iStock

ΟΙ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΟΙ ΝΕΡΑΤΖΙΕΣ

Ταπεινές και διακριτικές, οι νερατζιές δεν ζητάνε τίποτε –ούτε νεράκι του Θεού– γιατί αντέχουν. Αντέχουν ως και την περιφρόνηση, όταν οι άσχετοι τις υποτιμούν υμνώντας τις πορτοκαλιές και τις λεμονιές που καρπίζουν.

Τις έβλεπα παλιά και τις προσπερνούσα. Ακόμη κι όταν φορούσαν τα καλά τους και γέμιζε χρώμα και αρώματα ο τόπος. Μέσα μου τις έλεγα γεροντοκόρες και άκαρπες – κοίτα να δεις τι κάνουν οι επιρροές των χωριανών. Κι ας ήταν νεαρές κι αυτές, σαν τις ξαδέρφες τους που μου είχαν κλέψει την καρδιά και δεν έπαιρνα το βλέμμα μου από πάνω τους…

Ώσπου μια μέρα βρέθηκα στη Σεβίλλη, την πόλη που λάτρευα χρόνια πριν τη γνωρίσω. Ίσως για τον Γουαδαλκιβίρ, τον ποταμό, ίσως για τον Λόρκα, τους τσιγγάνους και το φλαμένκο. Εκεί, λοιπόν, το θαύμα.

Εκεί, ένα πρωί που άνοιξα τα μάτια μου κι έμεινα να χαζεύω κίτρινο, σπαρμένο στην άκρη του δρόμου, σαν χρυσό που σκόρπισε περαστική άμαξα παλιών χρυσωρύχων. Νεράτζια ήταν, κατακίτρινα, που χρύσιζαν από τον πρωινό ήλιο της Ανδαλουσίας.

νερατζιές
iStock

Ναι, από τότε αγάπησα τις «Πορτοκαλιές της Σεβίλλης». Έτσι τις λένε τις νερατζιές! Που ήρθαν από τα βάθη της Ασίας και κατέκτησαν τον Νότο… Τις αγάπησα παράφορα, όπως συμβαίνει με τους ξαφνικούς έρωτες και τις μυστήριες αγάπες που σου παίρνουν το μυαλό.

Διχάστηκα για λίγο. Γιατί ένιωσα ότι προδίδω τον άλλο έρωτα – τις λεμονιές και τα λεμόνια. Που μια βραδιά, να σας πω την αμαρτία μου, κοιμήθηκα μαζί τους, αγκαλιά μέχρι το πρωί με τα λεμόνια, έναν ύπνο ευωδιαστό και ήσυχο, σα να είχα ξαπλώσει καταμεσήμερο σε περιβόλι…

Όταν επέστρεψα στην Αθήνα, είδα ο επιπόλαιος ότι δεν της έλειπαν αυτά τα απέριττα στολίδια, οι νερατζιές. Ταπεινές και διακριτικές, δεν ζητάνε τίποτε –ούτε νεράκι του Θεού– γιατί αντέχουν. Αντέχουν ως και την περιφρόνηση, όταν οι άσχετοι, σαν εμένα παλιά, τις υποτιμούν υμνώντας τις πορτοκαλιές και τις λεμονιές που καρπίζουν – ενώ αυτές τι μας προσφέρουν;

νερατζιά
iStock

Να σου πω έγω, καημένε μου. Νερατζάκι γλυκό, το ξέρεις; Και Νερολί, το άρωμα από τα άνθη τους, που οφείλει το όνομά του σε μια πριγκίπισσα του Νερόλα, επαρχίας της Ρώμης, που αρωμάτιζε τα ρούχα και το μπάνιο της με αυτό το άρωμα, το ξέρεις;

Και βότανα φτιάχνονται από νεράτζια. Και μαρμελάδες. Οι φίλοι μου οι Σεβιγιάνοι τα στέλνουν στη Βρετανία, καραβιές ολόκληρες, ενώ τελευταία έμαθα ότι τα μαζεύουν τα νεράτζια και τα πάνε σε εργοστάσια για την παραγωγή ενέργειας.

Ένα βράδυ στη γειτονιά μου, μόλις είχε πέσει ο ήλιος, πέρασε από μπροστά μου ένα ζευγάρι, χέρι-χέρι, που κατέβαινε αργά τον δρόμο με τις νερατζιές. Ξαφνικά σταμάτησαν, έβγαλαν τις μάσκες, αγκαλιάστηκαν κι άρχισαν τα φιλιά σαν παθιασμένοι νέοι, κι ας είχαν άσπρα τα μαλλιά και πολλά χρόνια στην πλάτη τους.

Ζήλεψα λίγο. Κι όλη νύχτα δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Έβλεπα μπροστά μου τα φιλιά του ζευγαριού και κάτι νερατζοκόριτσα της νύχτας, βγαλμένα από παλιό βιβλίο. Βγήκα στην αυλή, αγκάλιασα μ’ ένα βλέμμα τις νερατζιές, επέστρεψα, πήρα Νερολί, αρωμάτισα το σπίτι κι έπεσα να κοιμηθώ τα χαράματα, την ώρα που ροδίζει ο Υμηττός και ξυπνούν οι νερατζιές, έτοιμες για τα ρομάντζα του φωτός.

SLOW MONDAY NEWSLETTER

Θέλεις να αλλάξεις τη ζωή σου; Μπες στη λογική του NOW. SLOW. FLOW.
Κάθε Δευτέρα θα βρίσκεις στο inbox σου ό,τι αξίζει να ανακαλύψεις.