Η «ΚΟΥΖΙΝΑ» ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΥΤΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΤΡΑΥΜΑ
Στο τέλος της sold out «Κουζίνας» στο θέατρο Κιβωτός, δεν είχα καμία όρεξη να χειροκροτήσω. Ήθελα να φύγω τρέχοντας, μακριά από όσους γελούσαν και επευφημούσαν όρθιοι τους συντελεστές. Και τότε κατάλαβα ότι είχε ξυπνήσει μέσα μου ένα παλιό, θαμμένο τραύμα.
Ο Γιώργος Κουτλής είναι ένας σκηνοθέτης που δεν φοβάται να μιλήσει φωναχτά, που δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του κι επιλέγει τον δύσκολο δρόμο, με έναν τρόπο αβίαστο και αυθεντικό. Είναι αυτή η σπάνια περίπτωση καλλιτέχνη που δημιουργεί ένα σύμπαν δικό του, το οποίο δεν υπήρχε καν ως ιδέα μέχρι να το χτίσει ο ίδιος – και γι’ αυτό ακριβώς είναι απόλυτα κι άμεσα αναγνωρίσιμο. Το έργο που διάλεξε αυτή τη φορά είναι «Η κουζίνα» του Άρνολντ Γουέσκερ, που γράφτηκε το 1956.
Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα δείγματα του σύγχρονου βρετανικού θεάτρου κι έχει ανέβει ξανά και ξανά με τρομερή επιτυχία σε όλον τον κόσμο. Η Πέμπτη βράδυ μου, λοιπόν, ήταν εγγυημένη.
Καθώς όμως άρχισε να κυλά η παράσταση, μετά τις πρώτες αναγνωριστικές σκέψεις που έκανα καταλαβαίνοντας τους χαρακτήρες και τη δυναμική ανάμεσά τους, άρχισα να νιώθω άβολα. Στα σημεία που οι διπλανοί μου απολάμβαναν το μαύρο χιούμορ και το τέλειο timing των ηθοποιών, ήθελα να χωθώ βαθιά στην καρέκλα μου. Κάθε εξομολογητική ατάκα που ξεψάχνιζε τον πυρήνα της εκμετάλλευσης της σύγχρονης εργασίας με έκανε να σφίξω τα δόντια μου.
Με ισορρόπησαν η to-the-point, χωρίς γαρνιτούρες σκηνοθεσία και οι άψογες ερμηνείες (πέρα από τον μοναδικό Μιχάλη Σαράντη, ανακάλυψα τον συγκλονιστικό Γιώργο Κατσή, σε ένα απίστευτα επιτυχημένο casting, κι ευχαριστήθηκα ξανά τον απολαυστικότατο Πολύδωρο Βογιατζή, που παίζει με κάθε ίνα του σώματός του, ακόμη και με τα μαλλιά του).
Κάθε φορά, όμως, που η παράσταση έβγαινε από τα ρυθμικά της κομμάτια, στα οποία ένιωθες τον χαμό της κουζίνας και τον πυρετό της δουλειάς να κλιμακώνονται για να φτάσουν σε μία ξέφρενη κορύφωση πριν από την εκτόνωση (όποιος έχει δουλέψει στην εστίαση ξέρει πολύ καλά τι εννοώ), ένα δυσάρεστο συναίσθημα με κυρίευε.
Μόνο την επόμενη ημέρα κατάλαβα τι ήταν αυτό. Ακριβώς την ίδια αίσθηση είχα βιώσει στην ψυχανάλυση, κάθε φορά που έφτανα σε μία βαθιά αναγνώριση – πριν ακόμη τη δω καθαρά, ενώ είχε ήδη αρχίσει να με γυροφέρνει. Έτσι κι εδώ.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ. ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ, ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΑΛΑΝΤΟΥΧΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ, ΕΙΝΑΙ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑ, ΞΕΒΟΛΕΜΑ, ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΝΔΟΣΚΟΠΗΣΗ.
Το υβρεολόγιο του σεφ (Χρήστος Σαπουντζής), που έμοιαζε κάποιες φορές περιττό, θα μπορούσε να είναι φωτοτυπία των διαλόγων μας με τον πρώτο μου εκδότη, που ακροβατούσε στα όρια της παρενόχλησης, κοινή συναινέσει.
Οι αόριστες υποσχέσεις του ιδιοκτήτη (Πολύδωρος Βογιατζής), τρυφερές καμτσικιές στην πλάτη σαν αυτές που είχα πολλάκις υποστεί για να γίνω αδιαμαρτύρητα πιο γρήγορη, καλή, αποτελεσματική, στον βωμό του deadline.
Το love story ανάμεσα στον μάγειρα και τη σερβιτόρα, τα ψήγματα ζωής που αγωνιούσαν να ξεφυτρώσουν μέσα στο παράλογο σύμπαν όπου θεός είναι η ίδια η δουλειά.
Και η έκπληξη του «καινούργιου» (Γιλμάζ Χουσμέν) απέναντι στην ξεκάθαρη παθολογία που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του, μόνο και μόνο για να την αφήσει λίγο αργότερα να τον καταπιεί εξαντλημένο, το δικό μου αρχικό ξάφνιασμα, που μετατράπηκε σε αποδοχή όταν βρέθηκα στο περιοδικό των ονείρων μου, υπό την κακοποιητική και παράλογη συμπεριφορά μίας συναισθηματικά ασταθούς διευθύντριας. Από το «μα κανείς δεν το βλέπει;» στο «ελπίζω να μην το βλέπει κανείς άλλος», μέσα σε λίγο καιρό.
Το θέατρο δεν είναι διασκέδαση. Όχι πάντα. Κάποιες φορές είναι παιδεία, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι κάθαρση. Και κάποιες φορές, όταν βρίσκεσαι στα χέρια ενός πραγματικά ταλαντούχου σκηνοθέτη, είναι ταλαιπωρία, ξεβόλεμα, αναγκαστική ενδοσκόπηση. Το τι κάνεις με αυτήν από εκεί και πέρα είναι δική σου υπόθεση.
Θέατρο Κιβωτός: Πειραιώς 115, Αθήνα 118 54. Τηλέφωνο: 210 34 27 426. Κλείσε εισιτήρια online