Εικονογράφηση: Ελένη Καστρινογιάννη

ΠΩΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΜΕ ΠΗΓΕ ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΑΡΑΠΕΡΑ

Πριν γίνουν τα «σαράντα» της μητέρας μου και με τη θλίψη να εκρήγνυται στην κάθε μου μέρα, το ξαφνικό μεγάλωμά μου μού δείχνει έναν άλλο δρόμο. Και λέω να τον ακολουθήσω.

Η μητέρα μου έφυγε ένα πρωινό του Σαββάτου ξέροντας ότι θα φύγει. Γι’ αυτό και η «αήττητη», περήφανη και πεισματάρα Δέσποινα μου ζήτησε για πρώτη φορά στη ζωή μας να μείνω μαζί της, στο προσκεφάλι της. Και τη χαιρέτησα όπως της έπρεπε: με λόγια και αγκαλιές. (Στην πραγματικότητα αφέθηκα για μια ακόμη φορά στη στοργή της μάνας χωμένη στην αγκαλιά της. Φοβόμουν.).

Δεν τα γράφω αυτά για να σας δώσω μια μαρτυρία θανάτου – αν και οι φίλοι θαύμασαν την απόφασή μου να μείνω εκεί μέχρι το τέλος και «να τα δω όλα». Ήταν σπουδαία τα «όλα», αλλά σπουδαίο είναι και το μετά.

Μετά δεν υπάρχει ο άνθρωπος που σε έφερε στη ζωή. Η επιστήμη της ψυχιατρικής έχει εξηγήσει ποικιλοτρόπως τι σημαίνει αυτή η σχέση με τη μητέρα, ο δεσμός ή ο μη δεσμός, η αποδοχή σου όταν είσαι παιδί από εκείνη, το αν σε αγαπούσε ολόκαρδα ή αν σου έδινε τη μισή της ψυχή. Η μητέρα μου ολόψυχα με αγαπούσε, αποζητούσε την παρέα μου, ήξερε να με σηκώνει ψηλά όταν έπεφτα χαμηλά. Πώς δεν έχω χαθεί από τον πόνο;

Γι’ αυτό γράφω αυτές τις γραμμές: Γιατί καθώς ο πόνος με στριμώχνει στη γωνία και τα ρούχα της στέκουν άδεια στις κρεμάστρες ρωτώντας με «τι θα απογίνουμε τώρα;» μια δύναμη δική μου βλασταίνει. Δύναμη που δεν είχε ξεμυτίσει, όταν πολλά χρόνια πριν έχασα τον πατέρα μου, ίσως γιατί τότε στεκόταν στο πλευρό μου η μάνα μου και αφέθηκα στην παρηγοριά και την αγάπη της. Με αγαπούσε για δύο.

Η απώλεια της μητέρας
Εικονογράφηση: Ελένη Καστρινογιάννη

«Χάνονται οι γονείς και μένουμε εμείς στην πρώτη γραμμή», μου είπε φίλος μεταξύ κονιάκ και ψαρόσουπας εκείνη τη μέρα που αποχαιρετάς το σώμα του γονιού σου για πάντα. Διέκρινα τον φόβο του φίλου για τον θάνατο, καθώς μετρούσαμε πόσοι από την παρέα είμαστε ξαφνικά «ορφανοί». Όμως σ’ εμένα τα λόγια του ξύπνησαν τη λαχτάρα για ζωή. Αυτή τη λαχτάρα που έχει ο απλός στρατιώτης όταν πηγαίνει στο μέτωπο και ξέρει πως κι εκείνος θα χαθεί, αλλά ορμάει στον εχθρό και γίνεται ήρωας.

Χωρίς τη μητέρα μου

Ένα ηρωικό συναίσθημα με βρήκε, λοιπόν. Πώς κι έτσι; Είχα μια μάνα κρητικιά που στα τραπέζια τσούγκριζε τα ρακοπότηρα με την ευχή: «Να μας θάψουν τα κοπέλια μας». Είχε γίνει αυτό που έπρεπε. Η ρόδα κύλησε από τη σωστή μεριά, τα πράγματα δεν πήγαν στραβά. Αφήνομαι στο κλάμα, καθώς απαντώ στα τηλέφωνα παλιών της φίλων που την ψάχνουν. Τι δύσκολο να πεις στον γηραιό φίλο της μητέρας σου ότι εκείνη πέθανε.

Αλλά για να έχει νόημα για τη ζωή το μακάβριο αυτό κείμενο, θα το τρέξω: Ο θάνατος της μητέρας μου είναι ένα σκαλοπάτι. Μ’ έριξε κάτω, αλλά με πήγε και πιο ψηλά, βγάζοντας από τις τσέπες μου βαρίδια.

Φοβήθηκα μια σταλιά λιγότερο τον θάνατο. Μη ρωτήσεις γιατί. Ίσως γιατί τον είδα κατάματα ενώ εκείνη έμοιαζε να κοιμάται. Ο Επίκουρος δεν το έχει πει; Όταν υπάρχουμε εμείς, αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς – κάπως έτσι, τέλος πάντων.

Τι άλλο συνέβη όταν σταμάτησε η καρδιά της Δέσποινας και δεν ψηλαφούσα σφυγμό στον λαιμό της όσο κι αν έψαχνα; Ενηλικιώθηκα. Δεν είμαι το παιδί κάποιου, δεν υπάρχει εκείνη που ξέρει τι σου συμβαίνει πριν ανοίξεις το στόμα σου και σου λέει αυτάρεσκα: «Σε έχω γεννήσει». Κι όταν δεν υπάρχει το τσαλακωμένο από τον χρόνο χέρι της μητέρας να σε κρατήσει, όπως τότε που σε έπαιρνε παιδί από το σχολείο, μεγαλώνεις. Τι άλλο μπορείς να κάνεις;

Και τώρα που τα δάκτυλα χορεύουν στο πληκτρολόγιο και η ψυχή τρέμει από την απώλεια, μοιάζει πιο επιτακτική η ανάγκη να δοκιμάσω να ζήσω αλλιώς. Χωρίς λόγια μητρικής παρηγοριάς και στρογγυλέματα για να μην πονάς στις γωνίες. Να καταλάβω τη δύναμή μου, που μάλλον κοιμόταν όπως σε όλα τα παιδιά του κόσμου που έχουν τη μαμά τους και προστρέχουν σ’ αυτή σε κάθε πρόβλημα.

Ναι, είναι δύσκολο να μην απαντάει κανείς όταν πονάς και φωνάζεις «μαμά», όπως όταν χτυπούσες παιδί το γόνατό σου ή γεννούσες το δικό σου παιδί, μεγάλη πια. Μια φίλη στρίμωξε ένα σημείωμα στο χέρι μου φεύγοντας από την κηδεία. Έγραφε περίπου: Είσαι ένας χαρταετός που το σχοινί δεν το κρατάει πια κανείς. Πετάς μόνη σου.

Ο αέρας που φυσάει θα μας κρατήσει ψηλά όλους εμάς που χάσαμε τους γονείς μας. Γιατί φαίνεται πως ήρθε η στιγμή να μεγαλώσουμε. Ακόμη κι αν θα θέλαμε να ξαποστάσουμε για λίγο ακόμη στην παιδική ξεγνοιασιά.

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.