, μαζί με τους Beatles. Οι θρησκείες μιλούν για αγάπη. Οι ψυχολόγοι και οι σύμβουλοι για το πώς κατακτάται η ευτυχία υπερθεματίζουν για τον ρόλο της αγάπης και της κοινωνικής αποδοχής.

Κανείς δεν διαφωνεί και ούτε στο παρόν άρθρο θα πούμε ενάντια σε αυτό. Εδώ, ωστόσο, θα σταθούμε κυρίως στο αντίθετο, δηλαδή στο πόσο κακό μπορεί να κάνει στο άτομο η ανάγκη του για αγάπη και αποδοχή, ιδιαίτερα όταν είναι μεγάλη και πιεστική. Για το πώς η αυτοματοποιημένη επιδίωξη αποδοχής και αγάπης μπορεί να γίνει δυνάστης της ψυχής και να οδηγήσει το άτομο στο αντίθετο της ευζωίας που επιδιώκει.

Κατά τη βρεφική και νηπιακή ηλικία, όταν η εξάρτηση από τους άλλους είναι θέμα ζωής ή θανάτου, φαίνεται πως αναπτύσσουμε την ανάγκη να μην μας παραμελούν, να μας φροντίζουν, να μας αγαπούν. Η ανάγκη αυτή καθίσταται «υπερπρόγραμμα» το οποίο μας καθοδηγεί, αυτοματισμός συμπεριφοράς και αργότερα σκέψης, που ενισχύεται και διευρύνεται στην παιδική και εφηβική ηλικία με πάρα πολλούς τρόπους. Η κοινωνική αποδοχή –σε κάθε ηλικία– αποφέρει προνόμια, ενώ η απόρριψη στερήσεις, και αυτό αφορά στην φροντίδα, σε υλικά αγαθά και στην κατάκτηση ερωτικών συντρόφων. Σε εσωτερικό επίπεδο, η αυτοπεποίθηση και η αίσθηση ασφάλειας είναι το μείζον όφελος που αποκομίζει όποιος πετυχαίνει την αποδοχή και την αγάπη των άλλων, εφόσον έτσι αποκτά την «απόδειξη» της δικής του αυταξίας.

Οι άνθρωποι, λοιπόν, φροντίζουμε για τον κοινωνικό μας εαυτό, χτίζουμε επιμελώς τον κοινωνικό μας μύθο. Με την εξωτερική σωματική εμφάνιση, τα επιτεύγματα σε τέχνες, επιστήμες και οικονομία, τη συμπεριφορά προς τους άλλους και, στις μέρες μας πλέον, μαζεύοντας like στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσπαθούμε να διεκδικήσουμε κατά το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο εκτίμησης, αποδοχής, θαυμασμού και αγάπης από τους άλλους. Οι άνθρωποι συχνά ονειρευόμαστε να γίνουμε σταρ του σινεμά ή της μουσικής, να πάρουμε Νόμπελ, να γίνουμε πρωταθλητές, να διακρινόμαστε και να είμαστε επιτυχημένοι σε ό,τι κάνουμε. Σε ένα πιο καθημερινό πλαίσιο, επιδιώκουμε να μας αγαπάνε οι φίλοι, οι συγγενείς, ο ερωτικός μας σύντροφος, να μας σέβονται οι συνάδελφοι στη δουλειά.

Οι επιδιώξεις αυτές θεωρούνται (και εν πολλοίς είναι) δείγματα ψυχικής υγείας, δεδομένου ότι «Ο άνθρωπος είναι ον φύσει κοινωνικό…» (Αριστοτέλης). Αντίθετα, το να αδιαφορεί ένα άτομο για την κοινωνική αποδοχή μπορεί να είναι ψυχοπαθολογικό και θα μπορούσε να συντελέσει σε μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Ωστόσο, η πλειονότητα των μη εγκληματιών ανθρώπων δεν πάσχει από αδιαφορία ή από έλλειψη ανάγκης αποδοχής, αλλά από υπερβολική λαχτάρα για αποδοχή. Και αυτή είναι επίσης μια αρνητική κατάσταση.

επιδίωξη της αγάπης
Εικονογράφηση: Ελένη Καστρινογιάννη

Ο Theodor Reik, στο βιβλίο του «Η ανάγκη να μας αγαπούν» και δη στο κεφάλαιο «Η νευρωτική ανάγκη δίψα για αγάπη», αναφέρει: «Γύρω στα 1927 ο Φερέντσι ανέπτυξε τη θεωρία ότι οι νευρωτικοί είναι άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν ποτέ σαν παιδιά, γι’ αυτό βιώνουν μια αφύσικη λαχτάρα για αποδοχή και αγάπη… Οπότε δημιούργησε μια νέα τεχνική ψυχαναλυτικής θεραπείας, που θα είχε βάση την ανεκτικότητα και αποδοχή». Παρακάτω σημειώνει: «Ο ίδιος ο Φερέντσι σύντομα συνειδητοποίησε ότι ήταν αδύνατο να προσφέρει αρκετή αγάπη στον ασθενή, καθώς η ανάγκη του τελευταίου ήταν ακόρεστη».

ΚΑΜΙΑ ΔΟΣΗ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΗ, ΑΝ Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΥΘΜΕΝΗ.

Η αλήθεια είναι πως δεν είναι ανάγκη να «μην αγαπήθηκε ποτέ σαν παιδί» ένας άνθρωπος για να εκδηλώνει εξαιρετική λαχτάρα για αγάπη. Το παιδί θα μπορούσε π.χ. να θεωρήσει πως δέχεται την αγάπη υπό όρους: να είναι καλό παιδί, να πετυχαίνει, να διακρίνεται, να είναι πρώτο και καλύτερο σε ό,τι κάνει. Μπορεί ο κοινωνικός χώρος στον οποίο αναπτύσσεται το παιδί να παίξει επίσης ιδιαίτερο ρόλο στο πώς διαμορφώνει το προσωπικό του υπερπρόγραμμα αναζήτησης της αποδοχής. Εκεί, πάντως, στην παιδική ηλικία, μπορεί να στερεωθεί η δοξοθυμία (ως βαθιά πεποίθηση με έντονα συναισθηματικά στοιχεία) ότι χωρίς την αποδοχή, την αγάπη και τον θαυμασμό των άλλων, ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Κίνδυνος χαμού (όπως τότε που ήταν αλήθεια – ως βρέφος που δεν φροντίζεται) και αναξιότητας αργότερα. Και η ζωή μετά του ατόμου γίνεται μια ατελεύτητη προσπάθεια να γίνει αποδεκτό, να αγαπηθεί. Ενίοτε με πράξεις υπερβολικές που μπορεί να εξαντλούν τις δυνάμεις του. Ως επαίτης κάθε ψίχουλου αποδοχής με μόνιμη την αγωνία απώλειάς της. Κάποιοι μπορεί να βάλουν τέρμα στη ζωή τους αν χάσουν το άτομο από το οποίο νιώθουν εξαρτημένοι, ή να σκοτώσουν το άτομο ή τα άτομα που θεώρησαν ότι δεν τους αποδέχθηκαν. Ατελείωτες είναι οι ειδήσεις σχετικών περιπτώσεων.

Σε πιο καθημερινό επίπεδο, σχεδόν όλοι μας μπορεί να εκτιμήσουμε λανθασμένα πολλές πράξεις των άλλων ως ένδειξη αδιαφορίας για εμάς. Ένα μήνυμα που δεν απαντήθηκε γιατί δεν έφτασε στον παραλήπτη ή επειδή εκείνος είχε δουλειά μπορεί να θεωρηθεί απόδειξη περιφρόνησης και υποτίμησης. Η προτίμηση άλλων ανθρώπων σε οποιονδήποτε από εμάς και για οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει ζήλια, ενίοτε ζηλοφθονία που μαυρίζει την ψυχή. Ο τρόμος της αποτυχίας, η οποία θεωρούμε πως θα μειώσει την αποδοχή των άλλων προς εμάς, ελλοχεύει σε κάθε γωνιά.

Ένας εξωτερικός και ψύχραιμος παρατηρητής μπορεί φυσικά να βλέπει ότι η τρομερά αρνητική δοξοθυμία που βιώνουμε οι άνθρωποι όταν πιστεύουμε πως δεν έχουμε την αγάπη των άλλων μπορεί να είναι τόσο δικαιολογημένη, όσο ο φόβος των Γαλατών ότι θα πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους. Ένας ενήλικος άνθρωπος δεν θα πάθει κάτι ιδιαίτερο αν κάποιοι δεν τον εκτιμούν ή δεν τον αποδέχονται. Με κάποιες εξαιρέσεις, όπως το αφεντικό που ίσως μας απολύσει ή τον ερωτικό σύντροφο που ίσως μας χωρίσει, οι ενήλικοι άνθρωποι δεν έχουμε τόσο ανάγκη την αγάπη και αποδοχή των άλλων όσο σχηματίσαμε ως εντύπωση όταν ήμασταν ανήμπορα μωρά.

Ας μην μας διαφύγει το ότι καμιά δόση αποδοχής δεν είναι αρκετή αν η ανάγκη της είναι απύθμενη. Θα αποφύγουμε να παραθέσουμε ονόματα από τον ατελείωτο κατάλογο περιπτώσεων διασήμων ανθρώπων οι οποίοι δέχθηκαν τεράστια κοινωνική αποδοχή και θαυμασμό, αλλά δεν βίωσαν την πολυπόθητη ψυχική γαλήνη. Μέσα τους οι άνθρωποι αυτοί –όπως και αμέτρητοι άλλοι, τόσο διάσημοι όσο και λιγότερο γνωστοί– πιθανώς είχαν την αγωνία πως δεν ήταν όσο θα έπρεπε άξιοι, πως θα παρακμάσουν και θα πάψουν να είναι όσο πρέπει άξιοι, πως κάποια στιγμή άλλοι θα πάρουν τη θέση τους στις προτιμήσεις των «θαυμαστών» κ.λπ. Όση αγάπη και θαυμασμό κι αν δεχθούμε, υπάρχει πάντα το περισσότερο που δεν έχουμε, ενώ πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος απώλειας. Όπως είχε σημειώσει ένας αγαπημένος φίλος συγγραφέας, «η δημοσιότητα είναι σαν την πρέζα. Για λίγο, όσο την έχεις, μπορεί να νιώσεις καλά…»

ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΡΑΤΕΥΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ. ΑΡΚΕΙ ΤΟ ΝΑ ΤΗ ΜΕΤΡΙΑΣΟΥΜΕ ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ.

Επιπροσθέτως, θα ήταν καλό να αποδεχθούμε αποφασιστικά: τα όνειρα διάκρισης, θαυμασμού και καθολικής αποδοχής των ανθρώπων προς το άτομό μας δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν για τη συντριπτική πλειονότητα εξ ημών. Πόσοι θα μπορέσουν να γίνουν Αντετοκούνμπο στο μπάσκετ επειδή θα προπονηθούν με όλη τους τη θέληση; Φαίνεται πως είναι μάλλον έξυπνο να στρέψουμε τις πλάτες στις σειρήνες του συρμού: αν θέλεις κάτι πολύ θα το πετύχεις, το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ σου, πάλεψε για τα όνειρά σου ανυποχώρητα κ.λπ. Είναι γεγονός πως για πολλούς από εμάς η προσπάθεια να κερδίσουμε αγάπη και αποδοχή είναι ίσως το μοναδικό ψυχολογικό κίνητρο για δράση ή, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που βρίσκεται πίσω απ’ όλα. Ας σκεφτούμε: Πόση αξία νιώθουμε να έχει αν κάνουμε τη μεγαλύτερη ανακάλυψη ή γράψουμε το καλύτερο ποίημα, το πιο όμορφο τραγούδι ή φτιάξουμε τον καλύτερο πίνακα ζωγραφικής, αν μείνει στο συρτάρι μας και ποτέ δεν το δει άλλος άνθρωπος; Χωρίς αμφιβολία, αν αφαιρεθεί το «μάτι του άλλου» από τη ζωή μας, τα κίνητρα για δράση συρρικνώνονται.

Ευτυχώς, όμως, δεν χρειάζεται να αφαιρέσουμε κανένα μάτι άλλου, δεν έχουμε λόγο να πάμε στο άλλο άκρο. Είμαστε κοινωνικά όντα. Δεν μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς ανθρώπους. Δεν μπορούμε και δεν χρειάζεται να αντιστρατευτούμε την ανάγκη μας για αποδοχή και αγάπη. Αρκεί το να τη μετριάσουμε συνειδητά. Να δουλέψουμε με τον εαυτό μας ώστε να αρκεστούμε σε λιγότερη αγάπη και αποδοχή, αν έχουμε διαγνώσει ότι το σουρωτήρι της ψυχής μας δεν γεμίζει με κανέναν τρόπο. Το αίτημα δεν χρειάζεται να είναι «κάνε ό,τι κάνεις για τον εαυτό σου και αδιαφόρησε για τους άλλους». Το αίτημα μπορεί να είναι «μοιράσου με τους ανθρώπους το έργο σου και αυτό που είσαι, αλλά μείωσε την ανάγκη ή την απαίτηση αποδοχής». Και σε αυτό βοηθάει να θυμόμαστε πως ένας άλλος μεγάλος κατάλογος υπέροχων ανθρώπων έμειναν στην αφάνεια. Ας μην θεωρήσουμε, ως άλλοι Βαν Γκογκ, ότι δεν αξίζει να ζούμε εφόσον οι σύγχρονοί μας δεν αναγνωρίζουν την υψηλή αξία που υποτίθεται ότι θα μας καθιστούσε αγαπητούς. Τίποτε δεν θα μας ησυχάσει αν δεν δουλέψουμε να μειώσουμε την απαίτηση της έξωθεν μαρτυρίας περί την αξία μας. Και τούτο, όντως, μόνο εύκολο δεν είναι.

Ας δούμε πως και οι άλλοι θέλουν αγάπη, αποδοχή και οι κοντινοί μας άνθρωποι την προσοχή μας. Είναι μάλλον σοφό να θυμόμαστε, με πνευματικότητα και συνειδητά, ότι όλοι οι άνθρωποι ασχολούμαστε κυρίως με τον εαυτό μας. Πως δεν είναι καθόλου τρομερό να μην αρέσουμε σε κάποιους, όπως δεν είναι το να μην αρέσουν σε εμάς κάποιοι άλλοι. Είναι καλό να φροντίζουμε για λελογισμένη αποδοχή και αγάπη των άλλων προς εμάς, αλλά να δίνουμε και εμείς στους άλλους αυτά που ζητάμε για τον εαυτό μας. Να μειώνουμε διαρκώς τη λαχτάρα μας για υπεροχή επί των άλλων. Τούτο είναι προς το συμφέρον μας έτσι κι αλλιώς, εφόσον η υπεροχή επί των άλλων και ο πιθανός θαυμασμός των ανθρώπων προς το πρόσωπό μας είναι καταδικασμένα να φθίνουν όσο το γήρας και η παρακμή αναπόδραστα θα επελαύνουν.

Με υπομονή και πνευματικότητα ας προσπαθήσουμε να μην αφήσουμε το σκάφος μόνο όπου το πάει ο αυτόματος πιλότος… Με αρμονική δοσοληψία αγάπης και αποδοχής με τους συνανθρώπους μας, με περισσότερη σχέση με την φύση, η οποία μπορεί να μας βοηθήσει να νιώσουμε πως έτσι κι αλλιώς ανήκουμε σε αυτήν, χωρίς ουδεμία προϋπόθεση αποδοχής.

Ο Στέλιος Κερασίδης είναι Φυσικός, Διδάκτωρ Ψυχοφυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Παν/μίου Κρήτης.

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.