ΤΟ DNA ΣΟΥ ΞΕΡΕΙ ΠΟΙΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΘΑ ΣΕ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΒΑΡΟΣ
Ένα γονιδιακό τεστ υπόσχεται να αλλάξει την φαρμακευτική προσέγγιση στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Επιστήμονες της Mayo Clinic ανακάλυψαν ότι το DNA μας μπορεί να αποκαλύψει ποιο φάρμακο για την απώλεια βάρους θα έχει την καλύτερη ανταπόκριση, ανοίγοντας τον δρόμο για εξατομικευμένες θεραπείες.
Τα φάρμακα κατά της παχυσαρκίας έγιναν ανάρπαστα για τα θεαματικά αποτελέσματά τους και γνωστά σε όλο τον κόσμο, ακόμα και όσους δεν ενδιαφέρονταν άμεσα. Η σεμαγλουτίδη μπήκε στο καθημερινό μας λεξιλόγιο –με ερωτηματικό στον τίτλο κάθε κίτρινου άρθρου για τη μεγάλη απώλεια βάρους διαφόρων celebrities– και έγινε περιζήτητη σε σημείο να κηρυχθεί κάποτε «είδος υπό εξαφάνιση». Πριν έρθει ο ανταγωνισμός από την τιρζεπατίδη, το συγκεκριμένο σκεύασμα, που εγκρίθηκε πρωτίστως για τον διαβήτη τύπου 2 και έπειτα για την παχυσαρκία, χανόταν από τα ράφια των φαρμακείων με ρυθμό πολυβόλου, αφήνοντας ασθενείς χωρίς τα φάρμακά τους.
Χάρη στη σεμαγλουτίδη μάθαμε και την τιρζεπατίδη, τη λιραγλουτίδη, την ορλιστάτη, γενικά ότι υπήρχαν φάρμακα για την απώλεια βάρους πολύ πριν τις μαγικές πένες αδυνατίσματος – όπως και ότι ετοιμάζονται νέα, πολύ πιο αποτελεσματικά. Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα από επιστήμονες της Mayo Clinic, η πρόοδος στην ανάπτυξη φαρμακευτικών ουσιών δεν εγγυάται την ίδια έκβαση για όλους τους ασθενείς. Τα ευρήματα έδειξαν ότι ένα φάρμακο παλαιότερης γενιάς μπορεί να ταιριάζει καλύτερα στο προφίλ του υποψηφίου για φαρμακευτική αγωγή, ενώ η επιλογή του ιδανικού σκευάσματος θα έπρεπε να γίνεται με βάση τη βιολογία του, όχι τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) ή τα κιλά του.
Πόσες θερμίδες χρειάζεσαι για να χορτάσεις;
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο Cell Metabolism, ισχυρίζεται ότι ένα απλό τεστ DNA μπορεί να δώσει εικόνα για την ανταπόκριση που θα έχει ένας οργανισμός σε διαφορετικά φάρμακα απώλειας βάρους, συμπεριλαμβανομένων των αγωνιστών των υποδοχέων GLP-1, όπως η σεμαγλουτίδη. Το τεστ δίνει πληροφορίες για τον δείκτη calorie to satiation (CTS), δηλαδή πόσες θερμίδες χρειάζεται να καταναλώσει ένα άτομο μέχρι να νιώσει κορεσμό.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, πρόκειται για μετρήσιμο χαρακτηριστικό που μπορεί να τροποποιηθεί μέσα από διάφορες παρεμβάσεις για μείωση του βάρους και να υποδείξει την πλέον κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Όπως αναφέρουν στην έρευνα, υψηλότερο CTS σχετίζεται συχνά με μεγαλύτερες τιμές σωματικού βάρους και περιφέρειας μέσης. Κοντολογίς, τα άτομα που χρειάζονται περισσότερες θερμίδες για να νιώσουν πληρότητα ζυγίζουν συνήθως περισσότερο.
Στο πλαίσιο της πειραματικής διαδικασίας, ζήτησαν από περίπου 800 ενήλικες με παχυσαρκία να καταναλώσουν λαζάνια, πουτίγκα και γάλα χωρίς περιορισμούς, μέχρι να αισθανθούν χορτάτοι. Πράγματι, ο κορεσμός δεν επήλθε σε όλους με τον ίδιο αριθμό θερμίδων· για κάποιους ήταν αρκετές μόλις 140, ενώ άλλοι χρειάστηκαν έως και 2.100.
Αυτές οι συμπεριφορές υποδεικνύουν δύο μοτίβα διατροφής που είχαν ήδη εντοπιστεί από τον επικεφαλής συγγραφέα της μελέτης, Andres Acosta:
- τον πεινασμένο εγκέφαλο (hungry brain), όπου οι άνθρωποι καταναλώνουν συνήθως πολύ μεγάλα γεύματα,
- το πεινασμένο έντερο (hungry gut), όπου οι άνθρωποι τείνουν να τρώνε μικρότερες ποσότητες, αλλά πιο συχνά.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι διάφοροι παράγοντες, όπως το σωματικό βάρος, το ύψος, το ποσοστό σωματικού λίπους, ο λόγος μέσης-ισχίου, η ηλικία και οι ορμόνες της όρεξης, όπως η γκρελίνη και η λεπτίνη, φαίνεται να παίζουν μικρό ρόλο στις διατροφικές συνήθειες. Από εκεί, υπέθεσαν ότι η γενετική θα μπορούσε να αποκαλύψει περισσότερα για το τι επηρεάζει την πρόσληψη τροφής.
Νέο γονιδιακό εργαλείο
Οι ερευνητές δημιούργησαν το CTS-GRS (Calories to Satiation Genetic Risk Score), έναν δείκτη που συνδυάζει όλους τους παραπάνω παράγοντες σε ένα ενιαίο γονιδιακό σκορ κινδύνου, το οποίο εκτιμά το αναμενόμενο όριο για τον κορεσμό κάθε ατόμου. Το CTS-GRS μπορεί να μετρηθεί σε δείγμα αίματος ή σάλιου και χρησιμοποιείται για να εκτιμηθεί το αναμενόμενο όριο θερμίδων που απαιτούνται για τον κορεσμό.
Ο νέος δείκτης δοκιμάστηκε σε σκευάσματα εγκεκριμένα από τον αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA): τον συνδυασμό φεντερμίνης και τοπιραμάτης, ένα πρώτης γενιάς φάρμακο για την απώλεια βάρους, και τη λιραγλουτίδη, νεότερης γενιάς ουσία που μιμείται τη δράση της GLP-1, μιας ορμόνης που ρυθμίζει την όρεξη και διεγείρει τη γλυκοζοεξαρτώμενη έκκριση ινσουλίνης.
Η ανάλυση έδειξε ότι τα άτομα με υψηλό όριο για τον κορεσμό, που χρειάζονταν δηλαδή πολλές θερμίδες για να αισθανθούν πληρότητα, έχασαν μεγαλύτερο βάρος με το φάρμακο πρώτης γενιάς, ενώ η λιραγλουτίδη ωφέλησε περισσότερο την άλλη ομάδα.
Διαφορετικά φάρμακα σε ΗΠΑ και Ευρώπη
Η μελέτη από τους ερευνητές της Mayo Clinic ανέδειξε τη σημασία της εξατομικευμένης προσέγγισης στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και την ανάγκη για κατάλληλους γονιδιακούς ελέγχους. Να σημειώσουμε ωστόσο ότι ο συνδυασμός φεντερμίνη-τοπιραμάτη δεν έχει λάβει έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA), ο οποίος θέτει συνήθως αυστηρότερα κριτήρια για την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου συγκριτικά με τον FDA.
- Η φεντερμίνη είναι ένα συμπαθομιμητικό φάρμακο ανάλογο των αμφεταμινών με ανορεξιογόνο δράση. Οι κύριες ανησυχίες του EMA επικεντρώνονται στον καρδιαγγειακό κίνδυνο, ειδικά στη μακροχρόνια χρήση, από την αύξηση των παλμών και της αρτηριακής πίεσης.
- Η τοπιραμάτη είναι αντισπασμωδικό φάρμακο που συνδέεται με νευροψυχιατρικές ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως διαταραχές μνήμης και διάθεσης, και με κίνδυνο τερατογένεσης σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.
Στην Ελλάδα, οι εγκεκριμένες θεραπείες για την απώλεια βάρους περιλαμβάνουν τις:
- σεμαγλουτίδη και λιραγλουτίδη, αγωνιστές GLP-1 που μειώνουν την όρεξη και επιβραδύνουν την κένωση του στομάχου,
- τιρζεπατίδη, διπλός αγωνιστής GIP και GLP-1 με ισχυρή επίδραση στην όρεξη και τον κορεσμό,
- ορλιστάτη, αναστολέας λιπασών που μειώνει την απορρόφηση του λίπους από τη διατροφή,
- ναλτρεξόνη/βουπροπιόνη, ένας συνδυασμός που επηρεάζει τα κέντρα ανταμοιβής και κορεσμού στον εγκέφαλο,
- σετμελανοτίδη, αγωνιστής της οδού των υποδοχέων MC4R, μόνο για τη θεραπεία της παχυσαρκίας και τον έλεγχο της υπερφαγίας (ακραίας πείνας) που σχετίζεται με σπάνιες, γενετικά επιβεβαιωμένες μεταλλάξεις, όπως ανεπάρκεια POMC, PCSK1 ή LEPR, και το σύνδρομο Bardet-Biedl (BBS).