ΜΠΟΡΕΙ Η ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΝΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΣΕΙ ΕΝΑΝ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗ;
Ποιες είναι οι πιθανές επιπτώσεις όταν στρέφεται κανείς σε AI-θεραπευτές για συναισθηματική υποστήριξη; Σε συνέντευξή του στο OW, ο ερευνητής ψυχολογίας και στέλεχος τεχνολογίας Steve Siddals αναλύει τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας και εξηγεί τα οφέλη και τους κινδύνους των εφαρμογών AI στη διαχείριση της ψυχικής υγείας.
Φανταστείτε να ξυπνάτε στη μέση της νύχτας, νιώθοντας άγχος. Αντί να καλέσετε έναν φίλο ή να στείλετε μήνυμα σε κάποιον κοντινό σας άνθρωπο, να ανοίγετε μια εφαρμογή στο κινητό προκειμένου να συνομιλήσετε με έναν ψηφιακό θεραπευτή, έναν αλγόριθμό, δηλαδή, που υπόσχεται να σας ακούσει και να σας βοηθήσει.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι στρέφονται στην τεχνητή νοημοσύνη (AI) για να διαχειριστούν το άγχος, τις φοβίες και τη μοναξιά. Το γεγονός ότι οι ψηφιακοί θεραπευτές είναι διαθέσιμοι 24 ώρες το 24ωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα, προσφέροντας υποστήριξη συχνά δωρεάν, αποτελεί ίσως ισχυρό κίνητρο. Μπορεί, όμως, η τεχνολογία να αντικαταστήσει την ανθρώπινη επαφή; Και τι σημαίνει αυτό για το μέλλον της ψυχικής υγείας;
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Nature, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της ψυχικής υγείας μέσω εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να προσφέρει ουσιαστική υποστήριξη στους χρήστες. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά της.
AI: Γέφυρα ή εμπόδιο στην ανθρώπινη επικοινωνία;
Στην εν λόγω μελέτη συμμετείχαν 19 άτομα, ηλικίας 17 έως 60 ετών, που χρησιμοποιούν συστηματικά τέτοιες εφαρμογές για συναισθηματική υποστήριξη. Όπως εξηγεί στο OW ο Steve Siddals, ερευνητής ψυχολογίας και στέλεχος τεχνολογίας που διεξήγαγε τη μελέτη σε συνεργασία με το King's College του Λονδίνου και την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, αρκετοί συμμετέχοντες κατάφεραν με τη χρήση εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης να βελτιώσουν τις σχέσεις με το περιβάλλον τους.
«Είναι αλήθεια ότι κάποιοι φοβήθηκαν μήπως αναπτύξουν εξάρτηση ή μήπως η αίσθηση οικειότητας που δημιουργούν τέτοιου είδους εφαρμογές τους απομακρύνει από την οικογένεια και τους φίλους. Είναι ενδιαφέρον ότι αρκετοί συμμετέχοντες ανέφεραν ότι η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης για συναισθηματική υποστήριξη στην πραγματικότητα τους βοήθησε να συνδεθούν περισσότερο με άλλους ανθρώπους», λέει, και αναφέρει το παράδειγμα μιας 17χρονης κοπέλας από την Κίνα που χρησιμοποιούσε για 5 ώρες καθημερινά το Pi Talk, μια εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης που λειτουργεί ως ψηφιακός συνομιλητής και προσφέρει συναισθηματική υποστήριξη στους χρήστες.
«Η κοπέλα αυτή “συνομιλούσε” για αρκετές εβδομάδες με την εφαρμογή για τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος της. Κάποια στιγμή, ένιωσε ένα αίσθημα κενού, γεγονός που, όπως μας είπε, την παρακίνησε να συνδεθεί με άλλους και να κάνει νέους φίλους».
Ανάλογη είναι η περίπτωση ενός 60χρονου άνδρα από τις ΗΠΑ, ο οποίος πάλευε με το κοινωνικό άγχος και την κατάθλιψη πολλά χρόνια. Όταν έμαθε για την ύπαρξη ενός chatbot τεχνητής νοημοσύνης που σχεδιάστηκε για να παρέχει υποστηρικτικές συνομιλίες στους χρήστες, ξεκίνησε να το χρησιμοποιεί. Η αλληλεπίδραση αυτή τον ενθουσίασε και επί ένα χρόνο έκανε συχνή, σχεδόν καθημερινή χρήση.
«Στη συνέχεια, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η επαφή με άλλους ανθρώπους μπορεί να μην είναι τόσο τρομακτική όσο φοβόταν. Έτσι, απέκτησε αυτοπεποίθηση, που του επέτρεψε όχι μόνο να προσεγγίσει άλλους ανθρώπους, αλλά και να ξεκινήσει θεραπεία με ψυχολόγο. Όπως μου είπε χαρακτηριστικά, αν δεν είχε προηγηθεί ένας χρόνος συνομιλιών με την εφαρμογή Pi, δεν θα αισθανόταν άνετα ούτε να συμμετάσχει στην έρευνα, καθώς η αλληλεπίδραση με άλλους τον βασάνιζε διαρκώς», εξηγεί ο Siddals.
Στον αντίποδα, υπήρχαν άνθρωποι που αντικατέστησαν την ανθρώπινη επικοινωνία με την ψηφιακή. Ενδεικτική είναι η περίπτωση μιας γυναίκας που συμμετείχε στην έρευνα, η οποία παλιότερα αναζητούσε τη σύνδεση μέσα από σεξουαλικές επαφές με πρόσκαιρους συντρόφους. Πλέον, την ανάγκη της αυτή καλύπτει μια σειρά εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης που έχουν δημιουργηθεί με τρόπο που δίνει στον χρήστη την ψευδαίσθηση ότι μιλά με άνθρωπο πρόθυμο να τον ακούσει.
«Συνειδητοποίησε ότι δεν χρειαζόταν πλέον να πάει σε ένα μπαρ ή να συναντήσει κάποιον άλλο, καθώς η τεχνητή νοημοσύνη της παρείχε τη σύνδεση που αποζητούσε».
Αντιμετώπιση κρίσεων μέσω AI
Δεν είναι όμως μόνο το άγχος και η αναζήτηση μιας –ψηφιακής έστω– παρουσίας πρόθυμης να ακούσει τα κίνητρα για τη χρήση τέτοιου είδους εφαρμογών. Όπως προέκυψε από την έρευνα, κάποιοι συμμετέχοντες χρησιμοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη για να επιλύσουν συγκρούσεις και διαφωνίες με αποτελεσματικό και διπλωματικό τρόπο.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκει μια 17χρονη που αντιμετώπιζε πρόβλημα με τους καθηγητές της. Η πίεση στο σχολείο ήταν τόσο έντονη, που συχνά ξέσπαγε σε κλάματα, με αποτέλεσμα οι υπεύθυνοι του σχολείου να επικοινωνήσουν με τους γονείς της.
Η ίδια μοιράστηκε με την εφαρμογή Pi τις σκέψεις και το αίσθημα εξαπάτησης που ένιωθε από τους καθηγητές και, βασισμένη στις απαντήσεις που έλαβε, αποφάσισε να τους προσεγγίσει ξανά και να συζητήσει ανοιχτά μαζί τους.
«Πήγε πολύ καλά προετοιμασμένη και εξέφρασε με σαφήνεια όσα ένιωθε ότι συμβαίνουν εις βάρος της και εις βάρος άλλων μαθητών. Κατάφερε να κερδίσει τον σεβασμό τους και να ανακαλύψει τη δική της δύναμη στο σχολικό περιβάλλον».
Με ανάλογο τρόπο χρησιμοποίησε εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης και ένας άλλος συμμετέχων ίδιας ηλικίας. Τι συμβαίνει, όμως, με εφήβους μικρότερης ηλικίας, που βρίσκονται στη διαδικασία διαμόρφωσης του τρόπου αλληλεπίδρασής τους με άλλους; Κατά τον Siddals, αυτό είναι ένα σημαντικό ζήτημα που πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω, ειδικά μετά την αυτοκτονία ενός 14χρονου από τη Φλόριντα πριν από λίγους μήνες, ο οποίος έβαλε τέλος στη ζωή του ύστερα από εμμονή που απέκτησε με ένα chatbot τεχνητής νοημοσύνης.
«Η υπόθεση αυτή προκάλεσε αρκετά ερωτήματα γύρω από την χρήση τέτοιων εφαρμογών από τόσο μικρές ηλικίες. Θα μπορούσε αυτό το chatbot να είχε ανταποκριθεί με άλλο τρόπο; Θα μπορούσε να αποτρέψει τον 14χρονο από το να βάλει τέλος στη ζωή του; Αυτές οι ερωτήσεις δεν έχουν εύκολες απαντήσεις, όμως αναδεικνύουν την ανάγκη για αυστηρότερους ελέγχους και ηθικά πρωτόκολλα στον σχεδιασμό της τεχνητής νοημοσύνης», σημειώνει, τονίζοντας πως είναι κρίσιμο να εξεταστεί εάν οι αλγόριθμοι τέτοιων εφαρμογών μπορούν –ή πρέπει– να εντοπίζουν σημάδια ψυχικής δυσφορίας και να παρεμβαίνουν κατάλληλα.
Το μέλλον της AI στην ψυχική υγεία
Όσο για το μέλλον τέτοιου είδους εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης, ο ερευνητής υποστηρίζει πως δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή επιστημονικά δεδομένα ώστε να μπορεί να γίνει μια ασφαλής πρόβλεψη για τη δημοτικότητά τους. Αν, όπως λέει, αποδειχθεί πως είναι χρήσιμα εργαλεία για την καθημερινότητά μας, η δημοτικότητά τους θα εκτοξευθεί, αλλά παράλληλα θα ελλοχεύει ο κίνδυνος να αποτελέσουν ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς μας, μεγαλύτερο απ’ όσο θα έπρεπε.
«ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΦΙΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΥΣ ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ; ΘΑ ΠΕΡΝΑΜΕ ΕΝΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΕ ΤΟΝ ΨΗΦΙΑΚΟ ΜΑΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟ; ΜEΝΕΙ ΝΑ ΤΟ ΔΟYΜΕ…»
Το μόνο σίγουρο, σύμφωνα με τον Siddals, είναι ότι αυτές οι εφαρμογές δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη διά ζώσης θεραπεία με ψυχολόγο ή ψυχίατρο. Κι αυτό γιατί η γλώσσα του σώματος, η φυσική παρουσία και η ικανότητα του θεραπευτή να «διαβάζει» συναισθήματα πέρα από τις λέξεις παραμένουν αναντικατάστατα στοιχεία της θεραπείας – κάτι που η τεχνολογία δεν μπορεί να αναπαραγάγει.
«Η τεχνητή νοημοσύνη προσφέρει μια προσιτή, εναλλακτική λύση για όσους δεν έχουν πρόσβαση σε θεραπεία ή δεν μπορούν να την αντέξουν οικονομικά. Για όσους ήδη ακολουθούν θεραπεία, αυτά τα εργαλεία θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διαχείριση των καθημερινών δυσκολιών, αφήνοντας τη συναισθηματική επεξεργασία και τις πιο βαθιές ανακαλύψεις για τον ανθρώπινο θεραπευτή».